24 Οκτ 2016

Μονόδρομος, μέχρις αποδείξεως του εναντίου


του Κωνσταντίνου Πουλή

Για να μπορούμε να πούμε στα σοβαρά ότι όσα γίνονται δεν αποτελούν μονόδρομο, χρειάζεται να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις, διαζευκτικά ή σωρευτικά: είτε να υπάρξει αντίλογος ίσης έντασης και πειθούς με τον κυρίαρχο λόγο, είτε να...


υπάρξουν επαρκείς σεισμικές δονήσεις στο πεδίο των κινημάτων, ώστε να μεταμορφωθεί το τοπίο και μαζί τα ερωτήματά του. Τίποτα από τα δύο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Κατά τη διάρκεια της κρίσης ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς έγραψε ένα βιβλίο με θέμα την υφαρπαγή του πολιτικού πεδίου από τους οικονομολόγους («Η γυμνή βασίλισσα, Έργα και ημέρες του οικονομικού λόγου», εκδ. Καστανιώτη). Καταγράφει τη μακρά θεωρητική πορεία που είχε ως αποτέλεσμα το πολιτικό ζητούμενο να μεταμορφωθεί σε τεχνικο-οικονομικό. Αυτό συμβαίνει ανεξαρτήτως της πολιτικής μας κριτικής. Εμείς μπορούμε να λέμε ότι κακώς έγινε αυτό, ότι δεν είναι δουλειά του τεχνοκράτη να μας βγάλει από την κρίση κλπ. Το έχω γράψει κι εγώ, λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά, το λένε πολύ συχνά και οικονομολόγοι. Πιστεύω όμως ότι αυτό δεν αρκεί. Πιστεύω, ακόμη περισσότερο, ότι ο θρίαμβος του λόγου των τεχνοκρατών είναι ο λόγος για τον οποίον χάνουμε παταγωδώς.

Η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ, που εξηγεί για ποιον λόγο δεν είναι αριστερό κόμμα, μπορεί να είναι ακόμη και  διασκεδαστική, αλλά αναμασά το προφανές. Βεβαίως και δεν είναι αριστερό κόμμα. Είναι ένα ακόμη μνημονιακό κόμμα, το οποίο ο κόσμος ανέχεται προς το παρόν και το αφήνει να ασκεί την υπαγορευμένη πολιτική των δανειστών. Οι αριστερές κορώνες των υπουργών του είναι ανοησίες, προσβολή στη νοημοσύνη των πολιτών, όπως είναι συνήθως οι υπουργικές δηλώσεις. Στην πραγματικότητα το πιο ισχυρό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ένα και μόνο ένα. Το ερώτημα: τι άλλο θα έπρεπε να γίνει; Όσοι πιστεύουν ότι η λύση είναι η έξοδος από το ευρώ έχουν στους ώμους τους το βάρος της απόδειξης, διότι από πολιτική άποψη είναι σαφές ότι το εκλογικό σώμα επέλεξε να «μένει Ευρώπη».

Ο οικονομολόγος που είχε την αυτοπεποίθηση, την κατάρτιση και την επιθετικότητα για να πάρει πάνω του το έργο να απαντά διεξοδικά και τεκμηριωμένα στη μνημονιακή πολιτική, θα μπορούσε να είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης. Δεν είναι όμως, διότι συντάχθηκε με την αδιέξοδη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, την προπαγάνδισε, την υπηρέτησε, και έκτοτε προσπαθεί να πείσει πως όλο το πρόβλημα προέκυψε το βράδυ που προδόθηκε το δημοψήφισμα. Αποσιωπώντας ότι όταν για χρόνια αρθρογραφείς λέγοντας ότι δεν υπάρχει ζωή εκτός ευρώ, δεν μπορεί ξαφνικά να βασιστείς στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για να πεις στον κόσμο ότι το ευρώ μάς τελείωσε. Θα σε έτρωγε ζωντανό όχι μόνο το 40% του ΝΑΙ, αλλά πιθανότατα και ένα σημαντικό κομμάτι αυτών που ψήφισαν μεν ΟΧΙ, αλλά είχαν αφελώς πιστέψει τον πρωθυπουργό τους που τους έλεγε να μην ανησυχούν, ότι ψηφίζουν απλώς για την τύχη μιας συμφωνίας.  Όμως το πολιτικό κριτήριο του Βαρουφάκη ήταν αντιστρόφως ανάλογο της συγγραφικής και επικοινωνιακής του ευφυΐας. Εκπλησσόταν συνεχώς δυσάρεστα, και από το κόμμα του και από τους Ευρωπαίους. Η σύγκρουση με την πραγματικότητα λοιπόν ήταν ολοκληρωτική, καθώς ανακάλυπτε ότι το κόμμα του δεν μπορούσε ξαφνικά να απαρνηθεί το ευρώ που μαζί θεωρούσαν ως μονόδρομο (σαν το Hotel California, μπορείς μόνο να μπεις, όχι να βγεις, όπως έλεγε), και οι αντίπαλοί τους δεν είχαν κανέναν λόγο να υποχωρήσουν, έχοντας αυτό ως δεδομένο. Καμία επιθετική κίνηση δεν θα μπορούσε να υπερβεί αυτό το πολιτικό εμπόδιο, εξ ου και η συντριβή.

