Ροζ ηλιοβασίλεμα. Κοντοστάθηκα.
Περιπλανήθηκε αχόρταγα η ματιά σαν περισκόπιο.
Άνοιξα το πορτ μπαγκάζ.
Καρέκλες δύο, τραπέζι τσίγκινο ένα, φανάρι, πετσέτες θαλάσσης, καλάθι τεράστιο με κάρβουνα, μαχαίρι κοφτερό, ποτήρια, λαδόκολλες, λεμόνια, νερά...
αλάτι, πιπέρι, ρίγανη, χαρτί κουζίνας, μπαρμπεκιέρα παραδοσιακή, οινόπνευμα, σακούλα με λεπτά ξυλάκια για τη φωτιά, πίτες, ταπεράκι με τη σάλτσα σπεσιαλιτέ…
Ντομάτα φρέσκια ψιλοκομμένη και άλλες δύο στο multi, κρεμμύδι, λάδι, μία κουταλιά κέτσαπ, ταμπάσκο, δυόσμος.
Ταψί με κρέατα... Λουκάνικα, λαιμός χοιρινός, σουβλάκια…Η χαρά του χορτοφάγου.
Τα μετέφερα στο βράχο νούμερο 2. Θα ήμασταν μόνοι μας φαντάστηκα. Τα βράχια και η παρέα μας. Λάθος.
Στο βράχο νούμερο 1 μια παρέα μπακουριών. Έξι για την ακρίβεια.
Με όλα τα χαρακτηριστικά των νιάτων τους. Σωματικά προσόντα Ρουβά, τατουάζ προσόντα Σκαρμούτσου. Τι κορμιά!
Τι λάθος έκανε η δική μου γενιά και δεν τ΄ αξιώθηκε…
Λες να μας κατέστρεψε το μουρουνόλαδο;
Μάλωσα τον εαυτό μου για την αντικοινωνικότητά μου…
Δεν τα έχεις καπαρώσει τα βράχια, Ρεούλα.
Και τι έγινε δηλαδή που βρέθηκε και μια παρέα ακόμα; Μια χαρά παιδιά!
Έχει ενδιαφέρον να κρυφακούσεις και τι λένε.
«Φέρε ξύλα ρε μαλάκα», «Όχι ρε μαλάκα!», «Μη κάνεις μαλακιές ρε μαλάκα», «Πάλι μαλακίες έκανε ο μαλάκας;», «Πού είναι ο μαλάκας; », «Ξανάπεσε ο μαλάκας».
Και βγήκε από τη θάλασσα ένας μαλάκας και φώναξε «Καλά ε! Γαμάει!!». Τουλάχιστον έσπασε το –μαλάκας-.
Άρχισα να στήνω το σκηνικό μου στο βραχάκι νούμερο 2 με ριπές «μαλάκα» ως ηχητικό εφέ. Υπέμενα. Μέχρι που είδα κάτι σαν μπουκάλι πλαστικό, να κάνει γκελ προς τη θάλασσα από το βράχο νούμερο ένα. Και σε λίγα δευτερόλεπτα κάτι άλλο να κάνει γκελ επίσης.
Περπάτησα προς το κυματάκι που έσκαγε.
Και είδα όντως φωλιά μπουκαλιών πλαστικών και τσίγκινα από μπύρες.
«Γιατί τα πέταξες τα μπουκάλια στη θάλασσα;» ρώτησα τον πρώτο από τα μπακούρια που συναντήθηκαν τα μάτια μας.
«Δεν τα είχαμε πιεί εμείς» απάντησε με αμηχανία. Σαν κατερπίραλ της παραλίας πήγα στο βράχο νούμερο δύο ενώ τα νευρικά μου βήματα σήκωναν άμμο… Γράπωσα μια πλαστική σακούλα σκουπιδιών, έβαλα μέσα τα πλαστικά που είχαν πετάξει…
«Φιλαράκο σίγουρα ούτε και γω τα ήπια, αλλά σ΄αυτή τη θάλασσα θα κολυμπήσω σε λίγο και συ και γω. Είσαι αρκετά μεγάλος πια για να το ξέρεις…Τα τατουάζ σε μάραναν»…
Τα μάτια μου έβγαζαν φωτιές όταν σχεδόν του πέταξα τη σακούλα στα μούτρα φωνάζοντας
«Να βάλετε τα σκουπίδια σας εδώ και να τα πετάξετε σε κείνον τον κάδο»…
Ενώ έφευγα βγήκε από τη θάλασσα και ο «γαμάει!» και έσμιξε όλη η παρέα μπακουριών, που μιλούσε σιγανά εξηγώντας ο ένας στον άλλον το περιστατικό…
Σίγουρα εκείνοι θα είπαν «ήρθε μια μαλάκο» και εγώ μίλησα στους δικούς μου, που κατέφθασαν επίσης, για «έναν τριμάλακα!»… Τουλάχιστον διανθίσαμε τη λέξη «μαλάκας».
Υ.Γ Θα ήθελα να βρω άλλη λέξη αλλά αυτή ξεβράζει η ψυχή μου….
Πόσες στιγμές της ζωής μου χαράμισα για ν΄ασχοληθώ με τις μαλακίες ενός μαλάκα;
Πόσους παράγει ο τόπος! Κι ύστερα σου λένε για αντιπαραγωγική χώρα…
PROTAGON
ΠΗΓΗ: radar-gr