12 Ιαν 2016

Τσίπρας - Μητσοτάκης: (ενδό-) νεοφιλελεύθερη σύγκρουση και στο βάθος συνεργασία


Του Θέμη Τζήμα
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρωστάει ευγνωμοσύνη στον Αλέξη Τσίπρα. 
Αν ο τελευταίος δεν είχε διακηρύξει με κάθε τρόπο, ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από αυτόν του εφαρμοσμένου νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή των μνημονίων, ο Κυριάκος...
 
 Μητσοτάκης και πολλοί άλλοι ιδεολογικά ή "τυχοδιωκτικά" νεοφιλελεύθεροι  (Γιώργος Παπανδρέου, Λουκάς Παπαδήμος, Αντώνης Σαμαράς, Βενιζέλος, Στουρνάρας κλπ) δε θα είχαν αναβαπτιστεί και δε θα είχαν ξεπλυθεί ποτέ.

Θα παρέμεναν μειοψηφικοί στους χώρους τους και θεωρούμενοι ως συνταγές αποτυχίας. Επιπλέον, αν ο πρωθυπουργός δεν είχε χρίσει την ακραία, λαϊκή δεξιά σταθερό σύμμαχό του, σχετικά πιο δύσκολα θα εκλεγόταν σήμερα πρόεδρος στην αξιωματική αντιπολίτευση, με κεντρώο υποτίθεται προφίλ αλλά και με ξεκάθαρους συμμάχους από τον ακροδεξιό συρφετό της ΝΔ - χωρίς τα παραπάνω να σημαίνουν, ότι και ο Ε. Μεϊμαράκης στην πράξη είναι διαφορετικός.

Από τη στιγμή όμως που ένας πρωθυπουργός, ο οποίος εξελέγη στο όνομα της αριστεράς, ένθερμα υπηρετεί, όσα ο ίδιος κατήγγειλε ως νεοφιλελεύθερο πραξικόπημα και όσους ονομάτιζε εκβιαστές, εξαπολύοντας επιπλέον ανηλεή πόλεμο μέσα από έναν ατελείωτο κιτρινισμό σε όποιον του ασκεί εξ αριστερών κριτική, ο νεοφιλελευθερισμός "φτιασιδώθηκε", ευπρεπίστηκε και έπαψε να φαντάζει συνταγή αποτυχίας. Αντιθέτως, θεωρήθηκε από τα μέλη της ΝΔ (και ίσως αποδειχτεί πρόσκαιρα μια εκλογικά ορθή πρόβλεψη), ότι ένας γνήσιος νεοφιλελεύθερος μπορεί να κερδίσει, κάποιον που ασπάστηκε το νεοφιλελευθερισμό ορμώμενος από τυχοδιωκτικά κίνητρα.

Η απόπειρα και των δύο προέδρων θα είναι πλέον, να στήσουν ένα σκηνικό σύγκρουσης, με το μεν επιτελείο Τσίπρα να προσπαθεί να αναστήσει το αντιδεξιό αίσθημα που καρπωνόταν το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του '80, το δε επιτελείο Μητσοτάκη να προσπαθεί να εμφανιστεί ως προστάτης τμήματος της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και ως εγγυητής της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Πρόκειται για επικοινωνιακή φούσκα εκατέρωθεν, που θα καταρρεύσει σύντομα, παρότι ένα μέρος του εγχώριου συστήματος εξουσίας θα προσπαθήσει να τη συντηρήσει, προκειμένου να κρατήσει τη ΝΔ ως συστημικό μαξιλάρι υποδοχής δυσαρέσκειας. Το μεν επιτελείο Τσίπρα λησμονεί, ότι το αντιδεξιό αίσθημα που καρπώθηκε το ΠΑΣΟΚ για πολλά χρόνια, είχε συγκεκριμένη υλική και επακόλουθα ιδεολογική βάση, που χτίστηκε από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ μέσα από μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία.

Αν ο Α. Παπανδρέου είχε αποδειχτεί δεξιότερος του Καραμανλή ή αν είχε προσχωρήσει στο νεοφιλελευθερισμό, όπως έπραξε ο Αλέξης Τσίπρας, θα είχε εξαφανιστεί από το πολιτικό προσκήνιο μαζί με το ΠΑΣΟΚ μέσα σε ελάχιστα χρόνια. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την άλλη, μετά από κάκιστες υπουργικές θητείες, οσμές σκανδάλων, όντας σάρκα από τη σάρκα της παρασιτικής ελίτ της χώρας και έχοντας άμεση συμμετοχή σε μνημονιακές κυβερνήσεις που ρήμαξαν τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και τους ελεύθερους επαγγελματίες, παριστάνει το μεταρρυθμιστή, επειδή απέλυε καθαρίστριες και επειδή έθετε σε διαθεσιμότητα δημοσίους υπαλλήλους με ποσόστωση.

Κυρίως, όμως, και οι δύο, όχι μόνο έχουν αποδεχτεί, αλλά αποτελούν στα κόμματά τους, τους κατεξοχήν εκφραστές και εγγυητές υλοποίησης της ίδιας, μνημονιακής πολιτικής. Είναι το ίδιο εξαρτημένοι και αναλώσιμοι από το ντόπιο και ξένο σύστημα εξουσίας. Γι' αυτό και αν δεν καταρρεύσουν απότομα και γρήγορα, θα οδεύσουν πιθανότατα εν τέλει σε κάποια μορφή συνεργασίας στα δύσκολα, είτε πριν, είτε μετά από εκλογές. Άλλωστε, ο πρωθυπουργός επιδιώκει ήδη "παρά φύση" συναινέσεις, βάσει των όσων ο ίδιος προεκλογικά έλεγε.

Και οι επαγγελματίες "αντί- λαϊκιστές", που όπου δουν συναίνεση γύρω από τα συμφέροντα των δανειστών, των τραπεζιτών, των βιομηχάνων και των εργολάβων τρέχουν, δύσκολα θα μπορούν να αποκρούουν για πολύ τέτοιες δελεαστικές προτάσεις, ακόμα και αν επιδιώκουν αλλαγή φρουράς στη διαχείριση των μνημονίων. 

Θα δούμε εν κατακλείδι ανταγωνισμό Τσίπρα - Μητσοτάκη, αλλά θα είναι για τον καλύτερο διαχειριστή της ίδιας πολιτικής και στο (όχι πολύ μεγάλο) βάθος, συνεργασία για να μείνει σταθερά ο λαός κάτω από τις μνημονιακές πολιτικές.