20 Απρ 2021

Άρειος Πάγος: Η κοινή στέγη δεν μπλοκάρει το διαζύγιο

 


O Αρειος Πάγος με δύο αποφάσεις του ξεκαθαρίζει ότι στις περιπτώσεις διαζυγίων η τυπική συγκατοίκηση των πρώην συζύγων δεν αναιρεί τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, ούτε ακυρώνει το διαζύγιο, ακόμη κι αν έχουν χωρίσει τα μπαλκόνια με γλάστρες -πέρα από το..

καθεστώς «χωρισμού από τραπέζης και κοίτης»- και ανεξάρτητα από το αν για κάποιο διάστημα συγκατοίκησαν προκειμένου να έχουν οικονομικό όφελος. Κατά κανόνα, τα έγγαμα ζευγάρια των οποίων οι σχέσεις διαγράφουν αρνητική πορεία προσπαθούν να πάρουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα το πολυπόθητο διαζύγιο.


Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις κατά τις οποίες, αν και έχουν πάρει διαζύγιο, λόγω υπερδιετούς κλονισμού της έγγαμης σχέσης τους, για κάποιους προσωπικούς τους λόγους, συζούν κάτω από την ίδια στέγη, ακόμη και υπό αρνητικές συνθήκες, σε σημείο όταν διασταυρώνονται μέσα στο σπίτι να υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση, με ανταλλαγή οξύτατων λεκτικών φράσεων και βίαιων αντιπαραθέσεων.


Πέρα απ’ όλα αυτά, σε κάποια χρονική στιγμή ένας εκ των δύο αποφασίζει να διεκδικήσει, μέσω των δικαστηρίων, τη διατήρηση της έγγαμης συμβίωσής του, ακόμη και με αντιφατικά επιχειρήματα και προσωπικές ομολογίες.


Οι αρεοπαγίτες με τις δύο αυτές αποφάσεις τους ουσιαστικά... κάνουν μαθήματα αφενός προς όσους έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν την οικογενειακή στέγη και αφετέρου προς τους μετανιωμένους που θέλουν να επιστρέψουν μεν στον έγγαμο βίο, αλλά ο/η πρώην σύζυγος δεν τους θέλει πλέον.


Τι αποφάνθηκαν οι αρεοπαγίτες


Σύμφωνα με δύο αποφάσεις των Πολιτικών Τμημάτων του Αρείου Πάγου, «ως διάσταση νοείται εκείνη κατά την οποία οι σύζυγοι απομακρύνονται φυσικώς και ψυχικώς μεταξύ τους, με τη θέληση να μην έχουν πλέον κοινωνία βίου, ανεξάρτητα από το αν η απομάκρυνση αυτή, ως πραγματικό γεγονός, είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ενός από τους συζύγους ή και των δύο και ανεξάρτητα από το αν διαμένουν στην ίδια κατοικία, αλλά υπό καθεστώς χωρισμού από τραπέζης και κοίτης».


Οπως επισημαίνουν οι αρεοπαγίτες, το άρθρο 1439 του Αστικού Κώδικα ορίζει ότι «εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς, τουλάχιστον δύο χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω κι αν ο λόγος του κλονισμού αφορά το πρόσωπο του ενός. Η συμπλήρωση του χρόνου της διάστασης υπολογίζεται κατά τον χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων».


Μάλιστα, η υποκειμενική πρόθεση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, που δεν αφορά υποχρεωτικά τον έναν από τους δύο ή μπορεί να αφορά και τους δύο, «δεν αρκεί να αποτελεί ενδόμυχη διάθεση ή επιθυμία, αλλά πρέπει να εκδηλώνεται και εξωτερικά».



Η νομοθεσία για να διευκολύνει την προσπάθεια αποκατάστασης των συζυγικών σχέσεων, υπογραμμίζουν οι δικαστικές αποφάσεις, «δεν θεωρεί ότι παρεμποδίζουν τη συμπλήρωση του χρόνου του διετούς κλονισμού της έγγαμης σχέσης οι μικρές διακοπές της διάστασης που γίνονται προς επίτευξη της αποκατάστασης, παρότι, στην περίπτωση αυτή, ελλείπει η πρόθεση διακοπής της συμβίωσης» και προσθέτουν: «Κατά μείζονα λόγο, δεν ελλείπει η διάσταση όταν παρεμβάλλονται μικρές διακοπές εξ άλλων λόγων, που δεν αναιρούν τη σταθερή εξακολουθητικά υπάρχουσα πρόθεση διάσπασης του συζυγικού δεσμού και η τυπική συγκατοίκηση δεν αναιρεί τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης».