Έτσι, ενώ στο εξωτερικό ο Βαρουφάκης είναι μια εξέχουσα προσωπικότητα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αρκετά ώστε να του παίρνει συνέντευξη ο Τσόμσκι, στην Ελλάδα είναι ένας αποτυχημένος υπουργός. Εξαιρουμένης της συκοφαντίας του ΣΥΡΙΖΑ και των ηλιθιοτήτων που γράφονται για να του αποδοθεί η επιθυμία επιστροφής στη δραχμή, φοβάμαι ότι αυτή η άποψη είναι κατά κάποιον τρόπο δίκαιη. Υποβαθμίζει τα υπόλοιπα ταλέντα του, αλλά το πέρασμά του από την πολιτική ταυτίζεται με την πρόσδεση στο άρμα μιας πολιτικής που απέτυχε παταγωδώς, που τώρα προσπαθεί να την υπερασπιστεί λέγοντας ότι απλώς δεν έστριψε το όχημα την τελευταία στιγμή.

Ο άλλος οικονομολόγος που θα μπορούσε να παίξει έναν τέτοιο ρόλο ήταν ο Κώστας Λαπαβίτσας. Είχε την απαιτούμενη κατάρτιση, είχε από νωρίς προβλέψει το αδιέξοδο, αλλά συντάχτηκε παραδόξως κι αυτός με τον ΣΥΡΙΖΑ και όταν πια είχε έρθει ο καιρός να μιλήσει, την ώρα που όλοι αναρωτιόντουσαν τι θα γίνει αν υπάρξει ρήξη, εξαφανίστηκε. Ήταν αδύνατο να σηκώσει αυτό το βάρος. Οφείλεται στη γενική κατάσταση της ΛΑΕ, στις δικές του επικοινωνιακές αδυναμίες, σε πρακτικά και θεωρητικά κενά στον σχεδιασμό της διαδικασίας εξόδου από την ΕΕ; Ό,τι από αυτά και αν ισχύει, ή ακόμη και αν ισχύουν όλα μαζί, σημασία έχει ότι ο πραγματικός κοινωνικός αντίκτυπος αυτών των απόψεων ήταν την κρίσιμη στιγμή μηδαμινός. Αυτό παρότι η δυσαρέσκεια για τους χειρισμούς της ΕΕ ήταν κοινή εντύπωση όσων έγραφαν #thisisacoup και πίστευαν ότι πρόκειται για μια ρημαγμένη χώρα αντιμέτωπη με banksters.

Αυτοί οι δύο οικονομολόγοι, αν δεν κάνω λάθος οι πιο διάσημοι οικονομολόγοι της κρίσης, συμβολίζουν τα δύο αδιέξοδα της αριστερής απάντησης: ο Βαρουφάκης την υπεραισιόδοξη ενσωμάτωση, που από υπερβολική πίστη στους θεσμούς αποδεικνύεται τρύπια και ως προς την υπερεκτίμηση της μαχητικότητας των μέσα και ως προς την υποτίμηση της μαχητικότητας των έξω, και ο Λαπαβίτσας την κριτική που συρρικνώνεται και εκμηδενίζεται ακριβώς τη στιγμή που πρέπει να αναλάβει τον ρόλο να εμπνεύσει ενθουσιασμό και δυναμική αλλαγή. Μιλώντας για αυτούς δεν ζητώ σωτήρες, δεν αναφέρομαι σε ανθρώπους που θα ήθελα να μας κυβερνήσουν. Εννοώ ότι χρειάζεται να υπάρχουν αυτοί που θα μπορούν να δώσουν απαντήσεις, μιλώντας εν μέρει την ίδια γλώσσα με τους τεχνοκράτες.

Για να μη χρειάζεται να δώσεις απαντήσεις, χρειάζεται μια τόσο ριζική αλλαγή των δεδομένων και των ερωτημάτων, που μόνο μια ριζική κοινωνική ανατροπή θα μπορούσε να τη φέρει. Αυτό σήμερα φαντάζει πιο απίθανο και από την εξεύρεση ενός οικονομολόγου που θα σήκωνε το βάρος των απαντήσεων.

