3 Δεκ 2016

Χαμογέλα, ρε...


Γιώργος X. Παπασωτηρίου 

Κάποτε, αρχές δεκαετίας του 1990 οι θιασώτες του περίφημου «λάιφ στάιλ», μέσα από έμπυρα άρθρα σε περιοδικά-καθρέφτες (σ.σ. ναι, ναι, κάποια κυκλοφορούσαν με εξώφυλλα «καθρέφτες»), μιλούσαν για τη χαρά της κατανάλωσης, για την ανάγκη να είμαστε ευφορικοί, μυώδεις, γελαστοί, καταναλωτικοί, θαμώνες...


υπεραγορών-ναών όπου λατρεύονταν η επιτυχία και η ευτυχία. 
Αυτά τα μεγα-Εγώ, οι Κύριοι Όλος ο Κόσμος που έλεγε ο Κάφκα, αυτοί που θεωρούσαν ότι όλα είναι Χρήμα και Δύναμη, οι κύριοι αυτοί, που κατ’ ομολογία τους μετά την απώλεια της οικονομικής τους δύναμης ευνουχίστηκαν, αντικαταστάθηκαν, τώρα, από νέας κοπής «νοηματοδότες», προσαρμοσμένους στην εποχή της λιτότητας και της σημερινής, σχεδόν γενικευμένης, δυστυχίας.

Οι νέοι "νοηματοδότες", λοιπόν, κατηγορούν εκείνους που ζουν στην κόλαση της ανεργίας και στα Νταχάου των προσφυγικών κέντρων συγκέντρωσης (σ.σ. ναι, για στρατόπεδα συγκέντρωσης πρόκειται όπου δρουν ανεξέλεγκτα άγριες μαφίες) ότι «δεν χαμογελούν», ότι «είναι στρυφνοί και δύσθυμοι»! Σκέφτομαι, ότι η γυναίκα με το παιδί στην αγκαλιά που κοιτάζει τη ζωή με το σκληρό βλέμμα της απελπισίας, μόνο με ψυχοτρόπα θα μπορούσε να χαμογελάσει. Ναι, η ζωή είναι ωραία, ακόμα και στην κόλαση. Αλλά αυτό συμβαίνει μόνο στα έργα του Μπενίνι. Γιατί η χαρά σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, είναι μόνο η… χαρά του πορεύεσθαι προς θάνατον με τη συνοδεία της ορχήστρας χάλκινων οργάνων, όπως σ’ εκείνο το στρατόπεδο των ναζί. Φαντάζομαι, οι κύριοι αυτοί από το ύψος του ναρκισσισμού τους να φωνάζουν στους κολασμένους καθώς οδεύουν προς την εξαέρωσή τους, «Χαμογέλα, ρε, τι σου ζητάνε;»!

Κι αναρωτιέμαι, γιατί αυτή η εμμονή στο γέλιο, δηλαδή στην ηλίθια χαρά της δυστυχίας. Η απάντηση είναι εύκολη, όταν πρόκειται για ανθρώπους της καθεστηκυίας τάξης. Αλλά σήμερα, την εποχή της κρίσης, της ανεργίας, της κατάθλιψης και, προπάντων, της διάψευσης των κηρύκων της αέναης καταναλωτικής ευτυχίας, έρχονται κάποιοι άλλοι (εξ αριστερών) να μιλήσουν για τη στρυφνότητα των δυστυχισμένων και την ψυχική τους αδυναμία να... χαμογελάσουν.

Ποιο άραγε, να είναι το κίνητρο των νέων κηνσόρων; Θα το πούμε κατηγορηματικά: Ο ναρκισσισμός τους. Όχι, βέβαια, ο ναρκισσισμός ως εγωτικό καλλιτεχνικό παιγνίδι, αλλά ως κουλτούρα που επιχειρείται να διαχυθεί σε ολόκληρη την κοινωνία, δοξάζοντας ως «νόημα της ζωής» όχι τον Εαυτό, αλλά τον (Ε)αυτό και το τίποτα. Όχι το μεγάλο Τίποτα των ποιητών αλλά το έσχατο τίποτα του κενού, του μηδενισμού, του «όλα ίσιωμα»! Εδώ βρίσκεται το κοινό σημείο των «λαϊφσταλάδων» του τέλους του 20ου αιώνα με τους αντίστοιχους των αρχών του 21ου. Μόνο που στους τελευταίους η δύναμη δεν προέρχεται από τη συσσώρευση αλλά από την αποσυσσώρευση, από την αποανάπτυξη, από το μηδέν.

Με άλλα λόγια έχουμε εν προκειμένω την ανάπτυξη μιας ατομικής με κοινωνικές συνέπειες κουλτούρας του ναρκισσισμού. Σε ψυχολογικό επίπεδο η κουλτούρα αυτή συνίσταται σε μία ψυχική αλλοίωση, καθώς εκμηδενίζονται οι αξίες και η αναζήτηση εαυτού, καλυπτόμενες πλέον από μία χαρούμενη αλαζονεία, μετονομαζόμενη σε "δίκαιη (αυτο)πεποίθηση". Η «κουλτούρα του ναρκισσισμού» ωθεί τα άτομα σε ένα αυτοαναφορικό κλείσιμο: σε έναν (ε)αυτισμό που δεν είναι εγωισμός και ατομικισμός αλλά αυτοεκμηδένιση. Κάνει τα άτομα φυγόπονα απέναντι στον ψυχικό κόπο (γι’ αυτό η προσφυγή στο άηχο και α-νόητο, δηλαδή χωρίς νόημα,«γέλιο»), τα οποία θέλουν μόνο να διαχυθούν στο αδιαφοροποίητο περιβάλλον, σαν να αναζητούν την ευδαιμονία της μήτρας. Αυτή η διόδευση στο χάος επιθυμούν να είναι χαρούμενη, όπως ακριβώς αυτή του εμβρύου που κάνει τούμπες (πάντα εκ του ασφαλούς) στον αμνιακό σάκο!

