8 Οκτ 2018

Τι γίνεται με τις τράπεζες;


Κώστας Παπουλής 
Τι γίνεται με τις τράπεζες; αναρωτιούνται αρκετοί.  Η απάντηση είναι πολύ απλή, μια φαλιρισμένη οικονομία θα έχει  και φαλιρισμένες τράπεζες. Αυτό  που έχουν πάθει οι τράπεζες, είναι ότι όπως κάθε επιχείρηση όταν οι ζημιές ολοένα μεγαλώνουν και τα έσοδα λιγοστεύουν, τότε βρίσκονται μπροστά στην χρεοκοπία.


 Στις τράπεζες ο λόγος κόκκινων δανείων δια κανονικά εξυπηρετούμενων δανείων χειροτερεύει συνέχεια. Από την μια καθώς επιδεινώνεται η θέση των δανειοληπτών από την παρατεταμένη και πρωτοφανή για ανεπτυγμένη χώρα ύφεση, αυξάνει ο αριθμητής και πλησιάζει πλέον τα 90 δις. Ανάλογα μειώνεται ο παρανομαστής. Συγχρόνως ή όλη διαδικασία για γρήγορη μείωση των κόκκινων δανείων είτε μέσω ξεπουλήματός τους αντί πινακίου φακής, είτε μέσω κατασχέσεων και πλειστηριασμών σε ευτελείς σε σχέση με τα δάνεια αξίες, επιφέρει νέες ζημιές.

Τέλος, ο τραπεζικός τομέας, αντί να μπορέσει να βοηθήσει την οικονομία μέσω χρηματοδότησης επενδύσεων, γίνεται βαρίδι σε αυτήν, αποσπώντας συνέχεια δημόσιο χρήμα για να καλύψει τις ζημιές του και να επιβιώσει. Διότι οι επενδύσεις προϋποθέτουν αποταμίευση και για να υπάρξει αυτή, σημαίνει ανόρθωση της οικονομίας και αυτή με την σειρά της, ένα σφριγηλό τραπεζικό σύστημα. Ο κύκλος είναι φαύλος και το αδιέξοδο της εντός ευρώ ελληνικής οικονομίας και του τραπεζικού της συστήματος,  παρά τα όσα λέγονται περί «εξόδου» από την «μνημονιακή»  εποχή, εντεινόμενος.

Στην πραγματικότητα η ευρωζωνική Ελλάδα είναι κλινικά νεκρή και δεν μπορεί να ανταποκριθεί έξω από τους μηχανισμούς στήριξης, που αποτελούν τον σωλήνα της εντατικής μονάδας που την κρατούν νεκροζώντανη, είτε πρόκειται για το δημόσιο χρέος της, είτε πρόκειται  για τις τράπεζες. Οι αγορές για το δημόσιο παραμένουν κλειστές μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα, λόγω του υπέρογκου χρέους, ενώ οι τράπεζες βρίσκονται σε δεινή θέση λόγω και της μη αποδοχής των ελληνικών εγγυήσεων και ομολόγων από την Ε.Κ.Τ., επειδή βρισκόμαστε εκτός δανειακών προγραμμάτων.

Δεν θέλει πολύ φαντασία, για να κατανοήσει κανείς, ότι το δίλημμα δραχμή, ή τέταρτο επίσημο πρόγραμμα θα έρθει μόλις εξαντληθεί το μαξιλάρι των 30 δις που θα πάει συνδυαστικά, σε αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων και σε πεσκέσι για τις τράπεζες.

Το εντός-ευρώ ελληνικό τραπεζικό σύστημα λειτούργησε ως διαμεσολαβητικός μηχανισμός χρηματοδότησης των επενδύσεων δύο (ταυτοχρόνως) ελλειμματικών τομέων (Δημόσιος-Ιδιωτικός), δια των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και, κυρίως, του εξωτερικού δανεισμού. Καθώς το «ισοζύγιο» εθνικής καθαρής αποταμίευσης-καθαρών επενδύσεων-ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών-εξωτερικού δανεισμού, ήταν άκρως προβληματικό λόγω της συμμετοχής στην ΟΝΕ, συνάγεται ότι αυτός ο μηχανισμός δεν μπορεί παρά να βρισκόταν σε καθεστώς ασταθούς ισορροπίας, η οποία προσέλαβε μορφή ολοκληρωτικής κατάρρευσης, όταν εκδηλώθηκε η «δημοσιονομική κρίση» και ανακόπηκε, εν συνεχεία, η ροή του εξωτερικού δανεισμού. Από τον δημόσιο τομέα έχασε γύρω στα 27 δις από το κούρεμα του P.S.I. και από τον ιδιωτικό τομέα οι ζημιές είναι άγνωστες και αύξουσες. Ο δε Δημόσιος τομέας δεν διέθετε, δεδομένης της υπαγωγής της χώρας στην ΕΕ-ΕΖ, τη δυνατότητα της ανακεφαλαιοποίησης του τραπεζικού τομέα μέσω νομισματικής χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων. Στερούνταν επίσης της  χρήσης του εργαλείου της νομισματικής υποτίμησης, ώστε να βελτιώσει το εξωτερικό ισοζύγιο και μέσω αυτού την αποταμίευση.

Έτσι πέρα από την πλουσιοπάροχη παροχή εγγυήσεων, το ελληνικό δημόσιο έχει συνεισφέρει μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων  μέχρι σήμερα (από την εποχή του Αλογοσκούφη), περίπου 50 δις ευρώ για την σωτηρία των τραπεζών. Μετά την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (του Νοεμβρίου 2015), η χρηματιστηριακή αξία τους υποχώρησε από τα 34 δισ. ευρώ (στα μέσα του 2014, 80 δισ. ευρώ το 2007) στο 1 δισ. ευρώ. Το Δημόσιο απώλεσε, ουσιαστικά, ό,τι είχε συνεισφέρει στις προηγούμενες ανακεφαλαιοποιήσεις, ενώ η συμμετοχή του στο νέο μετοχικό κεφάλαιό τους συρρικνώθηκε ή καλύτερα εξατμίστηκε. Έτσι, η πλειοψηφία των μετοχών πέρασε σε διεθνή ιδιωτικά χέρια.

