Η εβραιοαμερικανίδα ηθοποιός δίνει μια ερμηνεία για Οσκαρ στον «Μαύρο κύκνο», το πολυεπίπεδο δράμα που δίχασε το κοινό
O «Μαύρος κύκνος»
O «Μαύρος κύκνος» («Βlack swan», ΗΠΑ, 2010) του Ντάρεν Αρονόφσκι, που όλα δείχνουν ότι θα χαρίσει στη...
Νάταλι Πόρτμαν το Οσκαρ - δικαίως, αφού δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία, εσωτερική και σωματική - είναι μια τόσο φιλόδοξη και πολυσύνθετη ταινία που εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί.
Στην παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βενετίας δίχασε τόσο πολύ, που αναρωτιόσουν πώς είναι δυνατόν το ίδιο έργο να θεωρείται από κάποιους αριστούργημα και από κάποιους άλλους υπερφίαλο και σαχλό. Ισως να φταίει το γεγονός ότι ο Αρονόφσκι, δύναμη πλέον στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά («Ρέκβιεμ για ένα όνειρο»), επεξεργάζεται με εξαιρετική ακρίβεια τα αρκετά είδη που η ταινία πρεσβεύει, χωρίς τελικά να την εντάσσει κάπου. Για εμένα αυτό ακριβώς είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της και εκείνο που με κράτησε περισσότερο.
Στην καρδιά του «Κύκνου» βρίσκεται το ανέβασμα μιας σκοτεινής εκδοχής της «Λίμνης των κύκνων», με τίποτε όμως δεν μπορείς να αποκαλέσεις την ταινία χορευτική. Εν τω μεταξύ η κόντρα της χορεύτριας με μια άλλη συνάδελφό της ( Μίλα Κούνις ) δημιουργεί ένα περιβάλλον νοσηρού ανταγωνισμού (στον χορό... και στο μυαλό), πόσω μάλλον με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του έργου ( Βενσάν Κασέλ ) να στέκεται ανάμεσά τους. Η ερωτική ιστορία που προκύπτει κάνει τα πράγματα ακόμη πιο περίπλοκα.
Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε το στοιχείο του μεταφυσικού θρίλερ, που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος. Και όμως, την ταινία ούτε θρίλερ μπορείς να τη χαρακτηρίσεις. Συνεπώς όλα αυτά τα στοιχεία μαζί μπορούν να σε ενθουσιάσουν ή να σε απομακρύνουν από τον κόσμο ενός φιλμ που ωστόσο σε προβληματίζει. Και σε αναγκάζει να το διατηρήσεις στη σκέψη σου για πολλή ώρα αφ΄ ότου έχει τελειώσει.
«Το κυνήγι των μαγισσών»
Πανούκλα, μαύρη μαγεία, εξορκισμοί, δαιμονολογία, λύκοι με άγριες διαθέσεις αλλά και φαντάσματα συνιστούν το σύμπαν της ταινίας «Το κυνήγι των μαγισσών» («Season of the witch», ΗΠΑ, 2010) του Ντόμινικ Σένα.
Ο Νίκολας Κέιτζ και ο Ρον Πέρλμαν υποδύονται δυο σταυροφόρους που αναλαμβάνουν τη συνοδεία μιας κοπέλας, που κατηγορείται για μαγεία προκειμένου να δικαστεί. Πολλά θα συμβούν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όλα στο πλαίσιο ενός περιπετειώδους road movie που πολύ θα ήθελε να είναι το «Ονομα του ρόδου» εν κινήσει... αλλά δεν είναι.
Οσο για τον Κέιτζ, το μόνο βέβαιο είναι ότι η μπογιά του έχει πια αρχίσει να ξεθωριάζει, καθώς το μόνο που θυμάσαι πια από την κάθε ταινία του, είναι ότι φορούσε διαφορετικό περουκίνι.
«Πράσινη σφίγγα»
Ο τίτλος «Green hornet» (ΗΠΑ, 2010) σημαίνει «Πράσινη σφίγγα» και είναι το όνομα του πιο αχαΐρευτου σούπερ ήρωα που μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νους. Χαραμοφάης, άξεστος, αγενής, αθεράπευτο «καμάκι», γιος πάμπλουτου εκδότη, ο Μπριτ ( Σεθ Ρόγκαν ) δεν κάνει τίποτε άλλο στη ζωή του από το να ξενυχτά με όμορφα κορίτσια, να συλλέγει αυτοκίνητα και να τρώει αλόγιστα τα λεφτά του μεγαλοεκδότη μπαμπά του ( Τομ Γουίλκινσον ).
Ωσπου ο μπαμπάς πεθαίνει μυστηριωδώς, ο γιος κληρονομεί την περιουσία του και με τη βοήθεια του πολυτεχνίτη κινέζου σοφέρ του ( Τζέι Τσου ) αποφασίζει να «σκοτώσει» τον χρόνο του παριστάνοντας τον σούπερ ήρωα και πολεμώντας τον αδίστακτο νονό του εγκλήματος στο Λος Αντζελες ( Κρίστοφ Βαλτς ) - ο οποίος όσο γελοίο όνομα έχει (Τσοντνόφσκι) άλλο τόσο γελοία ντύνεται. Κάποιος τον αποκαλεί «ντίσκο Αϊ-Βασίλη»... και έχει δίκιο.
Ανατρεπτική και χαριτωμένη 3D περιπέτεια, ένας ατελείωτος χαβαλές τον οποίο προσωπικά ευχαριστήθηκα. Σε κάποιες στιγμές μου θύμισε «Ροζ πάνθηρα», ιδίως στην κόντρα ανάμεσα στον κινέζο μπάτλερ (ο οποίος μάλιστα λέγεται Κέιτο) και τον κεντρικό ήρωα.
ΠΗΓΗ: το βημα on-line