18 Αυγ 2016

Πότε θα σκάσει η παγκόσμια φούσκα των κεντρικών τραπεζών;

    
Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

Μπορεί οι οικονομικές και γεωπολιτικές αβεβαιότητες να είναι σήμερα οι μεγαλύτερες των τελευταίων δεκαετιών, αλλά τα χρηματιστήρια διεθνώς δείχνουν να αδιαφορούν. 
Στις περισσότερες αγορές οι μετοχές έχουν υπερκαλύψει τις όποιες απώλειες είχαν με...


το βρετανικό δημοψήφισμα, ενώ αρχίζουν και κυκλοφορούν και αναλύσεις με προβλέψεις για συνέχιση αυτού του καλοκαιρινού «ράλι».

Όταν το χρήμα είναι άφθονο και αποδίδει μηδέν τόκο, οι επενδυτές στρέφονται σε χαρτιά μεγαλύτερου ρίσκου, είτε πρόκειται για μετοχές είτε για ομόλογα υψηλού ρίσκου (τα λεγόμενα ομόλογα σκουπίδια – junk bonds).

Ο δείκτης Dow Jones του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης βρίσκεται 6,7% ψηλότερα, από το χαμηλό σημείο στο οποίο βρέθηκε πρόσκαιρα στις 27 Ιουνίου, την επομένη του βρετανικού δημοψηφίσματος και 18,7% ψηλότερα από το χαμηλό του Φεβρουαρίου. Ο δείκτης ευρωπαϊκών μετοχών Eurostoxx 600 βρίσκεται, αντίστοιχα, 13,7% πάνω από το χαμηλό του Brexit και 15,3% ψηλότερα από το χαμηλό του Φεβρουαρίου.

Το παράδοξο είναι, ότι οι αγορές κεφαλαίου κάθονται πάνω σε μια οικονομική «βόμβα» ρευστότητας, η οποία είναι ακριβώς εκείνη που τροφοδοτεί την ανοδική πορεία των τιμών στα «χαρτιά», είτε πρόκειται για μετοχές, είτε για ομόλογα.

Τη «βόμβα» συντηρούν οι κεντρικές τράπεζες, καθώς μετά το 2008 οι περισσότερες εξ αυτών επέβαλαν διαδοχικά μηδενικά, ακόμα και αρνητικά επιτόκια, ενώ αγοράζουν μαζικά ομόλογα, με στόχο να τροφοδοτήσουν την αγορά με ρευστότητα, για να αντιμετωπίσουν την διεθνή κρίση και να αποτρέψουν την κατάρρευση. Πρόκειται για τη λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση» ή «τύπωμα χρήματος».

Πολλοί οικονομολόγοι δεν κουράζονται να επισημαίνουν, ότι με την πολιτική αυτή, οι κεντρικές τράπεζες έχουν διοχετεύσει περί τα 14 τρισεκατομμύρια δολάρια στην παγκόσμια αγορά δημιουργώντας μια παγκόσμια φούσκα, η οποία κινδυνεύει να «σκάσει» παρασύροντας την παγκόσμια οικονομία σε έναν πρωτοφανή κύκλο ύφεσης, με ασύλληπτες συνέπειες, δεδομένου ότι τα οικονομικά μεγέθη που διακινούνται παγκοσμίως σήμερα δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο.

Όμως, οι Κασσάνδρες, μέχρι σήμερα δεν έχουν επιβεβαιωθεί, καθώς οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να τροφοδοτούν τη φούσκα και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται.

Προς το παρόν το σύστημα βρίσκει ισορροπία, ανεβάζοντας όλο και περισσότερο τις τιμές των χαρτιών. Τι θα συμβεί, όμως, εάν ο φαύλος κύκλος διακοπεί;
Το πρόβλημα είναι, ότι αποδεικνύεται πολύ δύσκολο για τις κεντρικές τράπεζες, να επαναφέρουν τα πράγματα σε κανονική ισορροπία.

