Κομπανιέρο Πιτσιρίκο,
Μια και η Ελλάδα είναι το πιο πετυχημένο κοινωνικό πείραμα στην ιστορία του καπιταλισμού, είπα να ασχοληθώ κι εγώ με τα πειράματα και τα σύνδρομα, ειδικότερα τώρα που κωλοβαράω πρωί πρωί· αν απορεί κάποιος, είναι επειδή έχουμε μερικές ώρες διαφορά και εδώ είναι άγρια χαράματα.
Θυμήθηκα, κομπανιέρο, ένα κείμενο που είχα διαβάσει στην αρχή της κρίσης, όπου ο συγγραφέας χρησιμοποίησε το γνωστό πείραμα με τον βάτραχο, ώστε να εξηγήσει το δόγμα του σοκ, που μόλις είχε αρχίσει να εφαρμόζεται στην Ελλάδα.
Το πείραμα είναι γνωστό και ως το «σύνδρομο του βραστού βατράχου» και υποτίθεται, ότι πέτυχε τον 19ο αιώνα, ενώ χρησιμοποιήθηκε και το 1979 από δυο ψυχολόγους, που ήθελαν να ταυτίσουν τις μάζες με τον βάτραχο του πειράματος.
Τι λέει όμως το πείραμα;
Κάποιοι, λέει, ήθελαν να δουν, αν μπορούσαν να βράσουν έναν βάτραχο, χωρίς να το καταλάβει ή τέλος πάντων, όταν το καταλάβαινε να ήταν ήδη αργά.
‘Οπως ήταν φυσικό, η απόπειρα να βράσουν τον βάτραχο πετώντας τον στο καυτό νερό στέφθηκε με αποτυχία, καθώς κάθε φορά ο βάτραχος πάθαινε σοκ και πηδούσε έξω από την κατσαρόλα, για να σωθεί.
Η λύση δόθηκε, όταν έριξαν τον βάτραχο σε μια κατσαρόλα με κρύο νερό, τοποθετώντας την, στη συνέχεια, στη φωτιά.
Παρ’ ότι το νερό άρχισε να ζεσταίνει, ο βάτραχος συνέχιζε να πλατσουρίζει αμέριμνος και αδιάφορος προς τη σταδιακή μεταβολή της θερμοκρασίας του νερού.
Εντέλει, ζαλίστηκε από τη ζέστη και ανήμπορος να αντιδράσει ψήθηκε ζωντανός.
Ανεξαρτήτως αν το πείραμα είναι εφικτό ή όχι (γιατί κάποιοι λένε, ότι ο βάτραχος θα πηδήξει έξω, ανεξαρτήτως αν το νερό είναι καυτό εξαρχής ή αν το ζεστάνουμε προοδευτικά με αυτόν μέσα) χρησιμοποιείται καμιά φορά, για να περιγράψει τις μάζες που δεν αντιδρούν, καθώς εκείνες συνηθίζουν τις βίαιες πολιτικές, ειδικότερα όταν αυτές εφαρμόζονται σταδιακά.
‘Ενα άλλο πείραμα, είναι εκείνο με τις 100 μαϊμούδες.
Σε ένα από τα νησιά του Ειρηνικού το 1952, Ιάπωνες επιστήμονες αποφάσισαν, να μάθουν στις μαϊμούδες να πλένουν τις γλυκοπατάτες τους, πριν τις φάνε.
Επειδή ήταν χρονοβόρο να μάθουν σε όλες τις μαϊμούδες να πλένουν τις πατάτες, αποφάσισαν να εκπαιδεύσουν την μια και να δουν, αν θα μάθουν και οι υπόλοιπες (μέσω τις μίμησης).
‘Ετσι που λες, κομπανιέρο, η μια μαϊμού έμαθε να πλένει τις πατάτες της, πριν τις φάει.
Μετά από λίγο καιρό, άρχισε να τις πλένει και δεύτερη μαϊμού και μετά από λίγο και τρίτη και τέταρτη κ.ο.κ.
