18 Ιαν 2020

Ανάπτυξη με... δωρεάν εργασία


Μπάμπης Μιχάλης
Πριν από την απαγόρευση της δουλείας σε Βρετανία και ΗΠΑ, οι σκλάβοι και η δωρεάν εργασία τους αποτέλεσαν μια από τις πιο κερδοφόρες μηχανές παραγωγής κεφαλαίου.


Βασικό γρανάζι αυτής της μηχανής ήταν οι τράπεζεςΤον Αύγουστο που πέρασε έκλεισαν 400 χρόνια από την πρώτη μεταφορά Αφρικανών σκλάβων σε αυτό που σήμερα ονομάζεται Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (και πιο συγκεκριμένα στο Τζέιμσταουν της Βιρτζίνια) από Ολλανδούς δουλεμπόρους.

Στον περίπου ενάμιση αιώνα που ακολούθησε ώς την κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ, εκατομμύρια ακόμη Αφρικανοί ακολούθησαν αυτή τη διαδρομή με τη βία, προκειμένου να «αξιοποιηθούν» στις μεγάλες φυτείες βαμβακιού, ζάχαρης και καπνού του αμερικανικού Νότου και των νησιών της Καραϊβικής.

Για περίπου 150 χρόνια, η δωρεάν εργασία τους αποτέλεσε βασική πηγή πλουτισμού για άποικους γαιοκτήμονες (που είχαν εφ’ όρου ζωής το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω σε αυτούς) και όχι μόνον. Η εργασία των Αφρικανών σκλάβων συνετέλεσε στην εγκαθίδρυση εκτεταμένων αγροτικών εκμεταλλεύσεων στις αποικίες του αμερικανικού Νότου, στην οικοδόμηση της πανίσχυρης οικονομίας του βαμβακιού στον 18ο αιώνα, καθώς και κωμοπόλεων και πόλεων που σταδιακά εξελίχθηκαν διαμορφώνοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

Οι σοδειές από τις φυτείες που καλλιεργούσαν δωρεάν οι σκλάβοι εξάγονταν στην Ευρώπη ή τις βορειότερες αποικίες της Αμερικής όπου μετατρέπονταν τελικά σε αγαθά. Για δεκάδες χρόνια τα κέρδη από την πώληση των τελευταίων επανεπενδύονταν για τη χρηματοδότηση νέων ταξιδιών στην Αφρική, την απόκτηση ακόμη περισσότερων σκλάβων και τη μεταφορά τους στις αποικίες για εκμετάλλευση. Αυτή η τριγωνική εμπορική διαδρομή αποδείχθηκε ιδιαίτερα επικερδής όχι μόνο για τους ιδιοκτήτες των φυτειών αλλά και για εμπόρους, μεσίτες, επενδυτές, κερδοσκόπους.

Εμποροι και μεσίτες εξελίχθηκαν σταδιακά σε τραπεζίτες και αποτέλεσαν τους βασικούς πιστωτές αυτού του σχήματος. Στις αποικίες, τέλος, οι ιδιοκτήτες των φυτειών προκειμένου να ξεκινήσουν κάποιες από τις μελλοντικές τους καλλιέργειες και να καλύψουν τις τεράστιες κεφαλαιακές ανάγκες (για την αγορά ή μίσθωση πλοίων, προϊόντων, γης και σκλάβων) προσέφευγαν ολοένα και περισσότερο στον δανεισμό ανοίγοντας την όρεξη όσων ήθελαν να κερδοσκοπήσουν.

Βρετανία

Ενα ταξίδι από το Λίβερπουλ για την Αφρική και από εκεί στην Καραϊβική ή τη Νέα Ορλεάνη και μετά επιστροφή πίσω στη Βρετανία μπορούσε να πάρει 18 μήνες. Κάθε σημείο αυτού του ταξιδιού, για αγορά και πώληση Αφρικανών σκλάβων, αγορά και εισαγωγή της παραγωγής των φυτειών που καλλιεργούσαν οι σκλάβοι περιείχε πολλές συναλλαγές και πιστωτικές διευθετήσεις.

Μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα όμως δεν υπήρχαν τράπεζες στο City του Λονδίνου, που θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αυτή την ανάγκη, ενώ έως και έναν αιώνα μετά η τραπεζική ελάχιστα είχε αναπτυχθεί εκτός της βρετανικής πρωτεύουσας.

