Tου Παντελή Mπουκάλα
Για να χαλαρώνει, όταν βασανιζόταν με το «Κεφάλαιο», ο Καρλ Μαρξ πρόσθετε κάθε τόσο μια παράγραφο, στο σύντομο εντέλει «Εγκώμιο του εγκλήματος» που έγραφε.
Ενίσχυσε έτσι με ένα ακόμα τυπικά παράδοξο εγκώμιο τη χορεία των ήδη διασήμων, που απαρτιζόταν από το «Μωρίας εγκώμιον» του...
Εράσμου, το «Φαλάκρας εγκώμιον» του Συνέσιου του Κυρηναίου, απαντητικό στο «Κόμης εγκώμιον» του Δίωνα από τη Βιθυνία, το «Ελένης εγκώμιο» του Γοργία και τα δύο του Λουκιανού, το «Μυίας εγκώμιον» και το «Πατρίδος εγκώμιον».
Ακόμα και αν σε ορισμένες περιπτώσεις πρόκειται για ασκήσεις ύφους ή για τερπνά παίγνια με τα όρια της ρητορικής, το ενδιαφέρον δεν λείπει. Και δεν είναι αποκλειστικά λογοτεχνικό.
Αναποδογυρίζοντας λοιπόν τα πράγματα, όπως το συνήθιζε, ο Γερμανός φιλόσοφος, επί της ουσίας, απέδειξε, ότι ισχύει απολύτως το ρηθέν «ουδέν κακόν αμιγές καλού».
Μείζον κακό το έγκλημα (ατομικό ή μαζικό, ωμό ή με ιδεολογική επικάλυψη), δεν παύει να είναι κινητήριος μοχλός της οικονομίας και της ιστορίας, όπως δείχνουν οι δολοφονίες κοσμικών και θρησκευτικών ηγεμόνων σε κάθε εποχή, αλλά και οι πόλεμοι, για ιερούς πάντοτε σκοπούς.
Αίμα καίει η μηχανή της Ιστορίας, ακόμα και στους καιρούς της ειρήνης.
Οφελος οι γιατροί και οι νοσοκόμοι, που περιθάλπουν τους τραυματίες.
Κέρδος οι μηχανικοί, οι εργολάβοι, οι οικοδόμοι, αφού όλο και κάποια φυλακή χτίζεται ή ανακαινίζεται.
Οφελος και η Δικαιοσύνη, που υποχρεούται να ανανεώνει συνεχώς το νομικό της οπλοστάσιο.
Οφελος και οι διωκτικοί μηχανισμοί, που πρέπει να εκσυγχρονίζουν τον οπλισμό τους, προς χαράν των κατασκευαστών και εμπόρων.
Πώς βλέπουμε τώρα μαζί με την εξέλιξη του ηλεκτρονικού εγκλήματος να αναπτύσσονται και οι τεχνικές της ηλεκτρονικής παρακολούθησης, ενίοτε χωρίς μέριμνα για το σεβασμό της νομιμότητας;
Δεν είναι ανάγκη να προσκυνάμε τα γραπτά του Μαρξ ή οποιουδήποτε άλλου. Αλλά, να.
Η σκέψη ότι το έγκλημα, έστω υπό την ημιανεκτή μορφή της παραοικονομίας, είναι λίθος ακρογωνιαίος του νεοελληνικού οικοδομήματος δεν μοιάζει τόσο παράλογη, έστω κι αν κανένα εγκώμιο δεν της αξίζει. Οταν λοιπόν ακούει κανείς να καταγγέλλεται δριμύτατα, ότι στους χίλιους επιδοτούμενους τυφλούς οι μισοί έχουν γερακίσιο βλέμμα· ότι άνθρωπός τις, και δη αστυφύλαξ, έπαιρνε επί χρόνια επιδόματα για δεκαεννιά παιδιά κι ας είχε μόνο δύο· ότι συμμορία απαρτιζόμενη από καμιά πενηνταριά ξεφτέρια διαφόρων ειδικοτήτων μοίραζε πλουσιοπάροχα αναρρωτικές και επιδόματα εις υγείαν των κορόιδων· ότι οι απώλειες από τη φοροκλοπή είναι κάμποσα δισεκατομμύρια το χρόνο, σκέφτεται πως η μομφή είναι δίκαιη αλλά ξεθυμασμένη.
Γιατί όλα αυτά τα καταγγελλόμενα δημιούργησαν το φάντασμα με το όνομα ισχυρή ή επανιδρυμένη Ελλάδα. Δεν ξέραμε όλοι ότι συμβαίνουν. Αλλά κάποιοι ήξεραν.
