30 Δεκ 2010
Οι ταινίες της εβδομάδας: Σοφί Μαρσό και Λούκι Λουκ στις αίθουσες
Η «χρυσή μετριότητα» επικρατεί και αυτή την εβδομάδα σε ό,τι αφορά τις νέες ταινίες που ανοίγουν αύριο στις αίθουσες. Αν προβάλλουμε πρώτη τη γαλλική κομεντί «Το γράμμα που άλλαξε τη ζωή μου» («L΄ age de raison», Γαλλία, 2010) του Ζαν Σαμουέλ είναι επειδή αυτή η ταινία ξεχωρίζει... όπως ο μονόφθαλμος ανάμεσα στους τυφλούς.....
Το μόνο που δεν θα σε κάνει να νιώσεις είναι ότι, αν το θέλεις, μπορείς όντως να αλλάξεις τη ζωή σου. Και είναι κρίμα, γιατί όλη η φιλοσοφία της βρίσκεται εκεί ακριβώς. Το φιλμ υποστηρίζει ότι είναι προτιμότερο να μένουμε πιστοί στα όνειρά μας, αυτά που κάναμε παιδιά, από το να υποχωρούμε ως ενήλικοι σε συμβάσεις μέσα από τις οποίες το μόνο που κερδίζουμε είναι το να... χάσουμε σιγά-σιγά τον εαυτό μας, την ψυχή μας.
Ως ιδέα ακούγεται υπέροχη. Στην πράξη βέβαια τα πράγματα δυσκολεύουν. Από την άλλη πλευρά, δουλειά του ψυχαγωγικού κινηματογράφου είναι να σε κάνει να το χωνέψεις- εφόσον σ΄ το σερβίρει όμορφα. Και εδώ είναι το πρόβλημα που είχα παρακολουθώντας το «Γράμμα που άλλαξε τη ζωή μου». Παρά την έκτακτη παρουσία της Σοφί Μαρσό, η οποία στα 40 της δείχνει πιο όμορφη από ποτέ, η ταινία δεν βρίσκει ποτέ τον χώρο για να ανοίξει τα φτερά της, να γίνει σύννεφο στον ουρανό, να πετάξει και να σε πάρει μαζί της.
Η Μαρσό υποδύεται τη Μαργκερίτ, μια αυστηρή, σκληρή μπίζνες γούμαν που βρίσκεται αντιμέτωπη με το παρελθόν της όταν ένας γερο-συμβολαιογράφος ( Μισέλ Ντισοσουά ) της παραδίδει ένα πακέτο γραμμάτων που η ίδια έγραφε στον εαυτό της όταν ήταν παιδί. «Σου γράφω αυτό το γράμμα για να μην ξεχάσεις τις υποσχέσεις που έδωσες όταν ήσουν μικρή και να θυμάσαι όλα όσα θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις» έγραφε μικρή η Μαργκερίτ. Η Μαργκερίτ όμως άλλαξε. Εγινε αυτό που δεν ήθελε. Και τώρα, τι; Θα αλλάξει ξανά;
Ωραίο ερώτημα. Ελα όμως που το τι θα κάνει ή τι δεν θα κάνει στη ζωή της, παύει από ένα σημείο και μετά να μας αφορά. Η ταινία δεν βρίσκει τις ανάσες που χρειάζεται, αναλώνεται σε πολλές βαρετές λεπτομέρειες γύρω από το πόσο άχαρη είναι η ζωή της Μαργκερίτ και η σύνδεση που κάνει με το παρελθόν της δεν χαίρει ζωντάνιας. Βλέπεται αλλά δεν σου μένει.
* «Solomon Κane» (ΗΠΑ, 2010) του Μάικλ Τζέι Μπάσετ.
Πρώην αιμοβόρος και αδίστακτος άγγλος πολεμιστής του 16ου αιώνα ( Τζέιμς Πιουρφόι ) στρέφεται προς την ειρήνη αλλά αργότερα έρχεται αντιμέτωπος με το Απόλυτο Κακό, άρα ξαναγίνεται αιμοβόρος και αδίστακτος. Σκοτεινό αλλά άδειο έπος φαντασίας που, παρ΄ ότι βασισμένο στον ήρωα του Ρόμπερτ Χάουαρντ από τη συλλογή ιστοριών και ποιημάτων «Οι άγριες ιστορίες του Solomon Κane», δεν έχει την ανάλογη γκόθικ ατμόσφαιρα που είχε ο «Κόναν ο βάρβαρος», δημιούργημα του ίδιου συγγραφέα. Οι Μαξ φον Σίντοφ και Πιτ Πόστλθγουεϊτ κάνουν περάσματα αλλά δεν βοηθούν την κατάσταση.
