6 Μαρ 2016

Το πρόβλημα ήταν και παραμένουν τα μνημόνια κ. Τσίπρα


Θέμης Τζήμας
 

Όποτε ο πρωθυπουργός βρίσκεται μπροστά στα επίχειρα της πολιτικής του και της υπογραφής του, ανακαλύπτει το νέο «αντίπαλο» της εβδομάδας. 
Η δε πολεμική του εναντίον του ΔΝΤ τείνει να καταστεί νούμερο επιθεώρησης.

 Πριν λίγους μήνες «έφευγε», μετά βγήκε ο υπουργός οικονομικών και διαβεβαίωσε ότι δε θέλουμε να πάει πουθενά και τώρα, που η διαπραγμάτευση «παραχώρηση κυριαρχίας στο Αιγαίο και αποδοχή του κλεισίματος των συνόρων για μείωση χρέους» αποτυγχάνει όπως ήταν αναμενόμενο, ο Αλέξης Τσίπρας θυμήθηκε και πάλι, ότι το πρόβλημα είναι - όχι τα μνημόνια αλλά - το ΔΝΤ.

Είναι περιττό να θυμίσουμε, βεβαίως, ότι το ΔΝΤ βρίσκεται μετά το καλοκαίρι στην Ελλάδα ως μέλος του κουαρτέτου με υπογραφή Τσίπρα, όπως και ότι μέχρι πρότινος ήταν από τους «καλούς», δεδομένου ότι θέτει το ζήτημα της διαγραφής μέρους του χρέους. Αυτό που είναι σημαντικότερο να θυμόμαστε, έχει να κάνει με το ότι από το 2010, η Ελλάδα δεν είχε ποτέ μια κυβέρνηση, που να μιλήσει με τη γλώσσα της αλήθειας: η χώρα βρίσκεται σε απανωτά προγράμματα, που είναι αδύνατο να βγάλουν το λαό από την κρίση, είτε συμμετέχει το ΔΝΤ είτε όχι, διότι βασίζονται στην υπόθεση ότι η ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας θα βελτιωθεί μέσω εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή φτωχοποίησης και προσέλκυσης επενδύσεων μέσω εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων, οι οποίες στην πραγματικότητα συνιστούν αποεπενδύσεις εξαιτίας των συνθηκών συρρίκνωσης των αξιών και διαφυγής υπαρκτών ή εν δυνάμει κερδών από την εθνική οικονομία, που οι ιδιωτικοποιήσεις αν δεν προκαλούν, τουλάχιστον επιτείνουν.

Αντί, δηλαδή, η εθνική οικονομία να μπει σε ένα πρόγραμμα ενίσχυσης της εσωτερικής ζήτησης και σχεδιασμένης ανασυγκρότησης, που αναγκαστικά απαιτεί ισχυρές δημόσιες επενδύσεις και δημόσια εργαλεία, γίνονται τα ακριβώς αντίθετα. Η απάντηση στο γιατί ακολουθείται μια καταφανώς αντίθετη προς τα συμφέροντα της εθνικής οικονομίας πολιτική, είναι, διότι η ελληνική οικονομία (και όχι μόνο) δεν προορίζεται να παραμείνει μια εθνική οικονομία ενταγμένη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, αλλά να καταστεί μια περιφερειακή οικονομία με γεωγραφικό σημείο αναφοράς τον ελλαδικό χώρο, παράρτημα ενός υβριδικού, ανισομερούς, εθνικό-υπερεθνικού σχηματισμού. 

Τα μνημόνια συμπυκνώνουν ακριβώς αυτό το δομικό μετασχηματισμό, που είναι ταυτόχρονα εξωγενής (η νεοαποικιακή εξάρτηση) και ενδογενής (ένα τμήμα της εγχώριας ολιγαρχίας κερδίζει χάρη στον εφαρμοσμένο νεοφιλελευθερισμό, δηλαδή χάρη στον κρατικό[1] καπιταλισμό που ασκείται προς όφελος των κυρίαρχων μερίδων του κεφαλαίου). Η διπλή αφετηρία με κυρίαρχους τους εξωγενείς λόγους, συναντιέται στην υποστήριξη των μνημονίων και του ευρώ ως εργαλείου μονιμοποίησης της μνημονιακής κατάστασης, ακόμα και μετά το τυπικό τέλος τους, αν ποτέ αυτό έρθει.

Ο δημοσιονομισμός δε, ως εμμονική προσήλωση στο χρέος, πέρα από ευρωπαϊκό φετίχ λόγω Γερμανίας, συνιστά το πρόσχημα μεταφοράς κυριαρχίας εξαιτίας άκαμπτων υποτίθεται κανόνων. Εξ ου και προβάλλεται διαρκώς είτε σαν καρότο είτε σα μαστίγιο, προκαλώντας εμμονές και σε τμήματα της αριστεράς ή της προοδευτικής διανόησης δυστυχώς.

