14 Σεπ 2020

Ο ρατσισμός στα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής - Mήπως μας θυμίζουν κάτι αυτές οι εικόνες ;


"Ενάμιση εκατομμύριο πεινασμένα στόματα. Ενάμιση εκατομμύριο φτηνά εργατικά χέρια,
ενάμιση εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαληνή για ελπίδα τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις..

άδειες τσέπες …» Διδώ Σωτηρίου.



Διαβάζω:

Στις 9 Νοεμβρίου του 1923,έγινε συλλαλητήριο στις στήλες του Ολυμπίου Διός,στην Αθήνα,όπου συμμετείχαν μαζικά οι κάτοικοι των Μεσογείων.Το χαρακτηριστικότερο σύνθημα ήταν "Φωτιά στους Τουρκόσπορους πρόσφυγες"

Οι Μικρασιάτες ήταν ιδιαίτερα ανεπιθύμητοι και από το επίσημο Ελληνικό κράτος.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μαζί με τους Δ. Γούναρη και Λ. Ρούφο εξέδωσαν το νόμο 2870/1922 στις 18 Ιούλη 1922 «Περί μεταφοράς προσώπων ομαδόν ερχομένων εις Ελληνικούς λιμένας εκ της αλλοδαπής» με τον οποίο απαγορεύτηκε στον Ελληνικό Μικρασιατικό πληθυσμό να φτάσει στην Ελλάδα, εφ’ όσο δεν ήταν εφοδιασμένοι «δια τακτικών διαβατηρίων νομίμως τεθεωρημένων».

Όσον αφορά το λαό, συνειδητά ή μη, οι βασιλική παράταξη, ταύτισε τους πρόσφυγες με τους οπαδούς του Βενιζέλου την άφιξή τους με την καταδίκη και εκτέλεση των έξι της πολιτικής ηγεσίας τους Χατζηανέστη, Θεοτόκη, Μπαλτατζή και των τριών πρώην πρωθυπουργών Πρωτοπαπαδάκη, Στράτο και Γούναρη.

Η ελληνική κυβέρνηση θέλοντας να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι υπήρχε μια σχετική τάξη στη χώρα, αποφάσισε να δώσει δάνεια ώστε να μπορέσει να αποκατασταθεί το προσφυγικό πρόβλημα. Έτσι με αυτά τα χρήματα και τις απαλλοτριώσεις των γεωργικών εκτάσεων η κυβέρνηση κατάφερε να δώσει έστω και την εντύπωση ότι έχουν τεθεί οι πρώτες βάσεις για μια στοιχειώδη έγνοια για τους πρόσφυγες. Όλη αυτή η δράση είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η λεγόμενη «Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων.

Βασικοί τόποι εγκατάστασης των προσφύγων ήταν οι κορυφές των μεγάλων πόλεων στις οποίες περιοχές ιδρύονταν οι προσφυγικοί συνοικισμοί. Βέβαια οι συνθήκες ήταν άθλιες αφού έμεναν σε παράγκες ενώ σε πάρα πολλές περιπτώσεις, έμεναν ακόμα και σε στάβλους.

Απέναντι σ’ ένα κρατικό μηχανισμό που αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στο τεράστιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων, οι ίδιοι οι πρόσφυγες ανάλαβαν την επίλυση των άμεσων προβλημάτων τους, προτάσσοντας την αυτενέργεια και σε πολλές περιπτώσεις την παραβατικότητα, σαν στοιχείο της συλλογικής τους ταυτότητας. Έτσι, με την άφιξη των προσφύγων εμφανίστηκε το φαινόμενο της αυθαίρετης δόμησης σε μαζικό επίπεδο, σαν διαδικασία που συμπλήρωνε την αδυναμία του κράτους να προσφέρει φτηνή στέγη.

Ομαδικά οι πρόσφυγες έκτιζαν τα αυθαίρετα σ’ ένα μερόνυχτο. Μεταξύ εργολάβων και εκπροσώπων του κράτους είχε αναπτυχθεί σχέση που δε διακρινόταν εμφανώς το νόμιμο από το παράνομο…


Οι εξαθλιωμένοι πρόσφυγες, σε μεγάλο βαθμό γυναίκες και ανήλικα παιδιά, προτιμούνταν από τους εργοδότες κυρίως σαν ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, επειδή λόγω ακριβώς της κατάστασής τους αυτής, ήταν διατεθειμένοι να εργαστούν με μικρότερες αποδοχές από τους ντόπιους. Επιπρόσθετα, δεν είχαν συνδικαλιστική εμπειρία δεδομένου ότι στη Μικρά Ασία δεν είχε αναπτυχθεί το συνδικαλιστικό κίνημα, οπότε τους καθιστούσε δεξαμενή απεργοσπαστών.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα βιαιοπραγιών προς τους πρόσφυγες καταγράφτηκαν στη Δράμα της Μακεδονίας. Στο χωριό Κιούπκιοϊ (σημερινή Πρώτη) των Σερρών, το φθινόπωρο του 1925, οι κάτοικοι πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Πυρπόλησαν τις σκηνές των προσφύγων και λεηλάτησαν τα λιγοστά υπάρχοντα που κουβάλησαν από τα σπίτια τους, από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Σύμφωνα με τις καταγραφές της παντελώς απούσας χωροφυλακής κάηκαν ολοσχερώς 120 σκηνές μέσα στις οποίες έμεναν πρόσφυγες Ποντιακής καταγωγής και τραυματίστηκαν με μαχαίρια δεκαεπτά (17) άτομα. Τα περισσότερα ήταν γυναίκες. Σε άλλες περιοχές ανάγκαζαν τους πρόσφυγες να φοράνε συγκεκριμένο χρώμα ρούχων (κίτρινο) για να ξεχωρίζουν από τους Ελλαδίτες Έλληνες. Τούτο μάλιστα είχε προταθεί πολλά χρόνια αργότερα, το 1933, από τον Ν. Κρανιωτάκη, εκδότη της εφημερίδας «Πρωϊνός Τύπος» να εφαρμωστεί σε όλη την Ελλάδα, ώστε να ξεχωρίζουν από τους Έλληνες. Ενώ παράλληλα διακατέχονταν από προκαταλήψεις όπως για παράδειγμα ότι φέρνουν κακή τύχη. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρος «σμυρνιά» είχε γίνει συνώνυμο της πρόστυχης γυναίκας λόγω του ότι ήταν δυναμικές και εργατικές συμβάλλοντας οικονομικά στο σπίτι με εξωτερικές δουλειές.

Τέλος, από μερικούς αναγνωρίστηκε η καθαριότητά τους ενώ δυστυχώς από μια άλλη μερίδα ανθρώπων θεωρούνταν κατώτεροι και βρώμικοι. Οι μπουγάδες μύριζαν καθαριότητα και πράσινο σαπούνι ενώ ντρέπονταν να απλώσουν κάτι το όποιο ήταν γαριασμένο. Οι Σμυρνιές έφεραν τον ασβέστη και φρόντιζαν η παράγκα τους να δείχνει όσο πιο καθαρή και περιποιημένη γίνεται, ενώ με μελαγχολία αναπολούσαν την παλιά τους γειτονιά που ήταν γεμάτη από τενεκεδάκια με λουλούδια και μυρωδιές.

(Ευθύμης Λεκάκης,νομικός-ιστορικός ερευνητής)

υ.γ.13 Σεπτεμβρίου του 1922 ξεσπάει η μεγάλη πυρκαγιά στη Σμύρνη ,ξεκινώντας από την αρμένικη συνοικία