Φτάνουμε στο σημείο, όπου 99 μαϊμούδες πλένουν τις γλυκοπατάτες πριν τις φάνε.
Μόλις μαθαίνει να το κάνει και η 100η, ξαφνικά σε όλο το νησί, όλες οι μαϊμούδες έμαθαν να πλένουν τις γλυκοπατάτες τους.
Φυσικά και αυτό το πείραμα δεν έχει αποδειχθεί (σχεδόν έχει καταρριφθεί), αλλά είναι γεγονός, ότι οι άνθρωποι σε πολύ μεγάλο βαθμό μιμούνται τον περίγυρο τους.
Και αυτό, το υποτιθέμενο πείραμα, χρησιμοποιήθηκε, για να περιγράψει την νοοτροπία ενός ατόμου, που σταδιακά υπνωτίζεται από την κανονικότητα και την γενική συμπεριφορά της μάζας και πως η συμπεριφορά μιας μικρής ομάδας μπορεί να επηρεάσει τελικά και τους υπόλοιπους μέσω της μίμησης.
Βασικά, κουβέντα να γίνεται, μιας και όλα τ’ άλλα τα έχουμε πει.
Αφηρημένες σκέψεις για να μην τρελαθούμε, κολλάνε-δεν κολλάνε.
Σκέφτομαι, άρα υπάρχω, σωστά;
Και τώρα θυμήθηκα ένα σκιτσάκι του Αρκά… τι άλλο θα σου γράψω σήμερα.
Είναι που λες ένας «καινούριος» στον παράδεισο και πιάνει κουβέντα με τον άγγελο για τη μεταθανάτιο ζωή:
– Τελικά, ίσως είναι καλύτερα, που οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι τους περιμένει, όταν πεθάνουν, γιατί το μυστήριο και η αγωνία του θανάτου είναι το κίνητρο για την φιλοσοφία και την σκέψη. Χωρίς αυτά πιθανόν ο πολιτισμός να μην υπήρχε.
– Εγώ λέω ότι είσαστε μαζοχιστές. Τι λόγο έχετε να βάζετε στον εαυτό σας ερωτήματα, που ξέρετε ότι δεν θα μπορέσετε να τα απαντήσετε ποτέ; (αναρωτήθηκε ο άγγελος).
– Δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις, σημασία έχει η σκέψη. «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» έχει πει ο Ντεκάρτ (αποκρίθηκε πάλι ο άνθρωπος).
– Ναι ξέρω, το είπε και στον άγγελο που τον παρέλαβε «Σκέφτομαι άρα υπάρχω», οπότε ο άγγελος τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και του είπε: «Δεν υπάρχεις, αλλά μην το σκέφτεσαι».
Τελευταία μου περνάει από το μυαλό και κάτι που μου είχε πει μια κομπανιέρα το Σεπτέμβριο του 2012, το οποίο αποτέλεσε και την αφορμή να σου ξαναγράψω.
Φιλοσοφούσαμε (τι άλλο να κάνει κανείς) για την συνεχή υποχώρηση των κοινωνικών αντιδράσεων, ειδικότερα μετά την εκλογική νίκη του Σαμαρά.
Δεδομένου, ότι από τότε πέρασαν 4 χρόνια (!), μέχρι που φτάσαμε στην πλήρη συνθηκολόγηση της κοινωνίας μετά το δημοψήφισμα του καλοκαιριού, νομίζω ότι τελικά είχε απόλυτο δίκιο.
Μου είπε, τότε, ότι είναι θέμα χρόνου να υποταχθούμε και εμείς οι λίγοι που αντιδρούσαμε· δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ πάντως ουσιαστικά υποτάχθηκα, άσε κιόλας που βρίσκομαι… έτη φωτός μακριά πλέον.
Μου χρησιμοποίησε το παράδειγμα του ψυχιατρείου, από τη Φωλιά του Κούκου (την ταινία του Μίλος Φόρμαν).
