Παναγιώτα Μπλέτα
Η Trans-Pacific Partnership (TPP), η προτεινόμενη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ των ΗΠΑ, Ιαπωνίας και άλλων 10 κρατών του Ειρηνικού (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Χιλή, Μπρούνει, Μαλαισία, Μεξικό , Περού, Σιγκαπούρη, και Βιετνάμ), που αποτελούν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας, αποτελεί πια πραγματικότητα.
Μετά από αρκετά χρόνια και συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις, οι υπουργοί εμπορίου των χωρών μελών της ΤPP υπέγραψαν την τελική συμφωνία στις 4 Φεβρουαρίου 2016.
Οι υποστηρικτές της TPP ισχυρίζονται, ότι αποτελεί ευκαιρία για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και της απασχόλησης μέσω της επέκτασης του εμπορίου και των επενδύσεων. Το Ινστιτούτο Οικονομικών Peterson, με την συγκάλυψη της Παγκόσμιας Τράπεζας, προβλέπει, ότι οι μισθοί και τα εθνικά εισοδήματα των χωρών–μελών θα παραμείνουν αμετάβλητα, ενώ παράλληλα θα αυξηθούν οι ξένες επενδύσεις, προκειμένου να ενταθεί η ανάπτυξη.
Σύμφωνα όμως με σχετική έρευνα του αμερικάνικου πανεπιστημίου Tufts, η εφαρμογή τα συμφωνίας Trans-Pacific Partnership ή αλλιώς TPP θα οδηγήσει
*στην απώλεια περίπου 6 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας,
*στην συμπίεση μικρών και μεσαίων εισοδημάτων,
*στην μείωση της ζήτησης,
*στην αύξηση των ανισοτήτων, λόγω του ανοίγματος της ψαλίδας μεταξύ των εισοδημάτων,
όχι μόνο στις χώρες μέλη της TPP, αλλά και σε αυτές που συναλλάσσονται μαζί τους.
Παράλληλα, τομείς όπως η υγεία, η ασφάλεια των τροφίμων και το περιβάλλον θα κινδυνεύσουν λόγω της μη ρύθμισης της αγοράς με στοιχειώδεις κανόνες.
Τουναντίον η TPP υπεραμύνεται της θέσπισης κανόνων, προκειμένου για την ανεξέλεγκτη δράση των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων και την επαναφορά των μονοπωλίων από την πίσω πόρτα.
Αυτό σημαίνει μείωση της τοπικής επιχειρηματικότητας, καθώς δεν θα μπορούν να ανταγωνιστούν τα χαμηλά κόστη παραγωγής και εργασίας των πολυεθνικών που θα προέρχονται από χώρες μέλη της TPP, καθώς και έλεγχο της κρατικής επιχειρηματικότητας.
Αναντίρρητα όλα αυτά θα οδηγήσουν σε σοβαρή μείωση του δημόσιου συμφέροντος της κάθε χώρας, καθώς τα κέρδη δεν θα επενδύονται στις τοπικές κοινωνίες, αλλά θα συγκεντρώνονται στα χέρια των ξένων επενδυτών.
Ένα άλλο, εξίσου σημαντικό μειονέκτημα αυτής της συμφωνίας είναι η χειραγώγηση των νομισμάτων, που θα προέλθει μέσα από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις.
Το τραγικότερο δε όλων είναι, ότι θα υποχρεώνονται οι κυβερνήσεις να αποζημιώνουν τις πολυεθνικές για προσδοκώμενες απώλειες κερδών, σε περιπτώσεις που η αλλαγή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας αναιρεί συνεργασίες μαζί τους. Σε περιπτώσεις, δηλαδή, που οι λαοί αποφασίζουν να σταματήσουν την όποια συνεργασία μαζί τους. Διότι σταθερό περιβάλλον επενδύσεων για τη συμφωνία, ορίζεται η χειραγώγηση της κοινής γνώμης σε ότι αφορά το οικονομικό της μέλλον.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ υπεραμύνεται αυτής της συμφωνίας, καθώς έτσι θα εξασφαλίσει την οικονομική της κυριαρχία στον κόσμο, παραβλέποντας τις εξαιρετικά βλαπτικές συνέπειες που θα έχει συνολικά για το θεσμό της Δημοκρατίας.
Η TPP και η TTIP, που υποτίθεται ότι συμβάλλει την «ολοκλήρωση» της ενιαίας αγοράς εντός της Ευρωπαικής Ένωσης, ιδιαίτερα με το άνοιγμα των δημοσίων υπηρεσιών και των δημόσιων συμβάσεων σε ιδιωτικές εταιρίες, αποτελούν θανάσιμες απειλές για τις κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες του πλανήτη.
Στόχος τους είναι να παραμερίσουν τις κανονιστικές ρυθμίσεις, που εμποδίζουν την ανεξέλεγκτη κερδοφορία των πολυεθνικών εταιριών, που δρουν και στις δύο περιοχές που κινούνται. Αυτές οι ρυθμίσεις αφορούν το περιβάλλον, τα εργασιακά δικαιώματα, τους κανόνες ασφαλείας των τροφίμων (βλέπε μεταλλαγμένα τρόφιμα), τους κανονισμούς για την χρήση χημικών τοξικών ουσιών, τους νόμους για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο, καθώς και τις τραπεζικές συναλλαγές.
Το εξωφρενικό δε είναι, οι όλες οι διαπραγματεύσεις καθίστανται απόλυτα μυστικές, έτσι ώστε οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι της κάθε χώρας στην Ευρωπαική Ένωση να μην έχουν πρόσβαση για παράδειγμα στις απαιτήσεις των ΗΠΑ για την απορρύθμιση της αγοράς της, παρά τις φοβερές επιπτώσεις που θα έχει στη ζωή των ψηφοφόρων τους.
Αυτό συμβαίνει για να μην εγείρονται αντιδράσεις από την κοινή γνώμη, απέναντι σε αυτές τις απαιτήσεις. Πιο υποταγμένες κοινωνικές και οικονομικές αγορές δεν θα μπορούσαν να σχεδιασθούν, από αυτές που προβλέπουν και οι δύο συμφωνίες.