Για την ιστορία… Μετά  την συνθήκη του Μάαστριχτ…

Για την ιστορία, η πραγματική απαρχή του ελληνικού δράματος μπορεί να προσδιοριστεί, ακριβώς μετά την συνθήκη του Μάαστριχτ, το έτος 1994.

Το 1994, α) απελευθερώθηκε το τραπεζικό σύστημα με την αποδέσμευση των εποπτικών κεφαλαίων που οι εγχώριες τράπεζες τηρούσαν στην τράπεζα της Ελλάδος, και με την άρση περιορισμών για τα καταναλωτικά δάνεια. β) Το κύριο είναι ότι άρχισε η προσπάθεια για την είσοδο στην ΟΝΕ με την υιοθέτηση της πολιτικής της σκληρής δραχμής. Είχαμε υψηλά επιτόκια, ενώ παράλληλα περιορίστηκε η ονομαστική υποτίμηση της δραχμής ώστε να περιοριστεί ο εισαγόμενος πληθωρισμός, με σκοπό να επιτευχθεί ο αναγκαίος αποπληθωρισμός για  να εισαχθεί η χώρα στην Ζ.Ε.. Ο στόχος επετεύχθη, αλλά με το μεγάλο κόστος ανατίμησης της δραχμής. Αυτές οι συνθήκες, υψηλά επιτόκια, ονομαστική υποτίμηση κάτω από τον πληθωρισμό, έδιναν εγγύηση βέβαιων αποδόσεων για  προσέλκυση κεφαλαίων που με την σειρά τους δημιουργούσαν τάση περαιτέρω ανατίμησης της δραχμής.  γ) Η προοπτική της ΟΝΕ και τελικά η ένταξη, άρχισε να βελτιώνει και την συνολική πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και την δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων   τόσο για τον δημόσιος τομέα όσο και το ιδιωτικό τομέα.

Σε αυτή την κατάσταση η πιστωτική επέκταση επιταχύνθηκε, ενώ επιτράπηκε η αύξηση της επένδυσης, της κατανάλωσης και η διατήρηση  μεγάλων εξωτερικών ελλειμμάτων.

Οι τράπεζες αύξησαν σημαντικά και ανεξέλεγκτα την χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών χρησιμοποιώντας κεφάλαια που απελευθερώθηκαν και κεφάλαια από τις διεθνείς χρηματαγορές. Από 40 δις ευρώ τα δάνεια το 1998, ξεπέρασαν τις δύο εκατοντάδες δις και πλέον  το 2010.

Εν τω μεταξύ η νομισματική πολιτική της Ε.Κ.Τ ήταν αντίθετη με την κατάσταση που επικρατούσε στο Νότο, μια που συντονίζονταν με την ατμομηχανή της ευρωζώνης, την Γερμανία.  Δημιουργήθηκαν φούσκες στα ακίνητα, αύξηση του πληθωρισμού, εισροές κεφαλαίων (ακόμη και ξένων αποταμιευτών-γύρω στα 50 δις, στις ελληνικές τράπεζες-) και γενική στρέβλωση της οικονομίας.

Η αύξηση της πιστωτική επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα μεταξύ 1998-2007 ήταν κατά μέσον όρο 16,9%, αλλά 28% για τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια. Έτσι ενώ η επένδυση ήταν σημαντική  πάνω από 40% κινήθηκε στην κατασκευή κατοικιών. Αν συνυπολογίσουμε και τις δημόσιες κατασκευές, τους ολυμπιακούς αγώνες κλπ, δεν έχουμε αύξηση των επενδύσεων εξοπλισμού κλπ ώστε να αυξηθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.

Αντίστροφα η συνολική εγχώρια ζήτηση ήταν κατά μέσο όρο 112,8% του ΑΕΠ. Η ιδιωτική κατανάλωση κινήθηκε πάνω από 70% του ΑΕΠ φτάνοντας το 74% το 2010, όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν 58%.   Ο εξωτερικός δανεισμός και η πίστωση ήταν τα στοιχεία  που τροφοδότησαν μια υπερβάλλουσα ζήτηση, μια εικόνα πλαστής ευμάρειας για την μεσαία τάξη, που ίσως δημιούργησε και λανθασμένη συνείδηση για το τι είναι το ευρώ, συνείδηση που σπάει σήμερα.

Από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι γνωστά, όπως και η λύση: επιστροφή στην δραχμή, εθνικοποίηση των τραπεζών και ανάκτηση της εθνικής, λαϊκής και οικονομικής κυριαρχίας. Και όμως  σήμερα 5-10-2018, ενώ  ακούμε για το τι θα γίνει για τις συντάξεις από τις ανακοινώσεις της Γερμανικής Καγκελαρίας, η «αριστερή» κυβέρνηση της χώρας,   χωρίς αιδώ  για αυτή την κατάντια, χωρίς να έχει καμία πρόταση για την λύση της αμφίδρομης χρεοκοπίας οικονομικής-τραπεζικής, φαίνεται ότι τα έχει τελείως χαμένα μια που ασχολείται και μαγειρεύει την δίωξη και την καταστολή όσων αντιστέκονται στους πλειστηριασμούς και ιδιαίτερα του Π. Λαφαζάνη.

ΠΗΓΗ: iskra.gr