Του Ναπολέοντος Μαραβέγια
Το γερμανογαλλικό σχέδιο που συζητήθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 8-9 Δεκεμβρίου 2011 αναφέρεται σε μια «νέα» ευρωζώνη, στην οποία θα επικρατεί με νομοθετική πρόβλεψη συνταγματικής ισχύος μια...
«γερμανικού» τύπου δημοσιονομική πειθαρχία.
Σύμφωνα με το σχέδιο, η δημοσιονομική πολιτική των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίες θα θελήσουν να αποτελέσουν τη «νέα» ευρωζώνη, θα είναι πανομοιότυπη, θα ελέγχεται αυστηρά από τις Βρυξέλλες και θα προβλέπονται αυτόματες κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης του ορίου 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Για να γίνουν αυτά, θα χρειασθούν αλλαγές στις Συνθήκες της Ε.Ε., προκειμένου να εκχωρηθούν εθνικές αρμοδιότητες και στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως έγινε στον τομέα της νομισματικής πολιτικής με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992.
Η προσχώρηση στη «νέα» ευρωζώνη με την «κοινή» δημοσιονομική πολιτική θα είναι εθελοντική. Ωστόσο, η μη συμμετοχή ενός κράτους-μέλους θα σημάνει και την «καταδίκη» του από τις διεθνείς αγορές μέσω της αύξησης των επιτοκίων δανεισμού, εφόσον θα θεωρηθεί ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού, ιδίως αν πρόκειται για περιφερειακή χώρα-μέλος της σημερινής ευρωζώνης (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ιρλανδία).
Το σχέδιο αυτό είναι, προφανώς, μια σοβαρή απάντηση στη σημερινή «ασυδοσία» των δημοσιονομικών πολιτικών των χωρών-μελών της ευρωζώνης. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει το όριο του 3% ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα, που επιβάλλεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας, καμιά χώρα-μέλος της σημερινής ευρωζώνης δεν το έχει σεβαστεί, επειδή δεν υπάρχει πραγματικός έλεγχος από την Ε.Ε., ούτε ουσιαστικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασής του.
Με την πρόταση αυτή γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί μια «νέα» ευρωζώνη, στην οποία δεν θα υπάρχει περίπτωση δημοσιονομικής εκτροπής κάποιων χωρών-μελών και κατά συνέπεια αύξηση των επιτοκίων δανεισμού τους από τις αγορές, πράγμα που θα επέβαλε, με τη σειρά του, προγράμματα διάσωσης γι' αυτές τις χώρες, όπως συμβαίνει σήμερα με προφανές κόστος για τις ισχυρότερες χώρες- μέλη που αναλαμβάνουν τη διάσωση.
Δεν υπάρχει θέμα έκδοσης ευρωομολόγων, ενώ για την ΕΚΤ το σχέδιο προβλέπει να αφεθεί απερίσπαστη να διαχειριστεί την κρίση, να μην της υποδεικνύουν δηλαδή τα κράτη-μέλη να παρεμβαίνει ή να μην παρεμβαίνει στη δευτερογενή αγορά ομολόγων σε περίπτωση αύξησης επιτοκίων δανεισμού μιας χώρας-μέλους. Δεν προβλέπεται όμως επανεξέταση του ρόλου της, ώστε να λειτουργεί και ως δανειστής των κρατών-μελών αγοράζοντας κρατικά ομόλογα στην πρωτογενή αγορά και αυξάνοντας σε περιορισμένο έστω βαθμό την προσφορά χρήματος για την ενίσχυση της ανάπτυξης, όπως θα ήθελε η γαλλική πλευρά.
Παρά το γεγονός, ότι δεν υπάρχει θέμα κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, η συντονισμένη και αυστηρά ελεγχόμενη δημοσιονομική πολιτική των χωρών-μελών αποτελεί θετική εξέλιξη για την ενίσχυση του ευρώ και για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ομως πρέπει να επισημανθούν τρία κρίσιμα σημεία:
Πρώτον, ότι με το σχέδιο αυτό τα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη-μέλη της ευρωπαϊκής περιφέρειας δεν έχουν καμιά ελπίδα αλληλεγγύης με τα περισσότερο αναπτυγμένα κράτη-μέλη, μέσω μεταφοράς πόρων προς όφελός τους, όπως συμβαίνει στα λιγότερο αναπτυγμένα κρατίδια της Γερμανίας και στις λιγότερο αναπτυγμένες πολιτείες των ΗΠΑ, μέσω των αντίστοιχων ομοσπονδιακών προϋπολογισμών τους.
Δεύτερον, ότι το σχέδιο αυτό, επιμένοντας στην πολιτική λιτότητας, δεν δίνει άμεση απάντηση ούτε στο κόστος δανεισμού των χωρών-μελών ούτε στο ζήτημα της έλλειψης ρευστότητας και της αναιμικής ανάπτυξης στην ευρωζώνη.
Τρίτον, ότι με τη γερμανογαλλική πρόταση τίθεται ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης του κοινοτικού οργάνου που θα κρίνει τους εθνικούς προϋπολογισμούς, πέρα και πάνω από τα εθνικά κοινοβούλια.
*Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΠΗΓΗ: enet.gr