Πως όσο διαυγής και αν είσαι ψυχικά, είναι αδύνατον να αντέξεις ένα τέτοιο περιβάλλον και αργά ή γρήγορα θα σε υποτάξει.
Κάπου με προβλημάτισε αυτό, αλλά εξηγεί, πως επικράτησε αυτή η μαζική, παγκόσμια παράνοια με το κυνήγι του πλούτου.
Είναι αδύνατον, δηλαδή, να μην χάσεις τον εαυτό σου, σε ένα σύστημα που σε ξεζουμίζει κάθε μέρα και να είσαι εσύ ο μοναδικός λογικός σε μια θεότρελη κοινωνία.
Δεν γίνεται γύρω-γύρω καπιταλισμός και εκεί που βρίσκεσαι, ξαφνικά σοσιαλισμός - για τον ίδιο λόγο απέτυχε κατ’ εμέ ο υπαρκτός.
Οπότε τρελοί οι γύρω σου, τρελός κι εσύ.
Σκλάβοι οι γύρω σου, σκλάβος κι εσύ.
Χάπατα οι γύρω σου, χάπατο και κι εσύ.
Αυτή η αυταπάτη, που ο καθένας μόνος του μπορεί να γλιτώσει, ποτέ δεν κράτησε για πολύ.
Εντέλει, εμείς απλά αντιστεκόμαστε.
Αλλά για πόσο και με ποιο τίμημα;
‘Ασε που δεν πίστευα ποτέ μου στις ουτοπίες ή στην Γη της Επαγγελίας.
Την Ισλανδία, δεν την παρουσίασα ποτέ ως τέτοια, αλλά γιατί θα μπορούσε να είναι ένα μάθημα, μια ταμπέλα προς την σωστή κατεύθυνση.
Αλλά η ελληνική κοινωνία αρνείται να αλλάξει και προτιμάει να σώσει τη σαπίλα της.
Και εμείς τρέξαμε, για να μην μας χωνέψει η Ελλάδα, αλλά και επειδή οι άνθρωποι κουράζονται, δεν είναι μηχανές να κάνουν το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά χωρίς αποτέλεσμα.
‘Αλλοτε νοιώθω, ότι δείλιασα, άλλοτε ότι δεν έκανα λάθος που έφυγα, εν πάση περιπτώσει είναι πολύ νωρίς ακόμα για ασφαλή συμπεράσματα.
Ξέρω μόνο, πως νοιώθω τώρα, σήμερα.
Πάντως κάποιοι (παρότι σιχαίνονται τη σαπίλα) παρέμειναν, για τους δικούς τους λόγους και τους θαυμάζω, ανεξαρτήτως της πορείας της χώρας στο μέλλον.
Υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που δεν μοιάζουν στη σαπίλα, αν μη τι άλλο.
‘Ομως, κάποτε πρέπει να προβληματίσει, που μόνο η σαπίλα επιβιώνει στην Ελλάδα.
Και η εύλογη απορία μου είναι, πόσο καιρό θα αντέξει κάποιος, να παραμείνει καθαρός στον βούρκο;
Τα γουρούνια είναι που έχουν όλη τη λάσπη με το μέρος τους, στο κάτω-κάτω.
Μακάρι κάποιος να τα καταφέρει, εκεί που εγώ απέτυχα.
Κάτι έχει ραγίσει πια μέσα μου και με πλημμύρισε η απαισιοδοξία.
Μετά το επόμενο κείμενο (δυο πάλι σήμερα, τυχερέ χαχα) πετάω λευκή πετσέτα.
Δεν μπορώ να γράφω πια, ψυχοπλακώνομαι, και αν κάθε μέρα ψυχοπλακώνομαι με την Ελλάδα, τότε τι διάολο ήρθα εδώ;
‘Οντας νέος (ούτε τα 30 δεν έχω κλείσει), πραγματικά δεν μπορώ να θυσιάσω όλες μου τις δυνάμεις και τα έχω καλά με τον εαυτό μου όσον αφορά τη στάση μου.