Όλα αυτά είναι γνωστά και σαφή σε όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 και μετά. Κάθε μία εξ αυτών, ωστόσο, όταν βρέθηκε μπροστά στο δύσκολο δρόμο της σύγκρουσης και στον εύκολο για την ίδια της υποταγής, που διασφαλίζει τη διετή σύμβαση πρωθυπουργικής εργασίας και τα αντίστοιχα οφέλη από τη νομή της εξουσίας επέλεξε το δεύτερο δρόμο. 

Φαντάζει απλοϊκό, αλλά δεν είναι: πήρε πάνω από 20 χρόνια, προκειμένου να διαμορφωθεί ένα σύστημα εξουσίας τόσο ολοκληρωτικό και ολοκληρωμένο, ώστε να μπορεί να ελέγξει με πολλούς τρόπους ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων, με τόσο διαφορετικές αφετηρίες. Έτσι φτάσαμε, για παράδειγμα, έξι πολιτικοί αρχηγοί και ένας πρόεδρος της δημοκρατίας να συμφωνούν, ότι η Ελλάδα δε θα χρησιμοποιήσει το μοναδικό όπλο που διαθέτει, αυτό του βέτο, για να προασπίσει τα συμφέροντά της, τον ανθρωπισμό και τις ευρωπαϊκές συνθήκες.  
Έτσι καταλήξαμε σε έναν πρωθυπουργό, που από το σκίσιμο των μνημονίων ορκίζεται στην πιστή εφαρμογή τους με όποιο κόστος και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Το πρόβλημα εν τέλει  στον πυρήνα του δεν είναι πολύ διαφορετικό από αυτό σε πολύ πιο αναπτυγμένες οικονομίες και χώρες: μια ελίτ κατέχει τα ΜΜΕ, τα μέσα παραγωγής, την πολιτική και κρατική εν γένει εξουσία και αναπαράγεται βάσει αυτών των εργαλείων εις βάρος της πλειοψηφίας, διαμορφώνοντας συνθήκες εντεινόμενης ανισότητας και ανορθολογισμού. Βεβαίως, σε κάθε περίπτωση είναι διαφορετικής αξίας τα απομεινάρια που πέφτουν από το τραπέζι της ελίτ. Όμως το πρόβλημα και της δικής μας χώρας είναι πρόβλημα εξουσίας, που στην ελληνική περίπτωση και στο σήμερα, συμπυκνώνεται στην εξακολούθηση της εφαρμογής των μνημονίων. Αυτά αναπαράγουν και εντείνουν το χάσμα μεταξύ της εξουσίας που ολοένα περισσότερο φεύγει από τα χέρια των πολλών υπέρ των λίγων. Των μέσα υπέρ των έξω.

Ο κος Τσίπρας το ξέρει αυτό. Παλιότερα το έλεγε. Σήμερα πια δεν τολμά να το πει, γιατί είναι συνένοχος. Εξ ου και προτιμά το ρόλο του τροχονόμου εντός της εξουσίας των ελίτ. Ψυχάρης ή Κουρής; Πρετεντέρης ή Χατζηνικολάου; Σόιμπλε ή Τόμσεν; ΕΚΤ ή ΔΝΤ; Τα ψευτοδιλήμματα και οι δήθεν μάχες όσων εγκατέλειψαν την αλήθεια και περιφέρονται σαν κύμβαλα αλαλάζοντα της εξουσίας.  

Όποιος θέλει να κρύψει μια εικόνα και δεν μπορεί να τη συσκοτίσει πλήρως, εμμένει σε μια λεπτομέρειά της. Δεν είναι το ΔΝΤ λοιπόν. Το πρόβλημα κε Τσίπρα ήταν και παραμένουν τα μνημόνια.

[1] Δε χρησιμοποιώ τον όρο κρατικός καπιταλισμός, για να περιγράψω έναν καπιταλισμό με απουσία ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά τον καπιταλισμό εκείνο όπου το κράτος παρεμβαίνει δραστικότατα και πολύπλευρα, ως εξουσιαστικός και αναδιανεμητικός μηχανισμός, προκειμένου να διασφαλίσει την κυριαρχία των ελίτ και την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων, οι οποίες δεν προκύπτουν φυσικά, δηλαδή ως ιστορική αναγκαιότητα, αλλά επιβάλλονται, πνίγοντας την ιστορική εξέλιξη. Εξ ου και ο εφαρμοσμένος νεοφιλελευθερισμός συνιστά εν τέλει ένα παρά φύσιν σύστημα.

* Ο Θέμης Τζήμας ήταν υποψήφιος Βουλευτής ΛΑΕ, Α' Θεσσαλονίκης.