Το κενό αυτό κάλυψαν οι έμποροι του Λονδίνου, του Μπρίστολ και του Λίβερπουλ, που αγόραζαν την παραγωγή των φυτειών. Χρηματοδότησαν με τα κέρδη τους από την πώληση της παραγωγής των φυτειών τα ταξίδια και το δουλεμπόριο και σταδιακά εξελίχθηκαν σε τραπεζίτες. Οι έμποροι του Λίβερπουλ, που ενεπλάκησαν στη χρηματοδότηση του δουλεμπορίου, για παράδειγμα, σχημάτισαν τη Heywoods Bank, η οποία σταδιακά ενσωματώθηκε στη σημερινή Barclays.

Με ανάλογο τρόπο αναδύθηκε η Lloyds, η οποία εκτός της χρηματοδότησης ταξιδιών και δουλεμπορίου παρείχε ακόμη και ασφαλιστικές υπηρεσίες στα πλοία που έπλεαν μεταξύ αφρινανικών ακτών και νέου κόσμου.

Ανάλογα αναπτύχθηκαν ακόμη δύο μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα της Βρετανίας, η Royal Bank of Scotland και η Barrings, ενώ ακόμη σημαντικότερη ήταν η εμπλοκή της σημερινής κεντρικής τράπεζας της Βρετανίας, της Τράπεζας της Αγγλίας.

Οταν ιδρύθηκε το 1694, η Bank of England στήριξε εξ ολοκλήρου το εν λόγω σύστημα εμπορικής πίστης, καθώς αρκετά από τα πλουσιότερα μέλη της είχαν δημιουργήσει μέρος ή το σύνολο της τεράστιας περιουσίας τους από το δουλεμπόριο.

Στην πορεία, η Τράπεζα της Αγγλίας έχοντας ειδική σχέση με το κράτος σταθεροποίησε τα εθνικά οικονομικά και επέτρεψε στη βρετανική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει τους μεγαλύτερους πολέμους της κατά τον 18ο αιώνα. Στόχος αυτών των πολέμων ήταν η εξασφάλιση και διασφάλιση υπερπόντιων εδαφών, μεταξύ αυτών και των αποικιών όπου ανθούσε η δουλεία, όπως και η χρηματοδότηση στρατιωτικών και ναυτικών μέσων για την προστασία των θαλάσσιων δρόμων του δουλεμπορίου στον Ατλαντικό και των οικονομιών των φυτειών.

Καπιταλισμός

Τα οφέλη ήταν τεράστια. Σύμφωνα με τα στοιχεία, ώς τα τέλη του 18ου αιώνα τα κέρδη από το εμπόριο των σκλάβων και τη δωρεάν εργασία τους κάλυπταν το 1/3 των συνολικών επενδυτικών αναγκών της Βρετανίας.

Ουκ ολίγοι ιστορικοί πιστεύουν, ότι χωρίς αυτά τα κέρδη δεν θα ήταν δυνατή ούτε η βιομηχανική επανάσταση ούτε η ναυτική υπεροχή της Βρετανίας. Τονίζουν δε, ότι τα κέρδη από το δουλεμπόριο αποτέλεσαν τη βάση για την οικοδόμηση του βρετανικού καπιταλισμού.

Στα κέρδη αυτά και στην εκμετάλλευση της εργασίας των Αφρικανών σκλάβων οφείλουν μεταξύ άλλων την αίγλη τους αρκετά επιφανή πνευματικά ιδρύματα της Βρετανίας, όπως τα δύο αρχαιότερα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κέιμπριτζ, η Βασιλική Ακαδημία, η Εθνική Πινακοθήκη, η Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Τέιτ και το Βρετανικό Μουσείο, που άνθησαν χάρη στα πλουσιοπάροχα κληροδοτήματα δουλεμπόρων και δουλοκτητών μεγιστάνων.

