24 Νοε 2016

Οι Έλληνες είναι συμβιβασμένοι με την αθλιότητα...


Σε ένα από τα βιβλία του, ο Μίλαν Κούντερα περιγράφει μια σκηνή, η οποία θα μπορούσε πολύ καλά, να αναφέρεται στην Ελλάδα του 2016 και όχι στην Τσεχοσλοβακία του 1968/1969.
Ένας άνδρας στέκεται στην μέση μιας κεντρικής πλατείας και ξερνά ασταμάτητα.
Κανείς δεν σταματά για να προσφέρει βοήθεια.
Μονάχα αρκετοί διαβάτες περνούν βιαστικά...


δίπλα του, τον σκουντούν φιλικά στην πλάτη και του ψιθυρίζουν: «να ήξερες πόσο σε νιώθω».

Έχουμε δηλαδή όλοι μας αυτή την αίσθηση της απόλυτης αηδίας, που μας ανακατεύει τα σπλάχνα, ταυτόχρονα όμως μας πλημμυρίζει ο φόβος κι η απόγνωση για την αφασιακή ανημποριά, που έχει σφραγίσει την ύπαρξη μας.

Αυτό που συμβαίνει στην χώρα, είναι απίστευτο.

Μιλάνε πχ όλοι για την ανάγκη συναίνεσης, που με έναν μαγικό σχεδόν τρόπο θα επιλύσει όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, την στιγμή που είναι πασιφανές, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων (πολιτικών και μη) στερούνται της ικανότητας να αντιληφθούν, πόσο μάλλον να αναλύσουν, την πραγματικότητα που βιώνουμε.

Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί και η δυσκολία έκφρασης των όποιων σκέψεων παράγονται, ακόμα κι από εκείνους που υποτίθεται ότι έχουν τα πνευματικά και εκπαιδευτικά εφόδια για να το πράξουν.

Τεράστιο το εκφραστικό κενό.

Πολιτικοί και πολίτες μιλούν επικαλούμενοι μονίμως το θυμικό και στοχεύοντας αποκλειστικά στα συναισθήματα και μάλιστα στα χαμηλότερα εξ αυτών.

Όταν και όποτε χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουν και να παρουσιάσουν θέσεις και απόψεις με αρχή, μέση και τέλος, μουγκρίζουν.

Άραγε δεν είναι αυτό το πρώτο και το πιο σίγουρο σημάδι για τον εκφασισμό μιας κοινωνίας;

Συναίσθημα και μουγκρητό μαζί, σε υπερβολικές δόσεις;

Δεν το είχαμε δει αυτό το φαινόμενο να θεριεύει καιρό πριν την οικονομική χρεοκοπία της χώρας;

Δεν στήνεται επίσης το ίδιο σκηνικό (μαζί με μπόλικη χριστιανική υποκρισία) στις περισσότερες χώρες της «πολιτισμένης» Δύσης;

Ο φασισμός, ως κοινωνική νοοτροπία, διαχέεται παντού.

Μια αγέλη λυκάνθρωπων που διψά για αίμα και επιβολή.

Ένα αντιανθρώπινο «κίνημα» που απειλεί να μετατρέψει το παιδί σου κι εσένα τον ίδιο, στο τέρας που επέτρεψες να γεννηθεί.

Και όσο περνάει ο καιρός, αντιλαμβάνεσαι με τρόμο, πως δεν φτάνουν οι κλειστές πόρτες, τα κλειστά παράθυρα και οι κλειστές παρέες, για να σε προστατέψουν από την φρικτή αυτή αρρώστια.

Χρειάζεται μεγάλη κατάθεση ψυχής και τεράστια ποσότητα γνώσης, για να αντισταθείς σε εκείνο το άθλιο ον, που θα μπορούσες να γίνεις.

Την ένδεια της Ελληνικής κοινωνίας την βλέπεις παντού.

Από τις αποφάσεις που περιμένουμε να πάρουν οι άλλοι για εμάς σχετικά με το χρέος, για τα νέα μέτρα λιτότητας και για το προσφυγικό, μέχρι τις εξωτερικές μας σχέσεις με τους γείτονες (Αλβανούς, Σκοπιανούς και Τούρκους) και τους αδερφούς Κυπρίους.

Πλήρης αφασία.