Λούκι Λουκ με σάρκα και γαλλικά
Ανήκω σε αυτούς που μεγάλωσαν διαβάζοντας Λούκι Λουκ (το αγαπημένο μου κόμικ), επομένως θεωρώ τον εαυτό μου ιδιαίτερα απαιτητικό όταν καλείται να τον δει με σάρκα και οστά αληθινού ηθοποιού. Ομολογώ ότι όσες φορές τον έχω δει ως σήμερα στην οθόνη με έχει απογοητεύσει (ποιος θέλει να θυμάται τον Λούκι Λουκ με τον Τέρενς Χιλ;).
Στην περίπτωση του τωρινού «Λούκι Λουκ» (Γαλλία, 2010), που σκηνοθέτησε ο Τζέιμς Χιουθ, έμεινα μάλλον αδιάφορος με τον Ζαν Ντιζαρντέν στον ρόλο του φτωχού και μόνου καουμπόη (θυμίζω ότι ο ίδιος ηθοποιός είχε υποδυθεί τον πράκτορα ΟSS 117 σε δύο παρωδίες).
Διασκέδασα όμως με τη νοσταλγική παρέλαση χαρακτήρων του κόμικ που εν προκειμένω βρίσκονται συγκεντρωμένοι στην ίδια ιστορία. Η αντρογυναίκα Καλάμιτι Τζέιν ( Σιλβί Τεστί ), ο χαρτοπαίκτης Πατ Πόκερ ( Ντανιέλ Πρεβόστ ), ο κακομαθημένος Μπίλι Δε Κιντ ( Μικαέλ Γιουν ), ο αρχιπαράνομος Τζέσι Τζέιμς ( Μελβίλ Πουπό ), όλοι μου θύμισαν τα παιδικά μου χρόνια, τότε που ξεφύλλιζα αχόρταγα τις σελίδες των κόμικς των Μορίς- Γκοσινί και διασκέδαζα αφάνταστα. Αν κάπου πετυχαίνει αυτή η ταινία, είναι στο ότι σε ωθεί να διαβάσεις ή να ξαναδιαβά- σεις τα αριστουρ- γηματικά κόμικς, ώστε να δεις τι ακριβώς σημαίνει γνήσιος Λούκι Λουκ.
Ξαναζεσταμένος... δολοφόνος
Απορώ με τον Γουές Κρέιβεν. Εξυπνος σκηνοθέτης κλασικών ταινιών τρόμου όπως ο «Εφιάλτης στον δρόμο με τις λεύκες» και το «Scream», πώς τα έχει καταφέρει ο μασκαράς και επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια σε τόσο πολλές ταινίες; Πάρτε για παράδειγμα τον «Κλέφτη ψυχών» («Μy soul to take», ΗΠΑ, 2010). Νομίζεις ότι βλέπεις ένα κολάζ από παλαιότερες (και καλύτερες) ταινίες του. Το μοτίβο βέβαια, πάντα το ίδιο. Ενας κατά συρροήν δολοφόνος που θέλει να εκδικηθεί. Μμμ.... Πολύ πρωτότυπο για Κρέιβεν, ε;
Από εκεί και πέρα αρχίζει η ανακύκλωση. Στο στόχαστρο του δολοφόνου βρίσκεται μια παρέα παιδιών που γεννήθηκαν την ημέρα που εκείνος σκοτώθηκε. Σας θυμίζει κάτι; Το «Ξέρω τι κάνατε πέρσι το καλοκαίρι» μήπως, όπου ο Κρέιβεν ήταν παραγωγός; Και να είχε τη σκηνοθετική μαεστρία ενός «Scream»- από το οποίο δεν έλειπαν ούτε το σενάριο ούτε το σασπένς, αλλά ούτε και ο αυθεντικός τρόμος...
Εδώ όμως το καθετί είναι προδιαγεγραμμένο. Ξέρεις πότε θα τρομάξεις, πότε θα γελάσεις και πότε είναι ώρα να πας στην τουαλέτα. Το φιλμ σού δίνει την εντύπωση ότι έχει φτιαχτεί εξ ολοκλήρου μέσα από πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή. Και νομίζω ότι αυτό ακριβώς έγινε. (Παίζουν οι ηθοποιοί Μαξ Τιερότ, Τζον Μαγκάρο, Εμιλι Μιντ. )
ΠΗΓΗ: το βημα on-line