Δίχως τα επιδόματα τυφλότητας σε αετομάτηδες ή αναπηρίας σε μποντιμπιλντεράδες, με τα οποία και οι πονηροί ιδιώτες έκαναν μια χαρά τη δουλειά τους, αλλά και οι μεσολαβούντες κουτοπόνηροι πολιτευτές καλόπιαναν την πελατεία τους· δίχως τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια σε κτηνοτρόφους που άλλο τετράποδο από τον γκέκα τους δεν είχαν· δίχως το επίδομα τοκετού σε άρρενες και τη συνεχιζόμενη σύνταξη σε προ ετών τεθνεώτες (εδώ πάντως το ρεκόρ το έχει ένας Ιάπων, που είχε βάλει στην κατάψυξη τον πεθαμένο πατέρα του, και όχι από την πολλή αγάπη παρά για να μη χάσει τα γιεν της σύνταξής του)· δίχως τα ποικίλα γρηγορόσημα και τα προωθητικά φακελάκια, σε τελωνειακούς, πολεοδόμους, εφοριακούς, δασονόμους, δικηγόρους, αστυνόμους, γιατρούς, πολιτικάντηδες και τελειωμό δεν έχει, δεν θα υπήρχε το επιπλέον χρήμα που ζεσταίνει τη μηχανή της οικονομίας.
Αν σε κάθε κλάδο (από τους δικαστικούς στους δημοσιογράφους και από τους γιατρούς στους ιερωμένους) δεν υπήρχαν οι ορκοπάτες και οι χαλασμένοι, που, αδιαφορώντας για το αν μαγαρίζουν το σινάφι τους, θησαυρίζουν εκμεταλλευόμενοι αγρίως όσους πέφτουν στην ανάγκη τους· αν δεν γδέρναμε επί έτη τους μετανάστες· αν η πολιτική τάξη, για να καμουφλάρει τη δική της υψηλή διαφθορά, δεν έκανε τα στραβά μάτια στη χαμηλή διαφθορά· και αν το πελατειακό σύστημα δεν φρόντιζε να ικανοποιεί αδιαλείπτως τους υψηλοαργόμισθους κηφήνες και τους κομματικούς κύνες, δεν θα περίσσευαν λεφτά για «επενδύσεις», για «ανάπτυξη», για «πρόοδο».
Δεν θα χτίζαμε, λοιπόν, πολυτελή αυθαίρετα (όσοι χτίσαμε, πάντως περισσότεροι από όσους αντέχει και η οικονομία και η οικολογία), και σίγουρα δεν θα τα χτίζαμε με την άδεια της ναοδομίας, χριστιανά τα τέλη της. Δεν θα αντικαθιστούσαμε το αυτοκίνητό μας πιο γρήγορα κι από το κινητό μας. Δεν θα γινόμασταν ετεροδημότες Μυκόνου το καλοκαίρι και Αράχοβας το χειμώνα. Δεν θα πεταγόμασταν στο Λονδίνο για ανανέωση της γκαρνταρόμπας μας. Δεν θα βάζαμε φωτιά στο μπουκάλι το ουίσκι, με αναμμένο κατοστάευρο βέβαια, από σεβντά ή από μανία επίδειξης. Δεν θα ξέραμε τα πάντα για την εξωτική Μαλαισία, αλλά για το πού πέφτει η Μαλεσίνα δεν θα παίρναμε όρκο. Δεν θα υπομέναμε αγόγγυστα το πεντάευρο του φραπέ και το δεκάευρο της χωριάτικης· δεν, δεν, δεν... Δεν τα κάναμε όλοι όλα τούτα.
Αλλά τα έκαναν πολύ περισσότεροι απ’ όσους θα δικαιολογούσε η πραγματική οικονομία. Και κάποιοι, κρατούντες, το γνώριζαν αλλά, οπισθόβουλοι, άφηναν τα πράγματα στην πορεία τους, «για να τσουλάει η οικονομία».
Συνάγεται, λοιπόν, ότι και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και πολιτικών εν γένει είναι εθνικώς επωφελής: Οσοι της πολιτικής μπήκαν στον πειρασμό της διαπλοκής, δεν το έκαναν από απληστία. Ηθελαν απλώς, με όσα θα ενθυλάκωναν, να ενισχύσουν τη ροή του χρήματος, να συμβάλουν στην ανάπτυξη της πατρίδας. Τίποτα λιγότερο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΠΗΓΗ: radar-gr