Αποζημίωση

Παρ’ όλα αυτά, η βρετανική κυβέρνηση, όταν πέρασε τον νόμο για την κατάργηση της δουλείας το 1833, απελευθερώνοντας 800 χιλιάδες σκλάβους, δεν προέβλεψε καμία αποζημίωση για όσα αυτοί είχαν προσφέρει και υποφέρει. Αποζημίωση, η οποία ισοδυναμεί με 16 δισεκατομμύρια σημερινές λίρες, το βρετανικό κράτος προσέφερε μόνο στα αφεντικά των σκλάβων για την... απώλεια της ιδιοκτησίας τους. Προκειμένου μάλιστα να καλύψει αυτή την αποζημίωση, το βρετανικό Δημόσιο δανείστηκε αδρά ποσό ίσο με το 40% των τότε δημόσιων δαπανών του.

Το δάνειο αυτό εξοφλήθηκε το 2015. Κάτι που σημαίνει, ότι μέχρι και πριν από 4 χρόνια κάποιοι απόγονοι των σκλάβων στη Βρετανία πλήρωναν ακόμη τους ιδιοκτήτες των σκλάβων για την ελευθερία των προγόνων τους.

Τις ρίζες τους στη δουλεία και στο εμπόριο των σκλάβων δεν έχουν όμως μόνο οι σημερινές μεγάλες τράπεζες της Βρετανίας αλλά και των ΗΠΑ.

Εμπράγματη αξία…

Αρκετοί από τους κολοσσούς της Wall Street (όπως J.P. Morgan, Bank of America, Citibank, Lehman Brothers και Wells Fargo) είναι απόγονοι τραπεζών που ενεπλάκησαν άμεσα ή έμμεσα στη δουλεία.

Παρείχαν δάνεια στους ιδιοκτήτες των φυτειών με εχέγγυο σκλάβους, αποτιμούσαν την αξία τους βάσει φύλου, ηλικίας και άλλων ατομικών χαρακτηριστικών, ενώ, όταν οι δανειολήπτες ιδιοκτήτες των φυτειών αδυνατούσαν να αποπληρώσουν το χρέος τους, γίνονταν μετά την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων και ιδιοκτήτες σκλάβων.

Στις κατασχέσεις τους μάλιστα οι τραπεζίτες προτιμούσαν σκλάβους έναντι γης και ακινήτων, καθώς ήταν πιο... ρευστοποιήσιμοι, μπορούσαν δηλαδή να ξαναπουληθούν εύκολα και να φέρουν γρήγορα έσοδα.

Η αξία των σκλάβων μπορούσε να καταγραφεί ως εγγύηση σε ενυπόθηκα δάνεια, ομόλογα και άλλα χρεόγραφα που στη συνέχεια, όπως κάθε άλλο χρηματοπιστωτικό εργαλείο, πωλούνταν σε επενδυτές σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο. Κάτι που επέτρεψε εξαγωγή κερδών από τη δουλεία και σε επενδυτές που ζούσαν σε περιοχές, όπου η δουλεία ήταν απαγορευμένη.

Η εύκολη πίστωση οδήγησε σταδιακά σε φούσκα της αξίας των σκλάβων και της καλλιεργήσιμης γης, η οποία μοιραία έσκασε με τον Πανικό του 1837, προκαλώντας τη χειρότερη οικονομική κρίση του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ. Μεταξύ 1837 και 1842 κατέρρευσαν τράπεζες, η πίστωση εξαφανίστηκε και η οικονομία τελμάτωσε.

Ομως, χάρη στην ανάπτυξη νέων χρεωστικών τίτλων που ήταν διασφαλισμένοι με την αξία των σκλάβων, η αμερικανική οικονομία της δεκαετίας του 1820 και του 1830 είχε ήδη ξεκινήσει τον μετασχηματισμό της. Μεγάλο μέρος της οικονομίας είχε ήδη εμπλακεί σε δίκτυα κεφαλαίου, που έβγαζαν κέρδη από τους σκλαβωμένους Αφρικανούς.

Η ευημερία που δημιούργησε η σκλαβιά επεκτάθηκε πέρα από τις βαμβοκοφυτείες του Νότου, καθώς οι κεφαλαιαγορές μόχλευσαν την εγγύηση που παρείχαν οι σκλάβοι, ενώ οι οικονομικές και εμπορικές δομές βοήθησαν στην ανάπτυξη και την τελειοποίησή τους.

