8 Φεβ 2012

Το τέλος της εθνικής μας έπαρσης, η αποκάλυψη της εθνικής μας γύμνιας


Γράφει ο ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ
Το βράδυ της Τετάρτης παρακολούθησα στη ΝΕΤ ένα εξαιρετικό δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ, ξένης φυσικά παραγωγής. Είχε να κάνει με τις πάνες. Ναι, τις πάνες που βάζουμε στα μωρά. Με την ιστορία τους, τη χρήση, την επιβάρυνση που...
προκαλούν στο περιβάλλον. Εξαιρετικό θέμα, να το ζηλεύεις. Διότι, αν είσαι καλός δημοσιογράφος, θέματα υπάρχουν παντού, και σίγουρα όχι στο ταβάνι που κοιτάς με τις ώρες. Όπως μου έδειξε αυτό το ντοκιμαντέρ, τα θέματα είναι γύρω μας. Τα θέματα είναι ακόμα και μέσα στα σκατά. Ειδικά εκεί.

Παρακολουθώντας, λοιπόν, τι κάνουν οι λαοί του κόσμου με το θέμα της παιδικής τουαλέτας, σκέφτηκα, ότι η διαχείριση των ανθρώπινων περιττωμάτων είναι όντως ένα σημαντικό πρόβλημα. Πρέπει να τα συγκεντρώσεις, να αποφύγεις τη ρύπανση του εδάφους, αν μπορείς και να τα ανακυκλώσεις.  

Και μετά, χωρίς να έχω πιει σταγόνα, το υπόσχομαι, αναρωτήθηκα τι θα συνέβαινε, αν, εκτός από περιττώματα, αποβάλλαμε και σκέψεις με ιδέες. Ναι, ηλίθιες και κακές σκέψεις, ανόητες ιδέες και αντιλήψεις, χυδαίες λέξεις. Να ξυπνούσες το πρωί και να έβρισκες το μαξιλάρι σου ποτισμένο από ένα κράμα σκέψεων συνειδητού και υποσυνείδητου που ανακατεύτηκαν μέσα στη νύχτα και τις ξέρασε το μυαλό για να φτιάξει καινούργιες. Θα ήταν φριχτό, αλλά τόσο παραστατικό. 

Οι άνθρωποι θα έπρεπε να κοιμούνται με πάνες στο κεφάλι. Οι επιστήμονες και οι λόγιοι θα τις φορούσαν συνέχεια, εμείς οι συμβατικοί άνθρωποι μόνο το βράδυ, όταν έρχονται τα όνειρα. Ευτυχώς, όμως, ο Δημιουργός μάς κατασκεύασε χωρίς άλλες ανάγκες πέρα από τις γνωστές φυσικές. Το πρόβλημα είναι αποκλειστικά δικό μας, όταν διαπιστώνουμε, ότι πολλές φορές το αποτέλεσμα της σκέψης είναι λες και προήλθε από την ιερή διαδικασία της αφόδευσης.

(...) Όλα κι όλα, αυτό που αρέσει στο δράμα μας, είναι το τέλος της εθνικής μας έπαρσης. Εκφράσεις του τύπου "πάμε να πάρουμε καμιά Ρωσίδα" ή "σαν Αλβανός είμαι" έχουν περιοριστεί στη σφαίρα της μνήμης. Αφήστε, που, ειδικά με τις Ρωσίδες, αποκαλύπτεται μια μικρή ψηφίδα της εθνικής μας γελοιοποίησης. Προσβλέπουμε στους Ρώσους, τους αγαπάμε, τους υποστηρίζουμε ακόμα κι όταν σφάζουν τους γείτονές τους, πλην όμως θεωρούμε τις γυναίκες τους το αντικείμενο που μεσολαβεί μεταξύ της χοντρής κοιλιάς μας και του στρώματος. 

Έλα όμως που τα πράγματα γυρίζουν και εκείνη που μικρή ντυνόταν Σουλιώτισσα μπορεί τώρα να γδύνεται σε καμπαρέ της Ανατολικής Ευρώπης. Δύσκολο, βέβαια, διότι ούτε εκεί είμαστε ανταγωνιστικοί - έχουν πιο όμορφες.  
Τελικά η γύμνια της χώρας αποκαλύπτεται όταν πρόκειται να γδυθεί.