Η σημερινή, λοιπόν, ψυχική προσαρμογή συνεπάγεται και μια οντολογική αλλοίωση, κάνοντας τα άτομα να παλινδρομούν στη βρεφική ηλικία, στην ψυχική λειτουργικότητα της νηπιακής φάσης. Αν λοιπόν η κουλτούρα του φιλελευθερισμού ενίσχυε τα πρωκτερωτικά πρότυπα συμπεριφοράς (συσσώρευση χρήματος και υλικών αγαθών, έλεγχος σωματικών λειτουργιών και συναισθήματος), η κουλτούρα του «νεοφιλελευθερισμού» αναδημιουργεί τα στοματικά πρότυπα του προγενέστερου σταδίου ψυχικής ανάπτυξης, όταν το νήπιο ήταν εντελώς εξαρτημένο από τον μαστό.  

Το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού είναι, πως δεν υπάρχει κοινωνία, αλλά άτομα. Τα άτομα-χωρίς-κοινωνία, χωρίς δηλαδή το συγκροτημένο Εμείς, καλούνται, τώρα, να προσαρμοστούν σε συνθήκες παρόμοιες με τις προηγούμενες του σχηματισμού των εθνικών κρατών, χωρίς την ψυχική ανάγκη του ανήκειν σε συγκροτημένα σύνολα. Έτσι, όλοι είμαστε έτοιμοι να ενταχθούμε σαν πολιτικά άμορφα μόρια μιας «κοινωνικής σκόνης» στην Παγκοσμιοποίηση νεοφιλελεύθερου τύπου. Σαν τέτοιοι διεκδικούμε την επιθυμία για τη ναρκισσιστική μας διάχυση σ’ ένα  αδιαφοροποίητο περιβάλλον, γεμίζοντας το χάος με το «γέλιο» των μικροθεών! Σε τέτοιους έχουμε αναγορεύσει τους (ε)αυτούς μας. Γιατί το «όλα ίσιωμα» της ναρκισσιστικής κουλτούρας έρχεται και δένει με το «όλα ισχύουν» της μετανεωτερικής απροσδιοριστίας. Η «νεοφιλελεύθερη» επιταγή για ατομικές στρατηγικές επιβίωσης μεταμορφώθηκε σε ατομικό «δικαίωμα στη διαφορά» και στη χαρά, στην απαίτηση από τον «ξένο» και τον εξαθλιωμένο να αντικαταστήσει την απελπισία, όχι με αγώνα, αλλά με χαρούμενο «γέλιο» και, γιατί όχι, με αυτονομία στο lifestyle, όπου ο απόκληρος γίνεται ένας (κατά δήθεν προσωπική επιλογή) φιλόσοφος κλοσάρ! 

Η έντονη αντιδραστικότητα είναι η μία όψη της συμπεριφοράς των σημερινών ατόμων-χωρίς-κοινωνία, των οποίων οι άμυνες  λειτουργούν από μόνες τους. «Ο πραγματικός εαυτός, ο εν δυνάμει, κρύβεται και κάνει κουμάντο ο ψευδο-εαυτός – ως άμυνα, με ανυπολόγιστες συνέπειες». Ως αποτέλεσμα, η πλειονότητα των «ατόμων» συμπεριφέρεται υποταγμένα, με υπερβολική συμμόρφωση και προσαρμοστικότητα, δίκην αμνού.

Το «κόμμα του Νάρκισσου» επισημαίνει τους κινδύνους του εργαλειακού λόγου αλλά προσφέρει και το αντίδοτο: τον πρακτικό Λόγο, την αριστοτελική πράξιν  ή φρόνησιν, που την καθιστά συνώνυμη με το παιχνίδι – όντας έξω από τη χρησιμότητα και πέρα από την αναγκαιότητα και την ωφελιμότητα. Όλα γίνονται παιγνίδι! Γι΄αυτό και η διαπορία-προσταγή: «χαμογέλα, ρε, τι σου ζητάνε;»

Κάποιοι εμμένουν στο παιχνίδι του κόσμου. Ναι, το παιχνίδι είναι θεωρητικά γοητευτικό, όχι όμως στον καιρό της Επιβίωσης, όπως έχει ονομασθεί σήμερα η Ανάγκη, όχι την εποχή που οι παραδοσιακές συλλογικότητες (κάποτε τόποι οργάνωσης και μετουσίωσης της απελπισίας και του πόνου σε παθιασμένο αγώνα) έχουν εκφυλιστεί. 
Ποιος είναι ο δημόσιος χώρος, ποιοι είναι οι νέοι τόποι επικοινωνίας και συνάντησης των απελπισμένων σήμερα; Κανένας. Πουθενά. Αυτό το τεράστιο κενό κάποιοι το αναπληρώνουν με το θεσμό της… «παρέας»! Ναι, «την ιστορία την κάνουν οι παρέες», ναι, βρισκόμαστε στην εποχή των lobbies, αλλά ποια ιστορία γράφουν και για ποιόν; 



ΠΗΓΗ: artinews.gr