Σε άλλο σημείο, οι αρεοπαγίτες σημειώνουν ότι «η διάσταση δεν αναιρείται, κατά μείζονα λόγο, από τυχόν επισκέψεις της οικογενειακής στέγης από μέρους του απομακρυνθέντος από αυτή συζύγου, προς εκδήλωση ενδιαφέροντος για προβλήματα που απασχολούν τη σύζυγο και τα τέκνα που διαμένουν με αυτήν, εφόσον δεν αναιρείται η σταθερή πρόθεση διάστασης του συζυγικού δεσμού και εξακολουθεί να υπάρχει από την πλευρά τουλάχιστον του ενός συζύγου».


Παράλληλα, σημειώνει ο Αρειος Πάγος, «δεν ασκεί από μόνη της έννομη επιρροή», δηλαδή δεν λαμβάνεται από νομικής σκοπιάς υπόψη «η τυχόν φροντίδα» καθενός από τα δύο μέρη για τα παιδιά τους.


Με γλάστρες χώριζαν το μπαλκόνι τους


Η πρώτη υπόθεση που απασχόλησε τους δικαστές ήταν η περίπτωση ζευγαριού το οποίο τον Ιούνιο του 1976 παντρεύτηκε με θρησκευτικό γάμο και απέκτησε δύο παιδιά. Ωστόσο, η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και διακόπηκε οριστικά από το 1994.


Εκτοτε, το τέως ζεύγος ήταν σε συνεχή διάσταση και το 2014 με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης λύθηκε ο γάμος τους «μετά από υπερδιετή διάσταση ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσής τους».


Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τον Αύγουστο του 2016 έμεναν στο ίδιο διαμέρισμα, χωρίς όμως «να υπάρχει μεταξύ τους ουσιαστική σωματική ή πνευματική επαφή ή πρόθεση διατήρησης της κοινωνίας βίου». Το διαμέρισμα όπου διέμεναν ανήκει και στους δύο κατά κυριότητα, σε ποσοστό 50%, εξ αδιαιρέτου.


Τα τελευταία δέκα χρόνια (από το 1994 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016, οπότε συζητήθηκε η αγωγή διαζυγίου του πρώην συζύγου ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) η έγγαμη συμβίωσή τους είχε διαρρηχθεί και όχι μόνο κοιμόντουσαν σε χωριστά δωμάτια, αλλά και το μπαλκόνι του διαμερίσματός τους το είχαν χωρίσει στα δύο με μεγάλες γλάστρες, έτσι ώστε να κάθονται χωριστά και να μη βλέπει ο ένας τον άλλον. Τελικά, τον Αύγουστο του 2016 εκείνος έφυγε από το επίμαχο διαμέρισμα.


Οπως αναφέρουν οι αρεοπαγίτες, σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, «αποδεικνύεται πλήρως η διάσταση των διαδίκων συζύγων, συνεχώς και χωρίς καμία επανασύνδεση, από το έτος 1994» και σε κάθε δε περίπτωση πλέον της διετίας η τυπική αυτή συγκατοίκηση δεν αναιρεί τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης του πρώην ζεύγους.


Η σύζυγος όμως είχε αντίθετη άποψη, δηλαδή ότι ο γάμος τους δεν έχει λυθεί παρά την ύπαρξη δικαστικής απόφασης με την οποία λύθηκε λόγω υπερδιετούς διάστασης.


Ετσι, κατέθεσε αγωγή επικαλούμενη ότι η δικαστική απόφαση με την οποία απαγγέλθηκε η λύση του γάμου τους είναι αντίθετη στο άρθρο 559 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς ερμηνεύτηκε εσφαλμένα κανόνας δικαίου και το δικαστήριο προσέδωσε έννοια διαφορετική από την αληθινή στην επίμαχη υπόθεση.


Ολοι οι ισχυρισμοί της απερρίφθησαν ως αβάσιμοι από το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, το οποίο της επιδίκασε δικαστικά έξοδα 2.700 ευρώ.


