Του Νίκου Ράπτη
Καλοσυνάτοι, ευγενικοί και πάντα πρόθυμοι να σε βοηθήσουν για ότι τους πεις.
Αυτούς τους επαγγελματίες, λοιπόν, έβαλε στο μάτι του το τρίτο μνημόνιο, το οποίο ετοιμάζεται να καταργήσει τις μεταβιβάσεις περιπτέρων έτσι ώστε μετά τον θάνατο των δικαιούχων...
το περίπτερο να επιστρέφει στο δημόσιο. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να καταστρέψει τον κλάδο του περιπτερά και να βάλει λουκέτο σε περισσότερες από τις μισές των υπαρχουσών επιχειρήσεων.
Περιπτεράδες λοιπόν. Εκτός από το ότι είναι το πρώτο GPS που λειτούργησε στην Ελλάδα, αυτή η κατηγορία επαγγελματιών προσφέρει πραγματικά στην κοινωνία. Τους έβρισκες ανοικτούς οποιαδήποτε στιγμή τους χρειαζόσουν για να αγοράσεις αυτοκόλλητα με ποδοσφαιριστές, μια σοκολάτα στα γρήγορα, ένα πακέτο τσιγάρα και οτιδήποτε άλλο είχες ανάγκη. Πάντα τίμιοι στα ρέστα (ακόμα κι αν έκανες εσύ λάθος, πάντα στα έδιναν ακριβώς). Νταξ, όχι όλοι...
Μαθηματικά μυαλά ακόμα και στους πιο δύσκολους υπολογισμούς, δε θα τους δεις ποτέ να βγάζουν κομπιουτεράκι. Ακόμα και με πενηντάρι -που λέει ο λόγος- να πας για ένα κουτάκι τσίχλες θα βρουν να στο χαλάσουν. Θα ιδρώσουν, θα αγωνιστούν, θα βρουν τάλιρα, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι θα στο χαλάσουν.
Και δεν κινδυνεύεις να πάθεις κάτι τέτοιο γιατί δεν έχουν καρότσια.
Το πρώτο, λοιπόν, περίπτερο που εμφανίστηκε στη χώρα μας με τη μορφή που τα γνωρίζουμε σήμερα, ήταν καπνοπωλείο, κάπου στο Ναύπλιο (όταν εκείνο ήταν πρωτεύουσα της Ελλάδας).
Η πρώτη προσθήκη (εκτός καπνού) ήταν το φιλολογικό περιοδικό με την ονομασία ''Ίρις''. Έπαιρναν άδειες κυρίως τραυματίες πολέμου. Λίγο μετά, ήρθαν και στην Αθήνα.
Το φθινόπωρο του 1911 έκανε την εμφάνιση του στην οδό Πανεπιστημίου ένα ξύλινο κουβούκλιο που πουλούσε ελάχιστα περιοδικά, εφημερίδες και καπνό.
Δυο δεκαετίες αργότερα ένα περίπτερο στην οδό Σταδίου θα κάνει την πρώτη «βιτρίνα», κλείνοντας τις δυο πλαϊνές πτέρυγες του εκθέτοντας αντικείμενα όπως γυαλιά και είδη ξυρίσματος.
Μέχρι και στον τομέα του... κουτσομπολιού ήταν εκείνοι που πρωτοτύπησαν κατά τη δεκαετία του '60: Τότε που δεν υπήρχαν τηλέφωνα, αλλά εκείνοι είχαν από ένα μέσα στο κουβούκλιο τους. Τους έδινες κέρματα για να επικοινωνήσεις με συγγενείς στο χωριό, όσο εκείνοι έστηναν αυτί στη συζήτηση.
Δεκαετία του '70 μπήκαν και τα πρώτα ψυγεία, εξέλιξη που μεγάλωσε και τη διάσταση τους.
Τώρα πια πουλάνε ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Μερικά από αυτά έχουν μετατραπεί σε μίνι... μίνι-μάρκετ, ενώ οι τιμές τους είναι ελάχιστα πιο τσιμπημένες από αυτά. Τουλάχιστον, αυτοί μετά τις 12 δεν πολλαπλασιάζουν τις τιμές τους όπως κάποιοι άλλοι (φίλε ταξιτζή, δεν εννοώ εσένα σε καμία περίπτωση).