Η Ελλάδα που μόλις πριν λίγα χρόνια οι πολίτες της περηφανεύονταν για το υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης στα Βαλκάνια, είναι μια χώρα παραδομένη, μια χώρα βαθιά ηττημένη, μια χώρα που θυμίζει όλο και περισσότερο την Σερβία στην μετά Μιλόσεβιτς εποχή.

Με δύο όμως πολύ σημαντικές διαφορές.

Η Σερβία έδωσε έναν (δίκαιο και άδικο πόλεμο μαζί) και τον έχασε.

Η Ελλάδα δεν πολέμησε καθόλου. Και ηττήθηκε.

Η Σερβία μετά την ήττα της ακρωτηριάστηκε εθνικά και εδαφικά.

Η Ελλάδα όχι ακόμα.

Όμως, αυτό θα είναι λογικά το επόμενο που θα συμβεί, εκτός κι αν οι συγκυρίες και οι διεθνείς γεωπολιτικοί συσχετισμοί δυνάμεων σε συνδυασμό με την σπουδαία γεωστρατηγική της θέση, προστατέψουν ξανά την ακεραιότητά της, όπως συνέβη άλλωστε αρκετά συχνά και στο παρελθόν 91827-1830: ανεξαρτησία, 1897: «ατυχής» πόλεμος, κλπ.).

Βλέπεις, λοιπόν, μια κοινωνία, που ασθμαίνοντας κυλιέται μες στα σκατά και δεν βλέπει πουθενά καμία ρωγμή, για να ξεχυθεί από μέσα της το φως, όπως έγραφε κι ο μακαρίτης πια Κοέν.

Τελειώσανε οι αυταπάτες.

Ξοδευτήκανε όλες οι αντιστάσεις και οι αντοχές.

Απέτυχαν όλες οι αναθέσεις.

Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης, θα περίμενα να δω την εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς, στην Ελλάδα δεν το νομίζω.

Και όχι φυσικά γιατί πιστεύω, πως είναι ισχυρά στους Έλληνες τα δημοκρατικά αισθήματα.

Στην Ελλάδα βλέπω αντίθετα ένα κίνδυνο ακόμα μεγαλύτερο από την έλευση της ακροδεξιάς.

Τον κίνδυνο του κενού.

Του κενού που καταπίνει, ότι υπάρχει γύρω του.

Που αποσυνθέτει κάθε συνδετική ίνα, που κρατά τους ανθρώπους και τις πολιτείες ενωμένες.

Δεν ξέρω, ειλικρινά, υποθέτω, όμως, ότι ο Ελληνισμός λίγες φορές στο παρελθόν είχε βρεθεί σε παρόμοια θέση.

Ίσως λίγο πριν την έλευση των Ρωμαίων, ίσως τα χρόνια πριν την οριστική πτώση του Βυζαντίου.

Γράφεις τον τελευταίο καιρό αρκετά κείμενα γεμάτα θυμό, απόγνωση και κυνισμό.

Αναδημοσιεύεις παλαιότερα εμβληματικά κείμενα, ξανά και ξανά.

Πιάνεσαι από την ελπίδα, ότι κάτι (δεν μπορεί κάτι!) θα τους ξυπνήσει.

Θα είναι η κρυμμένη κάτω από τα ρούχα του μνημονίου αξιοπρέπεια; Θα είναι η ανάγκη;

Θα είναι αυτό το γ@μημένο «δεν πάει άλλο», που θα φουντώσει από ένα τίποτα;

Δεν θα είναι τελικά τίποτα;

Η λογική μου λέει, πως υπάρχουν πολλά πράγματα (καλά υπολογισμένες κινήσεις και άλλες πολιτικές) που μπορούν να ανατρέψουν την σημερινή κατάσταση.

Ο τόπος είναι πλούσιος. Αίμα και ιδρώτα χρειάζεται το χώμα αυτό και θα ξανακαρπίσει.

Άλλωστε, παντού στον κόσμο τα πράγματα δύσκολα είναι, όχι μόνο στην Ελλάδα.

Και οι καιροί περίεργοι είναι και από αυτούς που αν αλλάξουν τα αλλάζουν όλα και γρήγορα.

Σαν το τσουνάμι είναι οι καιροί που ζούμε.

Έχει βγει η προειδοποίηση, πως θα έρθει, κανείς όμως δεν ξέρει ποιον θα πνίξει.

Θέλω με αυτά να πω, ότι δεν θα έπρεπε να τους φοβίζει τους Έλληνες, ούτε το χρέος, ούτε η επόμενη χρεοκοπία εντός ή εκτός του ευρώ.