Η FED, η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ, που είχε ξεκινήσει πρώτη τον κύκλο της ποσοτικής χαλάρωσης, επιχείρησε να επιστρέψει στην ομαλότητα εγκαινιάζοντας ένα κύκλο αύξησης του επιτοκίου της (αφού προηγουμένως είχε σταματήσει τις αγορές ομόλογων). Τον περασμένο Δεκέμβριο προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων (από 0,25% σε 0,5%), αλλά αργότερα αναγκάστηκε να μεταθέσει στο μέλλον τα σχέδια για αυξήσεις, λόγω των αναταράξεων που προέκυψαν, όταν οι επενδυτές παγκοσμίως άρχισαν να πουλάνε μετοχές και ομόλογα, διαβλέποντας το τέλος του ανοδικού κύκλου.

Τις τελευταίες ημέρες, υπάρχουν εκ νέου εκτιμήσεις, ότι κάποια μέχρι στιγμή μέχρι το τέλος του χρόνου η FED θα αναγκαστεί να αυξήσει και πάλι το βασικό επιτόκιο, εφόσον υπάρξουν στοιχεία, ότι η οικονομία των ΗΠΑ αναπτύσσεται γρηγορότερα.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από την πλευρά της έχει φέρει το βασικό επιτόκιο στο μηδέν, ενώ έχει αρνητικό επιτόκιο (-40%) για τις τράπεζες που παρκάρουν τα χρήματά τους σε δικό της λογαριασμό και αγοράζει κάθε μήνα 80 δισ. ευρώ ομολόγων. Η ΕΚΤ έχει αποφασίσει να συνεχίσει την ποσοτική χαλάρωση μέχρι το Μάρτιο του 2017, αλλά δεν αποκλείεται να παρατείνει το πρόγραμμα, εάν υπάρχουν στοιχεία, ότι ο πληθωρισμός συνεχίζει να παραμένει πολύ κάτω από το στόχο.

Η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχει μηδενικά επιτόκιο από την αρχή του χρόνου, ενώ η Τράπεζα της Αγγλίας έχει κατεβάσει το επιτόκιο στο 0,25% και έχει ξεκινήσει νέο κύκλο ποσοτικής χαλάρωσης μετά την απόφαση για Brexit.

Κι όλα αυτά, ενώ σε πολύ χαμηλά ή αρνητικά επίπεδα βρίσκονται και οι αποδόσεις (επιτόκια) των ομολόγων. Υπολογίζεται, ότι τα ομόλογα με αρνητική απόδοση έφτασαν παγκοσμίως τα 13,4 τρισεκατομμύρια δολάρια και πρόκειται κυρίως για κρατικούς τίτλους και πολύ λίγα εταιρικά ομόλογα εταιρειών με πολύ υψηλή πιστοληπτική βαθμολογία.

Το μόνο σίγουρο είναι τα επιτόκια δεν μπορούν να μείνουν στο μηδέν επ΄ αόριστον.

Το πρόβλημα όμως είναι, ότι, όπως φαίνεται, το σύστημα από μόνο του δεν μπορεί να επαναφέρει τα επιτόκια σε ανοδική τροχιά, καθώς κάθε φορά που οι κεντρικοί τραπεζίτες επιχειρούν να επαναφέρουν την «κανονική» ισορροπία, οι επενδυτές αντιδρούν απότομα και εμφανίζεται ο κίνδυνος του κραχ.

Δεν αποκλείεται, λοιπόν, η αφορμή για την επαναφορά των πραγμάτων να είναι ένα εξωτερικό σοκ, που θα οδηγήσει τις εξελίξεις.

Και, δυστυχώς, στο σημείο που βρίσκονται οι διεθνείς ισορροπίες, υπάρχουν αρκετά μέτωπα, οικονομικά και γεωπολιτικά (από τις ιταλικές τράπεζες, τις αμερικανικές εκλογές μέχρι τις σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση), τα οποία μπορεί να δώσουν την αφορμή.