To 2005, σε μια σπάνια ομολογία η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ σήμερα, η J.P. Morgan Chase, παραδέχθηκε, ότι συμμετείχε ενεργά στη δουλεία των Αφρικανών. Ο τραπεζικός κολοσσός παραδέχθηκε, ότι από το 1831 ώς το τέλος του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου το 1865, δύο θυγατρικές της τράπεζες, η Citizens’ Bank και Canal Bank, παρείχαν υπηρεσίες προς ιδιοκτήτες φυτειών στη Λουιζιάνα.

Την περίοδο αυτή οι δύο τράπεζες της J.P. Morgan αποδέχθηκαν ως εγγύηση για χορήγηση δανείων σε ιδιοκτήτες φυτειών περί τους 13.000 σκλάβους, ενώ κατέληξαν ύστερα από κατασχέσεις να έχουν στην ιδιοκτησία τους περί τους 1.250.

Ανάλογη εμπλοκή στο καθεστώς της δουλείας (με ιδιοκτησία σκλάβων ή την αποδοχή τους ως εχέγγυου) είχαν ακόμη εκτός των παραπάνω τραπεζών και οι Bank of America, Wells Fargo, FleetBoston Financial, αλλά και οι ασφαλιστικοί κολοσσοί των ΗΠΑ Aetna, New York Life, AIG που μέσω των πρόγονων εταιρειών τους ασφάλιζαν τις ζωές των σκλάβων για χάρη των ιδιοκτητών τους.

Τα αυξανόμενα κέρδη της οικονομίας των σκλάβων αποδείχθηκαν καθοριστικής σημασίας για το σύνολο της οικονομίας των ΗΠΑ. Η βαμβακοπαραγωγική οικονομία του 19ου αιώνα στον αμερικανικό Νότο ήταν υπεύθυνη, για πάνω από τα μισά συνολικά αγαθά που οι ΗΠΑ εξήγαν μεταξύ 1820 και 1860 και βοήθησε να σχηματιστούν πολλοί από τους σημερινούς οικονομικούς και κοινωνικούς θεσμούς της Αμερικής. Εκτός του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το σύστημα κοινωνικού ελέγχου και πειθαρχίας (φυλακές), οι νόμοι περί ιδιοκτησίας, ο ασφαλιστικός κλάδος έχουν τις ρίζες τους στην οικονομία των σκλάβων.

Τα κέρδη που δημιούργησε η καλλιέργεια βαμβακιού βοήθησαν ακόμη να χρηματοδοτηθούν τεράστιες αυτοκρατορίες εμπορίου και βιομηχανίας, περιλαμβανομένων της ναυτιλίας και των σιδηρόδρομων. Πλούτισαν φυσικά και τους μεσάζοντες ασφαλιστές, μεσίτες, επενδυτές και κερδοσκόπους.

Δεκάδες, τέλος, ήταν και τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα που ενεπλάκησαν έμμεσα στη δουλεία, καθώς χρηματοδοτήθηκαν αδρά από πλούσιες οικογένειες που κατείχαν σκλάβους. Μεταξύ αυτών και τα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ, του Γέιλ, του Πεν, της Κολούμπια, του Πρίνστον, του Ντέλαγουερ, της Βιρτζίνια.

Τα «εμπορεύματα» των αδελφών Lehman

Μικροέμποροι της εποχής όπως οι αδελφοί Lehman (ιδρυτές του γνωστού τραπεζικού κολοσσού Lehman Brothers που η κατάρρευσή του τον Σεπτέμβριο του 2008 τροφοδότησε κραχ του χρηματοπιστωτικού τομέα και παγκόσμια ύφεση) αναδύθηκαν μέσα από το σύστημα της δουλείας.

Η ιστορία τους ξεκινά το 1844, όταν ο Γερμανοεβραίος Hayum Lehman μεταναστεύει από τη Βαυαρία στο Mόμπαϊλ της Αλαμπάμα. Εκεί αλλάζει το όνομά του σε Henry και πιάνει δουλειά ως πλανόδιος πωλητής. Στη συνέχεια ανοίγει ένα μικρό κατάστημα πώλησης αποξηραμένων προϊόντων στο Μοντγκόμερι με τη συμμετοχή των δύο μικρότερων αδελφών του, Μάντελ και Μάγερ. Το κατάστημα ξηρών ειδών εξελίσσεται γρήγορα σε μεσιτικό γραφείο και σταδιακά σε τράπεζα. Μερικά όμως από τα «εμπορεύματα» που αγοράζουν και πουλούν οι αδελφοί Lehman, πριν εξελιχθούν σε «εμπόρους του χρήματος», ήταν άνθρωποι.