Σήμερα οι Έλληνες δεν θα έπρεπε να φοβούνται τίποτα. Δεν έχουν τίποτα άλλωστε να χάσουν.

Σήμερα θα έπρεπε να φοβούνται οι χώρες και οι λαοί που έχουν πολλά.

Να φοβούνται, γιατί το μεγάλο κύμα ζυγώνει.

Θα είχε γέλιο, να έβλεπα τους Έλληνες σήμερα χαλαρούς.

Να μην φοβούνται.

Να αρνιόνταν να πληρώσουν τους φόρους τους.

Να μην αφήνανε μνημονιακό πολιτικό ένθεν και εκείθεν χωρίς γιαούρτωμα.

Να έκλειναν τους δρόμους, το Σύνταγμα και το αεροδρόμιο, κάθε φορά που η κυρία Δρακουλέσκου και η παρέα της έφτανε για «έλεγχο» στην Αθήνα.

Όμως, οι Έλληνες δεν είναι «χαλαροί».

Οι Έλληνες είναι συμβιβασμένοι με την αθλιότητα.

Το πιο τρομακτικό από όλα είναι, πως οι Έλληνες έχουνε πια συνηθίσει τα πάντα.

Τα πάντα όλα!

Φιλιά από την Εσπερία

Ηλίας

(Αγαπητέ Ηλία, οι λόγοι που οι Έλληνες δεν μπορούν ούτε να σκεφτούν, ούτε να μιλήσουν, ούτε να πράξουν αναφέρονται στο κείμενο "Πώς στρώθηκε ο δρόμος για τον φασισμό". Όταν το έγραφα, το 2012, δεν φανταζόμουν πόσο μέσα είχα πέσει. Ηλία, εκτός του ότι δεν έχουν κανένα νόημα πια οι εκλογές στο προτεκτοράτο-Ελλάδα, δεν υπάρχει λόγος να γίνει κυβέρνηση η ακροδεξιά στην Ελλάδα. Σχεδόν όλα τα ελληνικά κόμματα είναι εθνικιστικά. Οι περισσότεροι Έλληνες - ανεξαρτήτως κομματικής τοποθέτησης - είναι εθνικιστές. Ο περιούσιος λαός, έθνος ανάδελφον και τα ρέστα. Οι περισσότεροι Έλληνες πιστεύουν, πως είναι ανώτεροι από τους άλλους λαούς. Κι από την πολλή μας ανωτερότητα και τον πολύ εθνικισμό, μας πήραν τη χώρα μας, χωρίς να αντιδράσουμε. Ηλία, δεν γράφω ούτε με θυμό, ούτε με απόγνωση, ούτε για κάποιον ανώτερο σκοπό και κάποια αγνή ιδέα, ούτε έχω ψευδαισθήσεις. Γράφω για να ζήσω - ξέρεις καλά ότι δεν έχω μία - και για να εκτονωθώ. Αν ήμουν πλούσιος, τα τελευταία χρόνια δεν θα έγραφα τίποτα. Άλλωστε, στην Ελλάδα δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Ειδικά, μετά το δημοψήφισμα, δεν έχουν νόημα οι ειδήσεις στην Ελλάδα. Μια διαρκής επανάληψη. Περιμένουμε, να δέσουν κάνα νεκρό παπά στην καρέκλα και να τον πάνε βόλτα, για να πούμε, ότι κάτι έγινε στην Ελλάδα. Ηλία, δεν έχουν συνηθίσει όλοι οι Έλληνες τα πάντα. Γι’ αυτό η φυγή συνεχίζεται, γι’ αυτό έφυγες κι εσύ. Είναι προφανές, εφτά χρόνια μετά την χρεοκοπία, πως οι Έλληνες δεν πρόκειται να αντιδράσουν. Δεν μπορούν, δεν θέλουν, δεν ξέρουν. Δεν μπορούν μωρέ οι άχαροι, δεν μπορούν. Οπότε, η φυγή είναι η μόνη λύση, για όποιον θέλει να προσπαθήσει να μείνει αξιοπρεπής. Να είσαι καλά, Ηλία. Και κοίτα να φτιάξεις γρήγορα το σπίτι με τον ξενώνα που θα μείνω εκεί στην Ελβετία, γιατί έχω εγκλωβιστεί στην Ελλάδα και θα με βρει κάνα κακό. Την αγάπη μου.)


ΠΗΓΗ: pitsirikos.net