Η δεύτερη απόφαση


Η δεύτερη περίπτωση που απασχόλησε το Α2 Τμήμα του Αρείου Πάγου ήταν αυτή ζεύγους το οποίο τον Αύγουστο του 1992 παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο και απέκτησε τρία παιδιά, ενώ η σύζυγος είχε δύο ακόμα παιδιά από προηγούμενο γάμο της. Το 2009 άρχισαν τα ενδοοικογενειακά προβλήματα και από τότε μέχρι τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το ζεύγος «ουδεμία επαφή συναισθηματική, ούτε απλώς βιοτική εκδήλωση συναφή προς την ηθική και νομική ουσία του γάμου είχαν», όπως αναφέρει η αρεοπαγιτική απόφαση. Εκείνος στη συνέχεια επέδειξε μια αμφίδρομη συμπεριφορά ως προς τη λύση του γάμου, κατά την οποία άλλοτε υποστήριζε ότι ο γάμος τους δεν έχει λυθεί και άλλοτε το παραδεχόταν είτε εμμέσως είτε ευθέως. Ετσι, όπως επισημαίνεται στη δικαστική απόφαση, από τη μία εκείνος ισχυριζόταν ότι «ουδεμία διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους υπήρξε και ότι συμβιώνουν συνεχώς με την πρόθεση να είναι σύζυγοι».


Από την άλλη δεν παρέλειψε να επικαλεστεί το γεγονός ότι στο συμφωνητικό μίσθωσης της κατοικίας εκ μέρους εκείνης αναφέρεται ότι εκτός από τα τρία κοινά παιδιά τους θα χρησιμοποιείται και ως κατοικία του ίδιου.


Ενδεικτικό των αντιφατικών θέσεων που επικαλέστηκε εκείνος, όπως αναφέρει ο Αρειος Πάγος, είναι ότι «αφού παραδέχτηκε ότι η διάσπαση της συμβίωσής τους ως συζύγων επήλθε στις 23-10-2009, ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι από το 2013 συγκατοίκησαν και πάλι, αναφέροντας σαφώς ότι έτσι επωφελούνταν των επιδομάτων ενοικίου και θέρμανσης που εκείνη δικαιούται ως πολύτεκνη μητέρα».


Παράλληλα, αλλά και αντίθετα με τα προηγούμενα, παραδέχτηκε ότι η συγκατοίκηση ήταν περιστασιακή, καθόσον ανέφερε ότι εκείνη «απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα» και ότι «οι συναντήσεις τους (όποτε βρίσκονταν κάτω από την ίδια στέγη) περιορίζονταν σε οξύτατες λεκτικές αλλά και έργω βίαιες αντιπαραθέσεις» και έτσι ήθελε «τη λύση του γάμου τους για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης».


Σε άλλο σημείο της απόφασης αναφέρεται πως «αποδείχθηκε ότι οι διάδικοι δεν εκπλήρωναν ούτε την υποχρέωση για κοινό νοικοκυριό, δεν συμμετείχαν από κοινού σε κοινωνικές εκδηλώσεις, ούτε υπήρξε συμμετοχή του ενός στην τύχη του άλλου (συνεννόηση, υποστήριξη, πίστη, αποδοχή)», ούτε υπήρχε «κοινότητα βίου εν γένει».


Τελικά, το Ποινικό Τμήμα κατέληξε ότι «εφόσον αποδείχθηκε ότι έχει επέλθει διάσταση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων τόσο κατά το βουλητικό (animus) όσο και κατά το εξωτερικό (corpus) στοιχείο συνεχώς για περισσότερα από δύο χρόνια και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής, ο κλονισμός του γάμου τους τεκμαίρεται αμάχητα, χωρίς να ενδιαφέρει ποια περιστατικά οδήγησαν στη φυσική και ψυχική αποξένωσή τους και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, όπως βάσιμα ζήτησε με την αγωγή της εκείνη».


Αναφορικά με τη διαχρονική διαδρομή της δεύτερης αυτής υπόθεσης, σύμφωνα με την πολυσέλιδη δικαστική απόφαση, τον Ιούνιο του 2015 εκείνη κατέθεσε αγωγή διαζυγίου και μετά από δικαστικές διενέξεις τριών ετών εκδόθηκε το 2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών η οποία απήγγειλε τη λύση του γάμου τους. Εκείνος, όμως, προσέφυγε στον Αρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου Αθηνών του 2018 με την οποία λύθηκε ο γάμος τους. Επικαλέστηκε ότι η εφετειακή απόφαση περιείχε πλημμέλειες, ανεπαρκείς αιτιολογίες, ανεπαρκή και αντιφατικά πραγματικά περιστατικά και «εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχει επέλθει διάσταση της έγγαμης συμβίωσής μας με την αντίδικο για περισσότερο από δύο χρόνια και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής».


Απέρριψε επίσης ο Αρειος Πάγος τον ισχυρισμό του ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο μαρτυρικής κατάθεσης και επισήμανε ότι εκείνος όφειλε να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αίτηση αναίρεσής του, κάτι όμως που δεν έκανε.


Τελικά, το Ανώτατο Πολιτικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς του και του επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα των 2.700 ευρώ.