Η εταιρεία τους έχτισε την αρχική της περιουσία χάρη στην οικονομία των σκλάβων, ενώ και οι ίδιοι για περισσότερα από 20 χρόνια είχαν στην ιδιοκτησία τους σκλάβους.

Οι Lehman έφτασαν στον αμερικανικό Νότο σε μια πολύ ευνοϊκή γι’ αυτούς περίοδο (στα τέλη της οικονομικής κρίσης) και επωφελήθηκαν από την απελπιστική ανάγκη για επενδύσεις και πιστώσεις. Καθιερώθηκαν ως μεσάζοντες της οικονομίας του βαμβακιού, παρέχοντας στους ιδιοκτήτες των φυτειών, εκτός της μεσιτείας στην πώληση του βαμβακιού, χρηματοοικονομικές συμβουλές, συμβουλές μάρκετινγκ, ασφαλίσεις, μεταφορές, logistics και ενίοτε σκλάβους. Πουλούσαν τις υπηρεσίες τους επί πιστώσει και η αμοιβή τους αρκετές φορές ήταν βαμβάκι, το οποίο πουλούσαν στις βιομηχανίες του Βορρά.

Στην επαφή τους με τον Βορρά, όπως και αρκετοί άλλοι μεσάζοντες της οικονομίας του βαμβακιού, απέκτησαν πρόσβαση στη χρηματοδότηση των εκεί τραπεζών. Τα χρήματα αυτά έμπαιναν στην οικονομία του βαμβακιού με δάνεια προς τους ιδιοκτήτες των φυτειών και επέστρεφαν πίσω αποδίδοντας τόκους και κέρδη. Μικροί μεσίτες, όπως οι αδελφοί Lehman Brothers, «πακέταραν» οφειλόμενα δάνεια και χρέη και τα πουλούσαν σε άλλους επενδυτές κερδίζοντας και από εκεί. Οπως ακριβώς οι ιδιοκτήτες φυτειών, δανείζονταν και αυτοί με εχέγγυο σκλάβους.

Στη διάρκεια του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου (1861-65) οι Lehman αβγάτισαν κι άλλο την περιουσία τους από το εμπόριο υποστηρίζοντας τους Νοτίους και προμηθεύοντας τον στρατό τους με βαμβάκι και μαλλί για τις στολές των στρατιωτών. Οι Lehman όχι μόνο κατάφεραν να επιβιώσουν του πολέμου, αλλά και να κερδίσουν από αυτόν, χωρίς να πληρώσουν ποτέ σεντ, για τη στήριξη που παρείχαν στην ηττημένη Συνομοσπονδία των Νοτίων. Οπως αρκετοί άλλοι έμποροι και ιδιοκτήτες φυτειών των Πολιτειών του Νότου, έλαβαν χάρη από τον πρόεδρο Αντριου Τζόνσον διατηρώντας όλα όσα κατείχαν προπολεμικά.

Στα αμέσως επόμενα χρόνια οι Lehman εγκαταστάθηκαν στον Βορρά. Συνέχισαν για κάποιο καιρό να μεσιτεύουν συμφωνίες μεταξύ των βαμβακοκαλλιεργητών του Νότου και των εμπόρων και ανταλλακτηρίων του Βορρά, ενώ επεκτάθηκαν και σε άλλα εμπορεύματα, πριν καταλάβουν θέση στο νεοϊδρυθέν Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης το 1887 και εξελιχθούν σε έναν από τους ισχυρότερους χρηματοπιστωτικούς οίκους του κόσμου.

Ο μετασχηματισμός τους (αφήνοντας πίσω τη δουλεία αλλά κρατώντας τα κέρδη της) δεν αποτελεί βέβαια μόνο την ιστορία της Lehman Brothers αλλά και την ιστορία της δημιουργίας του αμερικανικού καπιταλισμού.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών