27 Μαρ 2016

Το σύνδρομο της 17ωρης διαπραγμάτευσης


Θέμης Τζήμας
Προσφάτως αντάλλαξα κάποια μηνύματα, με στέλεχος που βρίσκεται σε θέση ευθύνης σε ένα υπουργικό γραφείο της νυν κυβέρνησης. 
Στην κριτική μου επί της κυβερνητικής πολιτικής μου απάντησε αφενός περίπου ότι δε δέχεται κριτική σε
 
 θέματα δικαιωμάτων, αρχών κλπ και αφετέρου ότι δουλεύει εδώ και πολύ καιρό 15 ώρες ημερησίως.

Δεν πρόκειται για τη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο: μετά το καλοκαίρι και τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος ακολουθούν μια πορεία μνημονιακού ΠΑΣΟΚ: θεωρούν αυτονόητη την ηθική και πολιτική υπεροχή τους, σαν να είναι τίτλος που απονέμεις στον εαυτό σου, εφ' όρου ζωής και γενικής δικαίωσης το να αυτο-αποκαλείσαι αριστερός, ασχέτως του τι κάνεις και ποια πολιτική υπηρετείς. Επιπροσθέτως δε, μετά τη 17ωρη διαπραγμάτευση Τσίπρα, με τα γνωστά αποτελέσματα, οι πολλές ώρες (πραγματικής ή υποτιθέμενης και σε κάθε περίπτωση επαρκώς αμειβόμενης) δουλειάς προβάλλονται, σαν να είναι ιστορικά μοναδική η πολύωρη εργασία κυβερνητικών στελεχών,  που μάλιστα θα πρέπει να αξιολογείται ως θετική και επαρκής, ασχέτως της αποτελεσματικότητάς της.

Ενοχικό σύνδρομο

Πρόκειται (στην καλύτερη περίπτωση) για ένα ενοχικό, αμυντικό-επιθετικό σύνδρομο απέναντι στην ήττα (με την έννοια της προσωπικής και συλλογικής ματαίωσης), που επειδή δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια, ωθεί σε έναν κυνικό καριερισμό. Πολλά από αυτά τα στελέχη ξεκίνησαν με τις καλύτερες προθέσεις. Λυγίζοντας μπροστά στις δυσκολίες, την προδοσία του Τσίπρα και της ομάδας του διαμόρφωσαν μια προσωπική αυταπάτη, που προσεγγίζει την κακόπιστη συνείδηση, προσχωρώντας τελικά σε έναν αντιδραστικό ιδεαλισμό, ο οποίος θεμελιώνεται στην αυτονόητη “αριστεροσύνη” και στην αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, υποτιθέμενη εργατικότητα. Άνθρωποι, που κατά τα άλλα περιφέρουν δεξιά κι αριστερά, ότι ανήκουν στην αριστερή παράδοση, αποσπούν το ποιοι είναι, από το τι κάνουν, προκειμένου να φτιάξουν μια εσωτερική γραμμή άμυνας απέναντι στην προσωπική και συλλογική τους ματαίωση.

Η αυτοκριτική αποδεικνύεται μια δύσκολη δοκιμασία, που όσο και αν την έχει αναδείξει η αριστερά ιστορικά, δύσκολα μπορεί να υλοποιηθεί και που εύκολα εκμηδενίζεται μπροστά στα θέλγητρα της εξουσίας - μισθός, δημοσιότητα κλπ. Από τη στιγμή βέβαια που διαμορφώνει κανείς μια τέτοια εσωτερική άμυνα, η διαδρομή μέχρι τη δικαιολόγηση κάθε επιθετικής ενέργειας, από το κόψιμο συντάξεων και μισθών έως την περιφρούρηση των εκδηλώσεων με ΜΑΤ και από την Ειδομένη και τα κλειστά κέντρα κράτησης, έως τα λουλούδια με τον Νταβούτογλου καλύπτεται σε ελάχιστο χρόνο.

Ύποπτη η κριτική

Η κριτική και ιδίως εξ αριστερών αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο που την αντιμετώπιζε το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ: αρχικά ως αφελής, μετά ως ανεύθυνη και έπειτα ως ταυτόσημη με την κριτική εκ δεξιών, δηλαδή ως ύποπτη και προβοκατόρικη. Το ίδιο και οι εξ αριστερών αντίπαλοι: βιώνουν την ισχυρότερη αντίθεση, διότι δεν μπορούν εύκολα να κατηγοριοποιηθούν ως ανήκοντες στο δεξιό παρελθόν, που τόσο εύκολα επικαλείται το δεξιό παρόν, προκειμένου να δικαιολογεί την ήττα του.

Είναι χρήσιμο να μελετήσει κανείς αυτή τη στρέβλωση, αυτή τη βαθιά αλλοτρίωση. Δεν ξεκίνησε με το ΣΥΡΙΖΑ, ούτε θα τελειώσει με την πτώση του. 
Η ταχύτητα, όμως, με την οποία κατέλαβε τα εν λόγω στελέχη σε σύγκριση με προηγούμενους σχηματισμούς, αποδεικνύει, πόσο πιο εύκολα αλλοτριώνεται ένας μηχανισμός, που για δεκαετίες λειτουργούσε χωρίς ισχυρή κοινωνική γείωση. Και, επιπλέον, προκειμένου να διαπιστώσει κανείς τη δυνατότητα της εξουσίας να διαμορφώνει πέραν όλων των υπολοίπων και βολικά άλλοθι προς χρήση από τους πρόθυμους υπηρέτες της.