6 Ιουν 2020

Κλείσε το φως να κοιμηθούμε


Νόρα Ράλλη

Αυτό το πράγμα, που όλα συνδέονται με κάποιον «σκοτεινό» τρόπο και είναι τόσο εύκολο να δει κανείς αυτή τη σύνδεση, αλλά ελάχιστοι τη βλέπουν και ακόμα πιο ελάχιστοι τη λαμβάνουν υπόψη και ελαχιστότατοι κάνουν κάτι γι' αυτό, ε όλο αυτό μπορεί και να με τρελάνει όμως! Πραγματικά και με τον νόμο. Τον νόμο αυτόν, των λευκών.


Των υπέροχων λευκών της λευκής υπεροχής που λευκά και υπέροχα ατενίζουν το ασπρουλιάρικο μέλλον τους με τα υπέροχα, κατάλευκα ματάκια τους, γεμάτα λεπτεπίλεπτη αθωότητα, η οποία καλύπτει με έναν κατάλευκο μανδύα την υπεροχο-υπέροχη ζωή τους.

Από τη μια πάω να τρελαθώ (πραγματικά και με τον νόμο - μην τα ξαναλέμε) και από την άλλη έγκωσα με τη λευκίλα μου. Και μας και σας και εντός εκτός κι επί τ' αυτά... 
Τη μια ξυπνάμε και είμαστε όλοι «Σαρλί», την άλλη κοιμόμαστε και είμαστε όλοι «λεφτά υπάρχουν», μετά μισοκοιμισμένοι νομίζουμε ότι γίναμε αριστεροί, έχοντας ήδη ξεκάνει μνημόνιο μνημόνιο μία γενιά, μετά καλοξυπνάμε και καταλαβαίνουμε, ότι «ο λαός δεν ξεχνά τη σημαίνει Δεξιά» και γι' αυτό πάντα την αναπολεί και πάντα την αγκαλιάζει όταν μπορεί (και πάντα μπορεί, διάολε), πιο μετά γινόμαστε 
«Δεν μπορώ ν' ανασάνω», αργότερα θυμόμαστε πως είμαστε νοικοκυραίοι και δεν θα μας κουνιέται εμάς η κάθε κουνίστρα, μετά ξανακοιμόμαστε αναπολώντας το Γιούρο και τους Ολυμπιακούς, λίγο πιο μετά ξυπνάμε και χαιρόμαστε που όλο αυτό θα επαναληφθεί δοξάζοντας εθνικόφρονα και αγγελοπουλικά το 1821, ε, μετά στεναχωριόμαστε και λίγο για τον μικρό Αϊλάν που ξεβράστηκε νεκρός, μετά το ξεχνάμε γιατί δεν γίνεται να μας κουνιούνται για πολύ «αυτοί οι αριστεροί», που «μας φέρνουν τους λαθρομετανάστες» και «μαθαίνουν κοινωνιολογία και κάνουν τα παιδιά μας αριστερά», τα ίδια παιδιά που «δεν τους νοιάζει η δολοφονία Λαμπράκη, καθώς δεν ζούσαν τότε» και κάτι αντιστασιακούς που «είναι ψυχικά νοσούντες», αμέσως μετά σιγοτραγουδάμε με την Πρωτοψάλτη που βροντοτραγούδαγε για τα «παιδιά, της Ελλάδας τα παιδιά» που φυλάνε τον Εβρο από τις ορδές κάτι προσφύγων που ζητούσαν άσυλο, ενώ ταυτόχρονα τους καταβρέχαμε με τις μάνικες και μετά ξανατραγουδάμε το «Μακεδονία Ελληνική» μπροστά στον Μητσοτάρχα με περικεφαλαίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιατί αυτός είναι ο νέος Μέγας Αλέξανδρος, που μας έσωσε απ' τους Σκοπιανούς και απ' τον κορονοϊό και μετά, λίγο πριν πάμε πάλι για ύπνο, στηνόμαστε αγαλματάκια ακούνητα κι αμίλητα μπροστά σε μια οθόνη και λιβανίζουμε τον Τσιόδρα, που είναι και επιστημονάρα και είναι και γλυκούλης και τον ακούμε, σε ότι μας πει τον ακούμε... ε, και πιο μετά ξεχνάμε και τον Τσιόδρα, μέχρι να έρθει η ώρα, που θα τον δούμε υπουργό (γιατί θα έρθει αυτή η ώρα, όπως σε βλέπω και με βλέπεις θα έρθει) και μέχρι να έρθει αυτή η ώρα, δεν θα πολυσκάσουμε κιόλας, γιατί είμαστε και λευκοί και υπέροχοι και αρχαίοι Ελληνες και αγωνιστές της Επανάστασης και επειδή του Ελληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει, θα τα πλακώσουμε στο ξύλο τα κωλόπαιδα, που μάθανε και μου πίνουν μπίρες στις πλατείες και θα τα μάθουμε στα υπερσύγχρονα σχολεία της Καμερέως, που δεν κάνουν κοινωνιολογία αλλά λατινικά και θρησκευτικά, πολλά θρησκευτικά κάνουν και σ' αυτά τα σχολεία θα τα μάθουμε να γίνουν ή γιατροί (σαν τον Τσιόδρα) ή δικηγόροι (σαν τη Νικολάου) ή δημάρχοι (σαν τον Μπέο και τον Μπακογιάννη), γιατί δεν μεγαλώσαμε εμείς παιδιά, για να γίνουν σερβιτόροι, εμείς έχουμε τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, που δουλεύουν για ψίχουλα άλλοι σερβιτόροι, ώστε να μπορούμε να πληρώνουμε, αν το παιδί μας, πριν γίνει γιατρός ή δικηγόρος ή δήμαρχος, βιάσει και δολοφονήσει μια κοπέλα που «τα 'θελε, αλλά δεν καθόταν» και μετά ξανακοιμόμαστε, γιατί μια ζωή την έχουμε και δεν θα τη χαρίσουμε, σε όσους αγωνίζονται να μας ξυπνήσουν.

Χωρίς χρονολογική σειρά και χωρίς τελεία και με το φως ανοιχτό για να μη με πάρει ο ύπνος, αναπολώ τη ζωή μου.

Ελπίζοντας μόνο σ' αυτούς που στέκουν «όρθιοι και μόνοι, μες στη φοβερή ερημία του πλήθους» (Αναγνωστάκης, «Μιλώ...»).

ΠΗΓΗ: efsyn.gr