28 Φεβ 2013

Πρωτογενές πλεόνασμα και πολιτικό πρόβλημα


Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΓΓΕΛΙΑ πρωτογενούς πλεονάσματος σε 1,5% του ΑΕΠ από τα τέλη του 2012, η κυβέρνηση πανηγυρίζει, προσδοκώντας να το αυξήσει σε 4,5% του ΑΕΠ. 

Καθησυχάζουν οι δανειστές, οι αγορές, οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες.
Μετά τη Γερμανίδα ομόλογό του, ο Γάλλος πρόεδρος...

Ολάντ εκτίμησε, ότι η χώρα βρίσκεται στο σωστό δρόμο. 

Ωστόσο, όπως επισημαίνει το Bloomberg, σε συνθήκες πρωτογενούς πλεονάσματος, αυξάνεται και δεν μειώνεται η οικονομική, πολιτική, κοινωνική αστάθεια της χώρας. Οσοι σήμερα θριαμβολογούν θα όφειλαν να ανησυχούν, εάν συνυπολόγιζαν το πρωτοφανές και δυσβάσταχτο κόστος της ελληνικής δημοσιονομικής εξισορρόπησης, το κατά πόσον αυτό είναι διατηρήσιμο στο άμεσο μέλλον και κυρίως τις γλίσχρες προοπτικές οικονομικής σταθεροποίησης, που μέσω αυτού προδιαγράφονται.
 

Ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός είναι ασφαλώς προτιμότερος από τον ελλειμματικό. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η άμεση ισοσκέλιση με ανυπολόγιστο κόστος είναι προτιμότερη από τη βαθμιαία. Ομοίως, αυτό δεν σημαίνει, ότι το δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι προτιμότερο από την ισοσκέλιση, ιδίως σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης. 
Εάν το δημόσιο έλλειμμα σημαίνει εισαγωγή πρόσθετων πόρων στην οικονομία, το δημόσιο πλεόνασμα σημαίνει ακριβώς το αντίθετο: αφαίρεση πόρων από την οικονομία. Με το πλεόνασμα, η οικονομία αποδυναμώνεται και συρρικνώνεται, η ύφεση επιδεινώνεται, η ανεργία εκτινάσσεται, λόγω της προνομιακής εξυπηρέτησης των δανειστών. Οσο το πλεόνασμα αυξάνεται τόσο αποσταθεροποιείται η οικονομία και εκτινάσσεται η ανεργία. Με το δημόσιο έλλειμμα το κράτος εισάγει στην οικονομία περισσότερο χρήμα απ' όσο αφαιρεί από αυτήν. Με την ισοσκέλιση, το κράτος εισάγει στην οικονομία όσα ακριβώς αφαιρεί από αυτήν, ενώ με το πλεόνασμα το κράτος αποσπά από την οικονομία περισσότερα από όσα της επιστρέφει μέσω των δημόσιων δαπανών.  
Για την απεμπλοκή από τη σημερινή βαθιά ύφεση, η χώρα χρειάζεται κατεπείγουσα αλλαγή πλεύσης με αύξηση των δαπανών. Εν τούτοις, η λογική του πρωτογενούς πλεονάσματος βασίζεται -αντίθετα- σε αδιάκοπη και ατελείωτη περικοπή αυτών.
 

Ο απολογισμός της πρόσφατης 4ετίας δείχνει, ότι το σημερινό πλεόνασμα δεν προήλθε από αύξηση εσόδων, αφού αυτά, παρά τις ανηλεείς φορολογικές επιθέσεις κατά του λαϊκού εισοδήματος, δεν κατέστη δυνατόν να αυξηθούν αλλά μειώθηκαν συνολικά κατά 5 δισ. ευρώ. Οσο αυξάνονται οι φορολογικές επιθέσεις τόσο λιγότερα αποδίδουν, αφού προκαλούν όλο και βαθύτερη ύφεση. Η δημοσιονομική ισοσκέλιση βασίστηκε κυρίως στις περικοπές δαπανών, κατά 24,3% στην τετραετία, δηλαδή όσο και η συνολική απώλεια στο εθνικό εισόδημα της χώρας. Κάθε περικοπή δαπάνης, είτε δημόσιας είτε ιδιωτικής, συνδέεται άμεσα με την εκτίναξη της ανεργίας. Εάν οι περικοπές συνεχιστούν, μπορεί το «πλεόνασμα» να αυξηθεί, ενώ βέβαια η οικονομία και οι συντελεστές της θα… αναπαύονται στα κοιμητήρια. Εάν η εικόνα θεωρηθεί υπερβολική, ας αντικατασταθεί με την ισοδύναμη της ανεργίας στο ύψος του 31,5% και του 60% για νεανικούς πληθυσμούς. Ο εξοβελισμός της οικονομίας και της κοινωνίας στην κόλαση ως συντελεστής προσαρμογής για τη δημοσιονομική ισοσκέλιση και αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος.
 

Με τις συμφωνίες επαναγοράς ομολόγων από τον Φεβρουάριο του 2012, οι ιδιώτες πιστωτές της χώρας αποδέχθηκαν να μεταθέσουν για μετά το 2023 την ωρίμανση των τίτλων τους, αλλά αυτοί κατέχουν πλέον μικρό μέρος του ελληνικού χρέους, αφού έχουν ήδη τοποθετήσει το υπόλοιπο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το μέγιστο μέρος βρίσκεται πλέον στη διάθεση των «επίσημων» φορέων, οι οποίοι αποδέχθηκαν 15ετή παράταση για τις απαιτήσεις τους. Ωστόσο, παρά το moratorium στην ωρίμανση ιδιωτικών και «επίσημων» απαιτήσεων, η χώρα συνεχίζει να καταβάλλει προς αμφότερες τόκους, που δεν προσμετρώνται στο αποτέλεσμα του πρωτογενούς ισοζυγίου. Μπορεί οι πληρωμές τόκων και χρεολύσιων να κινούνται σήμερα σε χαμηλότερα επίπεδα από τα εφιαλτικά του 2011, αλλά η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η οικονομία, εξαιτίας των αρπακτικών πληρωμών, είναι σήμερα πολύ χειρότερη και η ικανότητα αποπληρωμής έχει συρρικνωθεί όσο ποτέ άλλοτε. Κάθε μονάδα αύξησης του πρωτογενούς πλεονάσματος συνεπάγεται επέκταση της ανεργίας σε δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους.
 

Με το πρωτογενές πλεόνασμα, η κυβέρνηση μετατρέπει το οικονομικό πρόβλημα σε πολιτικό. 
Αφού δεν απειλείται πλέον η ύπαρξη της χώρας ούτε η έξοδος από την Ευρώπη, η κοινή γνώμη απελευθερώνεται από εκβιαστικά διλήμματα και μπορεί να επιλέγει με μεγαλύτερη ελευθερία: προτεραιότητα στην ικανοποίηση των δανειστών, με διαιώνιση της κοινωνικής εκατόμβης στη χώρα ή στην επιβίωση των απλών ανθρώπων, που συνεχίζουν να πληρώνουν τα σπασμένα για κάποια «πάρτι», στα οποία δεν έχουν λάβει μέρος ούτε καν ως εκ του μακρόθεν θεατές;

* Ο Κώστας Βεργόπουλος είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης