18 Οκτ 2011

Η Γουόλ Στριτ χάνει την ασυλία της


Του Paul Krugman
Καθώς το κίνημα κατάληψης της Γουόλ Στριτ συνεχίζει να μεγαλώνει, η αντίδραση από τους στόχους του κινήματος αρχίζει σιγά-σιγά να αλλάζει: η περιφρονητική απόρριψη έχει αντικατασταθεί από κλαψούρισμα. Οι σύγχρονοι...
άρχοντες του χρηματοπιστωτικού συστήματος βλέπουν τους διαδηλωτές και ρωτάνε «Μα, δεν καταλαβαίνουν τί έχουμε κάνει για την οικονομία των ΗΠΑ;».

Η απάντηση είναι: ναι, πολλοί από τους διαδηλωτές πράγματι καταλαβαίνουν τί έχει κάνει για εμάς η Γουόλ Στριτ, και γενικότερα η οικονομική ελίτ του έθνους. 
Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον διαμαρτύρονται.

Το Σάββατο, οι New York Times έγραψαν, αυτό που λένε ιδιωτικώς για τις διαδηλώσεις οι άνθρωποι της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας. 
Η αγαπημένη μου δήλωση ήρθε από έναν ανώνυμο μάνατζερ, ο οποίος είπε ότι «οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες είναι ένα από τα τελευταία πράγματα που κάνουμε σε αυτή τη χώρα, και το κάνουμε καλά. Ας τις αγκαλιάσουμε».

Αυτό είναι βαθιά άδικο για τους αμερικανούς εργαζομένους, που είναι καλοί σε πολλά πράγματα, και θα μπορούσαν να είναι ακόμη καλύτεροι, αν κάναμε επαρκείς επενδύσεις στην παιδεία και τις υποδομές
Αλλά στο βαθμό που η Αμερική έχει μείνει πίσω σε όλα εκτός από τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, δεν θα έπρεπε το ερώτημα να είναι γιατί, και αν, αυτή είναι μια τάση η οποία θέλουμε να συνεχιστεί;

Γιατί αυτή η τάση δεν υπαγορεύθηκε από το αόρατο χέρι της αγοράς. Αυτό που έκανε την χρηματοπιστωτική βιομηχανία να αναπτυχθεί πολύ πιο γρήγορα από την υπόλοιπη οικονομία από το 1980, ήταν μια σειρά από σκόπιμες πολιτικές επιλογές, ιδίως μια διαδικασία απορρύθμισης που συνεχίστηκε αδιάκοπα μέχρι την παραμονή της κρίσης του 2008.

Οχι τυχαία, η εποχή της συνεχώς αυξανόμενης χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας ήταν επίσης μια εποχή συνεχώς αυξανόμενης ανισότητας στα εισοδήματα και τον πλούτο. Η Γουόλ Στριτ είχε μια μεγάλη, άμεση συνεισφορά στην οικονομική πόλωση, επειδή τα αυξανόμενα στα ύψη εισοδήματα στα χρηματοπιστωτικά αποτελούσαν ένα σημαντικό μέρος του αυξανόμενου μεριδίου του ανώτατου 1% (και του 0,1% της κορυφής, που επωφελείται από τα περισσότερα από τα κέρδη του ανωτάτου 1%) στο εισόδημα του έθνους.

Α, και φυσικά οι φόροι στους πλουσίους μειώθηκαν εντυπωσιακά.

Υποτίθεται, ότι όλα αυτά θα δικαιολογούνταν από αποτελέσματα: οι επιταγές στους μάγους της Γουόλ Στριτ ήταν αρμόζουσες, μας έλεγαν, εξαιτίας των θαυμάσιων πραγμάτων που έκαναν. 
Με κάποιον τρόπο, όμως, αυτός ο θαυμασμός δεν μεταδόθηκε προς τα κάτω, στο υπόλοιπο έθνος - και αυτό ήταν αλήθεια ακόμη και πριν από την κρίση.

Το μέσο οικογενειακό εισόδημα αυξήθηκε μόνο κατά το εν πέμπτο το διάστημα 1980-2007, όπως συνέβη για τη γενιά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρ' όλο που η μεταπολεμική οικονομία χαρακτηρίστηκε από αυστηρή χρηματοπιστωτική ρύθμιση και από πολύ υψηλότερους φόρους στους πλουσίους σε σχέση με ό,τι συζητάμε τώρα.
Μετά ήρθε η κρίση, που απέδειξε ότι όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί για το πόσο η σύγχρονη χρηματοπιστωτική βιομηχανία είχε μειώσει το ρίσκο και είχε κάνει το σύστημα πιο σταθερό ήταν απολύτως ανόητοι. 
Τα κυβερνητικά πακέτα σωτηρίας ήταν αυτά που μας έσωσαν από μια χρηματοπιστωτική κατάρρευση το ίδιο κακή ή χειρότερη από εκείνη που προκάλεσε το Κραχ.

Γιατί, λοιπόν, περιμένει η Γουόλ Στριτ ότι θα πάρει κάποιος στα σοβαρά τα κλαψουρίσματά της; Αυτός ο μάνατζερ που ισχυρίστηκε, ότι τα χρηματοπιστωτικά είναι το μόνο πράγμα που κάνει καλά η Αμερική παραπονέθηκε επίσης, ότι οι δύο Δημοκρατικοί γερουσιαστές της Νέας Υόρκης δεν είναι με το μέρος του, διακηρύσσοντας ότι «Πρέπει να καταλάβουν ποιοί είναι οι ψηφοφόροι τους». 
Στην πραγματικότητα, ξέρουν πολύ καλά ποιοί είναι οι ψηφοφόροι τους - ακόμη και στην Νέα Υόρκη, 16 από τους 17 εργαζομένους δουλεύουν για μη-χρηματοπιστωτικές βιομηχανίες.

Το χρήμα μιλάει στην αμερικανική πολιτική, και αυτό που λέει τελευταία το χρήμα της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας είναι, ότι θα τιμωρήσει όποιον πολιτικό τολμάει να ασκεί κριτική στη συμπεριφορά της βιομηχανίας, όσο ήπια και αν είναι η κριτική - όπως φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο τα λεφτά της Γουόλ Στριτ έχουν εγκαταλείψει τώρα τον πρόεδρο Ομπάμα υπέρ του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου για την προεδρία Μιτ Ρόμνεϊ. Και αυτό εξηγεί το σοκ της βιομηχανίας με τα πρόσφατα γεγονότα.

Βλέπετε, μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες φαινόταν ότι η Γουόλ Στριτ είχε δωροδοκήσει αποτελεσματικά και είχε εκφοβίσει το πολιτικό μας σύστημα, ώστε να ξεχάσει αυτές τις παχυλές επιταγές, ενώ κατέστρεφε την παγκόσμια οικονομία. 
Και τότε, εντελώς ξαφνικά, κάποιοι άνθρωποι επέμειναν να ξαναφέρουν το θέμα στο προσκήνιο.

Και η οργή τους έχει βρει απήχηση σε εκατομμύρια Αμερικανούς. 
Δεν είναι περίεργο που η Γουόλ Στριτ κλαψουρίζει.

The New York Times