Του Γιώργου Σιακαντάρη
«ΤΑ ΝΕΑ» αναφέρθηκαν εκτενώς στο δημοσίευμα της γαλλικής «Monde» με τίτλο: «Ελλάδα - Ευρώπη: Η μεγάλη παρεξήγηση».
Εκεί δεν αμφισβητείται, απλώς, η ικανότητα της Ελλάδας να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ούτε καν μόνο η...
είσοδός της στην ΟΝΕ. Κυρίως, αμφισβητείται η θέση της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Η εφημερίδα μιλάει για ένα «αδύναμο και ανοργάνωτο κράτος» στη θέση της Δημοκρατίας του Περικλή. Στο κείμενο γίνεται αναφορά στις χρεοκοπίες του 1897 και του 1932.
Φιλοξενείται και συνέντευξη του πρώην προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν, ο οποίος χαρακτηρίζει την είσοδό μας στην ευρωζώνη «σοβαρό σφάλμα», το οποίο και αποδίδει στο «πολιτικό lobbying» Σιράκ - Ζοσπέν. Ο Ντ' Εστέν, πάντως, δεν προσυπογράφει το δημοσίευμα, με το οποίο αμφισβητείται η ευρωπαϊκότητα της χώρας μας.
Στον αντίποδα, βεβαίως, υπήρξαν αντιδράσεις. Μεταξύ άλλων, ο Μαρκ Μαζάουερ και ο Μίλαν Κούντερα αντέδρασαν κατά της αμφισβήτησης της ευρωπαϊκότητας της Ελλάδας που την ανάγουν τις ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Πολύ φοβάμαι, ωστόσο, πως κινδυνεύουμε περισσότερο να πέσουμε θύματα του φιλελληνισμού παρά του ανθελληνισμού.
Αν μείνουμε σε απαντήσεις, που θα υπενθυμίζουν στους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς πως η σοφία της Ευρώπης ξεκινάει από το αρχαιοελληνικό δημοκρατικό πνεύμα, κινδυνεύουμε από τα γραφικά επιχειρήματα που διολισθαίνουν στον εθνικισμό. Κινδυνεύουμε, δηλαδή, να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο, απ' ό,τι χρειάζεται για να πείσουμε για την ευρωπαϊκή μας θέση.
Κατ' αρχάς, δεν είναι σίγουρο, πως το ερώτημα αν η μία ή η άλλη χώρα ανήκει ή όχι στην Ευρώπη, είναι το σωστό ερώτημα.
Πριν δούμε αν κάποια χώρα ανήκει ή όχι στην Ευρώπη, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, αν η Ευρώπη είναι το σύνολο των εθνικών ιστοριών ή, αντιθέτως, αν η ιστορία της Ευρώπης υπερβαίνει τις ιστορίες των εθνών - κρατών.
Αν ισχύει το πρώτο, τότε πραγματικά η ένταξη κάθε χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι πρέπει να αξιολογείται με βάση τη δική της ξεχωριστή ιστορία και το δικό της κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Αν αυτό ισχύει, τότε κάθε χώρα έχει στοιχεία που την εντάσσουν στην ιδέα της δημοκρατικής και πλουραλιστικής Ευρώπης, αλλά και στοιχεία που την εντάσσουν στην ιδέα της «Σκοτεινής Ηπείρου». Εξάλλου, όχι τόσο στην Ελλάδα αλλά στη Γερμανία, από τον 19ο ακόμη αιώνα είχε ξεσπάσει μια συζήτηση η οποία συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, για το αν η χώρα μας ανήκει στον δυτικό πολιτισμό ή στην ανατολική κουλτούρα.
Αν όμως η απάντηση είναι, πως Ευρώπη δεν είναι το άθροισμα των εθνικών ιστοριών αλλά η ιστορική κίνηση ενοποίησης του συγκεκριμένου ιστορικού και γεωγραφικού χώρου, τότε οφείλουμε να δούμε με άλλη ματιά και την «ελληνική καθυστέρηση».
Αν δεχτούμε, πως η ιστορία της Ευρώπης είναι η ιστορία των θετικών και των αρνητικών, των φωτεινών και των σκοτεινών πλευρών της, μια ιστορία που πρέπει, αλλά δεν μπορεί να το θεωρεί και ως δεδομένο, να οδηγεί στην ευρωπαϊκή κοινωνική αλληλεγγύη, στη δημοκρατία, στο κράτος πρόνοιας και δικαίου, τότε κάθε χώρα έχει κάτι θετικό με το οποίο μπορεί να συμβάλει στην ενοποίηση.
Εχει όμως και πολλά αρνητικά, με τα οποία πρέπει να παλέψει, ώστε να μην παρεμποδίσει αυτή την ενοποίηση.
Η Ελλάδα είναι ένα έθνος, από το οποίο απουσιάζουν πολλές από τις εξελίξεις που έλαβαν χώρα σε πολλές άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Απουσιάζει ένα ντόπιο αριστοκρατικό στρώμα, από το οποίο θα ξεπηδούσαν αρχές όπως αυτή της κοινωνικής κοσμιότητας και του αντίστοιχου ήθους.
Απουσιάζουν το πνεύμα του Διαφωτισμού και ο διαχωρισμός της θρησκευτικής συνείδησης από το κράτος.
Η αστική τάξη μας ποτέ δεν μεγαλούργησε ως παραγωγική αστική τάξη με το συνάδον σ' αυτήν εργασιακό ήθος, το δε παραγωγικό μας μοντέλο στηρίχτηκε στο κράτος και όχι στην επιχειρηματικότητα.
Αυτές όμως οι απουσίες δεν οφείλονται σε κάποιο DNA που καθηλώνει τους Ελληνες στην καθυστέρηση, αλλά στην πορεία διαμόρφωσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, η οποία δεν ήταν νομοτελειακή αλλά ιστορικά καθορισμένη.
Ακριβώς αυτή η κοινωνική ιστορία της Ελλάδας, ως αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής ιστορίας, πρέπει να χρησιμεύσει ως παράδειγμα, για το πώς οι χώρες οφείλουν να είναι αλληλέγγυες η μία με την άλλη, για να κτίσουν την Ευρώπη που θέλουμε.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας.
ΠΗΓΗ: tanea.gr