Αυτό που λέει ο Κ. Τσουκαλάς (αφήνω στην άκρη τις δικές του πολιτικές επιλογές, που είναι απείρως χειρότερες από όσα συζητούμε ευγενικά για τους άλλους δύο, και μιλώ για τη σκέψη του), είναι πως το πολιτισμικό (μη οικονομικό) πρόβλημα της κρίσης είναι μεταξύ άλλων η μεταδημοκρατία. Ότι για πρώτη φορά η λογική της υλικής προόδου δεν λογοδοτεί στην κοινωνική συναίνεση και τη δικαιοσύνη. Το γεγονός ότι δεν επιδιώκεται και δεν απαιτείται πια συναίνεση, αθετώντας μία από τις θεμελιώδεις αρχές της παραδοσιακής αστικής δημοκρατίας, συμβαίνει διότι η αφήγηση πως πρόκειται για μονόδρομο είναι απολύτως πειστική, επιχείρημα νοκ άουτ, όσο δεν υπάρχει κάποιος που όχι μόνο να λέει το ανάποδο, αλλά να το λέει πειστικά! Η διαφορά είναι τεράστια. Δεν έχει σημασία αν κάποιος πιστεύει ότι ο Καζάκης έχει τις απαντήσεις αλλά τον φιμώνουν, ούτε έχει σημασία μια πολιτική κριτική στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ εδώ. Δεν εννοώ αν υπάρχουν σκόρπιοι άνθρωποι ή μικροί πολιτικοί σχηματισμοί που είναι εντελώς πεπεισμένοι ότι κατέχουν τη λύση αλλά δεν τους δίνεται η ευκαιρία να την εφαρμόσουν. Πάντα υπάρχουν αυτοί. Μπορεί να πρόκειται για τον γραφικό τύπο του ξερόλα που συμβολίζει ο ταξιτζής, το «Με δραχμή αμέσως καλύτερα ΑΚΕΠ», μπορεί όμως να είναι και κάποιος που έχει όντως δίκιο. Αυτό που λέω είναι ότι δεν αρκεί να έχεις δίκιο. Μπορεί κάλλιστα η σωστή απάντηση να βρίσκεται εκεί. Πολιτικό πρόβλημα είναι όταν αυτές οι φωνές δεν ακούγονται. Δεν νομίζω ότι φταίει μόνο η προπαγάνδα γι’ αυτό. Δεν αρκεί να πούμε ότι το MEGA εξασφάλιζε ευκολότερα βήμα στον Ψαριανό και τη Σώτη Τριανταφύλλου. Αν υπήρχε η επιχειρηματολογική ορμή, θα βρισκόταν και το βήμα. Μην ξεχνάμε, ότι αυτοί οι οικονομολόγοι έγιναν γνωστοί στο ευρύ κοινό αρθρογραφώντας και μιλώντας  σε συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων, εκτός από την τηλεόραση.

Όσο δεν υπάρχουν ούτε οι κοινωνικές ζυμώσεις που θα μεταμόρφωναν τα ερωτήματα ούτε οι θεωρητικές επεξεργασίες που θα παρενέβαιναν πειστικά στον διάλογο, αυτό που γίνεται είναι ότι όλες οι συζητήσεις είναι περιθωριακές, ενώ δεν τολμά κανείς να σκεφτεί διαφορετικά. Εδώ δεν πρόκειται για το επιχειρηματικό «think outside the box», όπως λένε οι μανατζεράνθρωποι. Πρόκειται για την ίδια την προϋπόθεση της κριτικής πολιτικής σκέψης, δηλαδή την ουτοπία. Ο τρόμος και η υποταγή προκύπτουν από το ότι όλα μοιάζουν εντελώς αμετακίνητα. Αυτό επιτρέπει στη γλώσσα των οικονομολόγων να αλωνίζει στις τσέπες μας και να μας εξηγεί γιατί καλώς υποφέρουμε. Τα ουτοπικά τινάγματα της σκέψης, αντί να συνιστούν την καύσιμη ύλη που μεταμορφώνει τη ζωή, γίνονται ανώδυνες αφηγήσεις που ανταλλάσσουν αλληλοσυγχαιρόμενα τα μέλη κάθε ξεχασμένης γκρούπας που νιώθει ότι το μέλλον τής ανήκει, αλλά όταν γίνεται διαδήλωση δεν γεμίζουμε ταξί ούτε με τον ταξιτζή.

Οι ιδέες είναι δυναμίτης. Και ο κόσμος στους δρόμους είναι δυναμίτης. Και ο δυναμίτης είναι δυναμίτης. Αν σήμερα όλα φαίνονται εντελώς βαλτωμένα, είναι διότι απουσιάζουν και οι ιδέες, και τα φιτίλια και οι άνθρωποι. Αν σε κάτι μπορεί να στραφεί η τόσο κακοπαθημένη έννοια της ελπίδας, θα ήταν ίσως να εντοπίσουμε καλύτερα το πρόβλημα. Είναι στόχος ταπεινός και άχαρος, αλλά νομίζω πιο χρήσιμος από τα μεγάλα λόγια. 

by ThePressProject