Εννοείται, ότι η ανταγωνιστικότητά μας υστερεί και σε άλλα, πιο απλά και βασικά. 
Πώς, για παράδειγμα, να πάει ο Έλληνας να δουλέψει εργάτης στο εξωτερικό; Του κάθεται δύσκολο. Και σωστά. Μεταξύ μας, είναι και απαίδευτος. 
Περίπου το ίδιο ισχύει και με την περίφημη μπαρούφα για την απώλεια "μυαλών" προς το εξωτερικό και την έξοδο νέων επιστημόνων. Στα ελληνικά πανεπιστήμια μπορείς να καλλιεργήσεις εξαιρετική ντομάτα και ανταγωνιστική φούντα. Είναι κομμάτι δύσκολο να καλλιεργήσεις μυαλά. 

Αυτοί που φεύγουν είναι, πράγματι, μηχανικοί από το καλό μας Πολυτεχνείο, κυρίως επειδή τείνουν να εξελιχθούν στους φθηνότερους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επίσης, φεύγει ένα κομμάτι που έχει δεσμούς με το εξωτερικό. Χώρα μεταναστών υπήρξαμε, η μισή Ελλάδα και βάλε έχει ανθρώπους σε όλη τη Γη. Είναι λογικό να ψαχτείς για να φύγεις. Έχω μια φίλη που κατέληξε στην Τασμανία να κάνει φυσιοθεραπεία σε ηλικιωμένους. Μου γράφει, ότι κερδίζει καθαρά 2.000 ευρώ. Έχει νοικιάσει ένα μικρό σπιτάκι, μονοκατοικία, περνάει καλά, της μένουν περίπου και 500 ευρώ στην άκρη. Πήγε εκεί δικτυωμένη με κάτι Έλληνες. Επίσης, μου γράφει, ότι αυτό που απολαμβάνει περισσότερο είναι το τοπίο και η ηρεμία. Της φτάνει που είναι μακριά από την Ελλάδα. Της λείπουν άνθρωποι, όχι η χώρα.

Το θέμα είναι πού ζεις. Ο φίλος μου από τη νότια Κρήτη μού λέει, ότι εκεί δεν υπάρχει κρίση. Μου λέει επίσης, ότι θα ήθελε να δει τη χώρα στη δραχμή γιατί ασχολείται με τον τουρισμό. Περισσότερη δουλειά, περισσότερες γκόμενες, περισσότερα λεφτά. Στις πόλεις είναι η κρίση, στην ύπαιθρο χάνεται μέσα στην άπλα του τοπίου. Έτσι ήταν και στην Κατοχή. Οι πόλεις υπέφεραν, τα χωριά κατάφερναν να τη βγάζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.  

Μόνο που, σας παρακαλώ, μη μου λέτε τα γνωστά για τους κατακτητές, τους ναζί, και την έφοδό τους να μας πάρουν την πατρίδα. Ας μην πάρουμε τα λεφτά τους, τόσο απλό δεν είναι;  

Επίσης, συγχωρέστε με, δεν μπορώ να ακούω την ηλιθιότητα για τα πλεονάσματα του βορρά που είναι τα ελλείμματα του νότου. Ας πουλούσαμε τα πορτοκάλια μας και να μην αγοράζαμε Καγιέν με δανεικά. 

Είμαστε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, όπου γυρίζαμε μεταξύ μας δανεικά λεφτά, έχοντας αναδείξει διεφθαρμένη ηγεσία, επειδή αυτό μας συνέφερε. Και γι' αυτόν τον λόγο είμαστε μια χώρα-τζόγος. Είμαστε η χώρα που έχει μετατραπεί στο Βέγκας της Ιστορίας.

(...) Εν τέλει, το μεγάλο κόστος της κρίσης δεν είναι το οικονομικό. 
Ας σου λείψει το κρέας, δεν θα πεθάνεις. Το πρόβλημα είναι ότι αρχίζει να σου φεύγει η ψυχή. Σταδιακά μετατρέπεσαι σε έναν καταθλιπτικό, φοβισμένο ανθρωπάκο με εξάρσεις υστερίας. 
Μισείς αυτόν τον τόπο και τους ανθρώπους του (έχετε μπροστά σας μια παθολογική περίπτωση) και διαπιστώνεις, ότι δεν έχεις απολύτως τίποτα να περιμένεις. 
Γι' αυτό κι εγώ χαίρομαι - δεν απορώ - όταν βλέπω γεμάτα μπαρ και εστιατόρια
Εκεί είναι η ελπίδα του τόπου. Σε αυτούς που δεν έχουν καταλάβει τι έχει συμβεί, σε όσους αντέχουν ή, απλώς, υποκρίνονται τρώγοντας τα τελευταία ψίχουλα. 
Η ελπίδα μας είναι σε ανθρώπους που ξέρουν και τους αρέσει να ζουν.

ΠΑΡΟΝ
ΠΗΓΗ: radar-gr