«Σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς» προβλέπει ο γνωστός αναλυτή της Citigroup, Willem Buiter, εάν επέλθει το «διαζύγιο» της Ευρωζώνης.
Ένα σενάριο που θα επιφέρει - σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του - μια χαοτική κατάσταση χωρίς...
νικητές αλλά με πολλούς ηττημένους.
Ενδεχόμενη διάσπαση της ομάδας των 17, είτε επρόκειτο για συνολική διάλυση είτε περιλάμβανε την αποχώρηση ενός ή περισσότερων αδύναμων οικονομικά και ανταγωνιστικά χωρών, θα είχε καταστροφικές συνέπειες, προειδοποιεί ο αναλυτής και απορρίπτει το σενάριο μιας οργανωμένης, τακτικής, σταδιακής λύσης των υφιστάμενων πολιτικών, οικονομικών και νομικών δεσμεύσεων και υποχρεώσεων. Ο Buiter περιγράφει το σενάριο αποχώρησης από την Ευρωζώνη της δημοσιονομικά και ανταγωνιστικά αδύναμης Ελλάδας, δίνοντας μάλιστα πιθανότητα 20%-25% να συμβεί στην πραγματικότητα.
Σύμφωνα με τον αναλυτή, μετά την έξοδο της χώρας, οι περισσότερες συμβάσεις που έχουν καταρτιστεί, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών καταθέσεων, του δημόσιου χρέους, των συντάξεων και των μισθών θα αποτιμηθούν στη Νέα Δραχμή, ενώ θα ακολουθήσει μια ραγδαία υποτίμηση του νομίσματος, που μπορεί να φτάσει το 65%, με βάση το παράδειγμα της Αργεντινής. Πριν όμως από αυτό και μόλις η κρυστάλλινη σφαίρα δείξει χρεοκοπία, οι καταθέτες θα αποσύρουν τα κεφάλαιά τους από τις ελληνικές τράπεζες και τα νέα δάνεια και η χρηματοδότηση θα διακοπούν. Προτού ακόμη η χώρα εξέλθει από την Ευρωζώνη, το κράτος, το τραπεζικό σύστημα και κάθε επιχείρηση που ανήκει σε κλάδο με υψηλή εξάρτηση από εξωτερικούς πόρους, θα αντιμετωπίσουν υψηλό κίνδυνο κατάρρευσης, λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης.
Μετά την έξοδο της χώρας, κάθε σύμβαση και χρηματοπιστωτικός τίτλος που υπόκειται σε ξένη νομοθεσία, θα εξακολουθήσει κατά πάσα πιθανότητα να αποτιμάται σε ευρώ. Οι ισολογισμοί που θεωρούνταν ισορροπημένοι απουσία κινδύνου νέας αποτίμησης, θα αποσταθεροποιηθούν πλήρως με αποτέλεσμα την αφερεγγυότητα, την αδυναμία εξόφλησης χρεών και τελικά τη χρεοκοπία.
Η ελληνική εγχώρια ζήτηση και παραγωγή θα καταρρεύσουν.
Χωρίς τη χρηματοδότηση της τρόικας, ή τη στήριξη της ΕΚΤ για τα κράτη-μέλη που αποχωρούν, πολλά σημεία άντλησης ρευστότητας ενδεχομένως θα «στέγνωναν», καταθέτες και αποταμιευτές θα πολιορκούσαν τις τράπεζες, ενώ ίσως καταγράφονταν αναταραχές αλλά και έλλειψη τροφίμων ή άλλων ειδών πρώτης ανάγκης.
Η «αποστάτρια» χώρα, αντιμετωπίζοντας τεράστιες διαταραχές στο ισοζύγιο πληρωμών, θα αναγκαζόταν να επιβάλει αυστηρούς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, στην προσπάθεια της να διατηρήσει μια στοιχειώδη οικονομική τάξη.
Ωστόσο, το άρθρο 63 της ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να αποκλείει την επιβολή των ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων και πληρωμών, όχι μόνο μεταξύ των 27 μελών της ΕΕ (ανεξάρτητα από το αν είναι μέλη της Ευρωζώνης ή όχι), αλλά και μεταξύ των μελών της ΕΕ και χωρών εκτός της Ε.Ε. Το άρθρο 63 αναφέρει:
«1. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.
2. Στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, απαγορεύονται όλοι οι περιορισμοί στις πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών».
Ευτυχώς, σημειώνει ο αναλυτής της Citi, για κάθε άρθρο της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει ένα άλλο άρθρο ή πρωτόκολλο που νομιμοποιεί το αντίθετο ή ανοίγει ένα παραθυράκι.
Τα άρθρα 346, 347, 348 και 352 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ε.Ε. επικαλούνται την απειλή του πολέμου, τις σοβαρές εσωτερικές διαταραχές της δημόσιας τάξης και άλλα απρόβλεπτα γεγονότα, ως παράγοντες που δικαιολογούν παράκαμψη των κανόνων που θεσπίζει η Συνθήκη. Το άρθρο φαίνεται να είναι κομμένο και ραμμένο για μια χώρα που θα επέβαλε ελέγχους στην κίνηση των κεφαλαίων μετά την έξοδο της από την Ευρωζώνη.
Εάν μια χώρα εξερχόταν από την Ευρωζώνη σε κλίμα αντιπαράθεσης και εχθρότητας, θα ήταν απίθανο να τύχει της ανεκτικότητας που θα ήταν δυνατή σε μια συναινετική έξοδο, εκτιμά ο Buiter. Στη χειρότερη περίπτωση, η έξοδος από τη ζώνη του ευρώ θα επιτάχυνε την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, η απότομη συρρίκνωση της εξωτερικής αξίας της Νέας δραχμής μετά την έξοδο, θα έδινε προσωρινά στη χώρα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Αλλά η Ελλάδα (όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία) δεν έχει την ακαμψία στα ονομαστικά μεγέθη, που παρουσιάζουν πιο κεϋνσιανές οικονομίες όπως των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου ή ίσως ακόμη και της Ιρλανδίας, οι οποίες θα μετέτρεπαν μια υποτίμηση της ονομαστικής ισοτιμίας σε διαρκές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Η έκρηξη του πληθωρισμού σε μισθούς και τιμές λόγω της κατάρρευσης του νομίσματος και της νομισματοποίησης του εναπομείναντος δημοσιονομικού ελλείμματος, θα αποκαθιστούσε γρήγορα το μη ανταγωνιστικό status quo.
Η επίσημη πρόβλεψη ότι η γενική κυβέρνηση στην Ελλάδα θα εμφανίσει πρωτογενές πλεόνασμα το 2012, φαίνεται αισιόδοξη, σημειώνει ο Buiter.
Επιπλέον, το χρέος της Ελλάδας που υπόκειται στο αγγλικό δίκαιο αλλά και στους νόμους της Νέας Υόρκης, περιλαμβανομένων των δανείων από το ΔΝΤ και άλλους επίσημους πιστωτές, είναι απίθανο να μην εκτελεστεί ως υποχρέωση ή να απομειωθεί μετά από μια ελληνική έξοδο. Θα παραμείνει έτσι, ένα μεγάλο μέρος του δημοσιονομικού ελλείμματος που θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί.
Η νομισματοποίηση του υπόλοιπου ελλείμματος με την έκδοση μιας νέας δραχμής, για την οποία θα υπάρχει πολύ μικρή ζήτηση, μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει τη μόνη εναλλακτική λύση χρηματοδότησης.
Το διατηρούμενο έλλειμμα στο ελληνικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και εμπορίου, που θα αντανακλά το δημοσιονομικό έλλειμμα του ιδιωτικού τομέα, καθώς και έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, θα είναι αδύνατο να χρηματοδοτηθούν βραχυπρόθεσμα.
Χωρίς εξωτερική χρηματοδότηση, οι εισαγωγές θα καταρρεύσουν, διαταράσσοντας περαιτέρω την εγχώρια παραγωγή, που θα έχει ήδη αποδυναμωθεί από την κατάρρευση της εγχώριας ζήτησης. Η συνολική ζήτηση και συνολική προσφορά θα κυνηγούν ή μία την άλλη προς χαμηλότερα σημεία ισορροπίας.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr