25 Οκτ 2016

Πήδα ρε, τι σου ζητάνε


Γιώργος X. Παπασωτηρίου 

Κάποτε το οικονομικό σύστημα (ο αποκαλούμενος καπιταλισμός) βασίζονταν στην πραγματική οικονομία και στην κατανάλωση (προσφορά-ζήτηση). 
Στη συνέχεια η εικονική οικονομία (οι τιμές των προϊόντων που τζογάρονται στα χρηματιστήρια) υπερκέρασε την πραγματική,


δημιουργώντας μία αναλογία 400 προς 1. 

Έτσι όλοι βλέπαμε μία φούσκα που κάποτε θα έσκαγε. Μαζί, όμως, εξαερώθηκε και η παραγωγή «σημείων», γιατί το όλο σύστημα νομιμοποιούνταν από την ιδεολογία της κατανάλωσης-αναγνώρισης. Όσο κατανάλωνε κανείς σημεία και σύμβολα γινόταν πιο ορατός και αποκτούσε κύρος (συμβολικό κεφάλαιο). Ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο ήταν κάτι παραπάνω από ένα σπίτι ή ένα αυτοκίνητο. Έτσι, μαζί με την αγορά τους κάποιος αγόραζε και τα «σημεία» της ορατότητας και αναγνώρισής του. Σ’ αυτή την ιδεολογία της κατανάλωσης «σημείων» βασίσθηκε η σκανδαλώδης παροχή δανείων, η οποία τώρα «έσκασε». Έτσι, το κραχ του νεοφιλελεύθερου μοντέλου κατέστη ηχηρό. Όμως, παραγνωρίζεται, ότι μαζί με το οικονομικό κραχ έχουμε και το κοινωνικό αλλά και το ανθρωπολογικό κραχ, καθώς η αδυναμία κατανάλωσης σημείων οδηγεί σε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, οδηγώντας τον άνθρωπο που αδυνατεί να διατηρήσει τα σημεία ορατότητάς του στην αφάνεια, δηλαδή στο συμβολικό, στο ζωντανό θάνατο. 

Πρόκειται για τον άνθρωπο-καταναλωτή, ο οποίος πριν είχε καθήκον να είναι ευτυχισμένος, ερωτευμένος, ευφορικός, δυναμικός, συμμετοχικός, ενθουσιαστικός· ο πολλαπλασιασμός των σχέσεων και των επαφών του καθώς και η εντατική χρήση σημείων/αντικειμένων συνιστούσαν την αρχή της μεγιστοποίησης της ύπαρξής του, κατά το αντίστοιχο της μεγιστοποίησης του κέρδους και του παραδοσιακού καταναγκασμού για εργασία και παραγωγή. Η καταναλωτική κοινωνία σήμανε μία θεμελιώδη μετάλλαξη της οικολογίας του ανθρώπινου είδους, όπου όλα διέπονταν από το νόμο της ανταλλακτικής αξίας. Τώρα τι; Τώρα Τίποτα. Οι ψευδαισθήσεις της ευτυχίας, της ευφορίας, του ενθουσιασμού έχουν απολεσθεί μαζί με την απώλεια της αγοραστικής δύναμης και της ίδιας της εργασίας. Ποιο κίνητρο, ποιος παράδεισος, ποια χαρά θα παράσχουν τον «αέρα», έστω δίκην προσομοίωσης, στα πανιά της ψυχής των πολιτών ώστε να εργάζονται αγόγγυστα; Πλήρης άπνοια. Τέλμα. 
Για την ώρα προσπαθούν να συντηρήσουν το καταρρέον σύστημα με το χαμό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων (200 εκ. θα έπρεπε να είναι ο αριθμός πριν κάποια χρόνια σύμφωνα με τον οικονομολόγο Στίγκλιτζ), ενώ η κοινωνική συνοχή θα διατηρηθεί με τον αυταρχισμό, ήτοι με αστυνομικό τρόπο. Κι αυτό γιατί η αντίδραση των θυμάτων είναι σπασμωδική.

Κραχ παντού, λοιπόν. Κάποιοι θυμούνται, σήμερα, το κραχ του 1929. Και τότε τα όνειρα είχαν γίνει ψυγμένοι εφιάλτες. Τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιοι πλάνητες, τα ίδια φαντάσματα, όπως εκείνα στη Λεκάνη της Σκόνης (Dustbowl), στην περιοχή των κεντρικών ΗΠΑ, τη φοβερή εκείνη δεκαετία του 1930, μετά το μεγάλο κραχ. Γιατί μετά το κράχ του χρηματιστηρίου συνέβη και το κραχ της φύσης με την παρατεταμένη ξηρασία και τις θύελλες σκόνης. Όπως τότε έτσι και τώρα, τους βλέπω να στήνουν και να ξεστήνουν τις «Χούβερβιλς», τις κατασκηνώσεις των τσαντιριών (σαν τη dogville του Φρίερς), στην Ειδομένη πριν, στο Ελληνικό τώρα, στη Ζούγκλα του Καλαί πάντα, να τους κυνηγούν οι σερίφηδες, ο «κοινωνικός αυτοματισμός», η Κου Κλουξ Κλαν, που εδώ λέγεται Χρυσή Αυγή, αλλά και η δική τους εσωτερική μαφία. Βλέπω τους γιους και τις θυγατέρες των ανέστιων, των πεινασμένων και των άνεργων του 1930 στα πρόσωπα των προσφύγων και των ανέργων του 2016. Τους βλέπω να έρχονται από παντού, πολιορκώντας τη ζωή. Να κυνηγιούνται απ’ όλους, προπάντων από τους φασίστες. Κι απέναντι οι θεατές, οι δήθεν συμπάσχοντες με τα πάθη των Χριστών, που με την πλήρη αυτοπεποίθηση και αλαζονεία της βλακείας τους θεωρούν, πως, ότι βλέπουν, δεν είναι παρά μία ακόμη τηλεοπτική παράσταση, ένα χάπενινγκ, ένα θεατρικό παιγνίδι, όπου το δράμα των ανθρώπων θα λάβει τέλος με το τέλος του έργου, όταν τα φώτα κλείσουν. 
«Πήδα, ρε»! Πήδα ρε, για μία «σέλφι», για μία αυτοφωτογραφία της αρρωστημένης μας αυτοαναφορικότητας. Μιλώ για τον 17χρονο πρόσφυγα που αυτοκτόνησε στη Γερμανία υπό τις ιαχές παρότρυνσης των εκατοντάδων θεατών. Μιλώ για τον αυτισμό και τις περίκλειστες ψυχές των γονιών, που φοβήθηκαν, μη μολυνθούν τα παιδιά τους στα σχολειά από την προσφυγιά. 
Αυτό το «πήδα ρε», θα στοιχειώσει, σταμπάροντας ανεξίτηλα τον πολιτισμό του 21ου αιώνα και τους ανθρώπους του. Όπως στο Μεσαίωνα…  


ΠΗΓΗ: artinews.gr