Λογικά θα επανέλθω κάποια στιγμή (και μάλλον πολύ συντομότερα απ’ ότι νομίζω) αλλά γι’ αρχή πρέπει να κάνω ένα διάλειμμα, αυτό που αναβάλλω κάθε φορά, γιατί σπάει ο διάολος το ποδάρι του και τελικά ξαναγράφω.
Παρ’ όλο που το γράψιμο με βοηθάει να σκέφτομαι (κάτι που δεν περίμενα, όταν ξεκίνησα πριν 1+ χρόνο, όταν πίστεψα στη μεταΣΥΡΙΖΑ εποχή του Ηλία, που θα ερχόταν μετά από την βέβαιη προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ) τελικά ζητάω αλλαγή χαχα.
Δυστυχώς, ξεκίνησε για να μοιράζομαι τις σκέψεις μου πάνω στην επερχόμενη ρήξη (όταν ήμουν στο σπίτι) και το γράψιμο κατέληξε να υποκαταστήσει τα πάντα, γιατί γύρισαν οι περισσότεροι σπίτια τους.
‘Ασε που, τελικά, η μεταΣΥΡΙΖΑ εποχή είναι ο Κούλης, χαχαχαχαχαχα, τι αρρωστημένο χιούμορ που έχει η ζωή, αλλά νέος είμαι και μαθαίνω.
Σκέφτομαι άρα υπάρχω, κομπανιέρο, αλλά δεν θέλω απλά να υπάρχω.
Ο Ουάιλντ έτσι δεν έλεγε, «το να ζεις κανείς, είναι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο, οι περισσότεροι απλά υπάρχουν»;
Από αυτή την άποψη, έχει απόλυτο δίκιο ο φίλος σου, που σου λέει πόσο καλό του έχει κάνει, όταν γράφεις συχνά-πυκνά, πως έχουμε και μια ζωή να ζήσουμε.
Τώρα μπορείς να λες, ότι έκανες καλό σε δυο ανθρώπους.
Θα ακολουθήσω κι εγώ τη συμβουλή σου, ένα σπρώξιμο χρειαζόμουν χαχα.
Συγγνώμη, αλλά έχουμε και μια ζωή να ζήσουμε.
Ελπίζω αυτό και το επερχόμενο δεύτερο κείμενο να άξιζε τον… κόπο μου.
Το δεύτερο (κείμενο) ήθελα να το γράψω από το φθινόπωρο, όταν και μου έδειξε ένα βίντεο του Gaber ένας καλός φίλος, οπότε επιτέλους βρήκα… ευκαιρία.
Δεν σας λέω «αντίο», επειδή θα τα ξαναπούμε.
‘Αρα προτιμώ να σας ευχηθώ «καλή τύχη».
Και ας χάσαμε.
Με εκτίμηση,
Άρης
(Αγαπητέ Άρη, έχουμε και μια ζωή να ζήσουμε. Νομίζω, πως όποιος το ξεχνάει αυτό, θα σκάσει. Πρέπει να έσκασαν στην Ελλάδα πολλοί άνθρωποι τα χρόνια μετά την χρεοκοπία, αλλά δεν θα μάθουμε ποτέ, πόσοι είναι, γιατί ο καημός του ανθρώπου δεν μετριέται. Άρη, θα ήθελα πάρα πολύ να σώσω τους Έλληνες, τους πρόσφυγες, τον κόσμο όλο. Δυστυχώς, δεν μπορώ. Εδώ δεν μπορώ να σώσω μένα, θα σώσω τους άλλους; Κάνεις την προσπάθειά σου ένα, δυο τρία, τέσσερα χρόνια, αλλά μέχρι εκεί. Μετά, κοιτάς τουλάχιστον να μην κάνεις κακό στους άλλους. Έλεγα σήμερα σε μια φίλη, πως εγώ το μόνο που θέλω, είναι να διαβάζω το βιβλίο μου κάτω από το αρμυρίκι. Πειράζει κάποιον αυτό; Αν όλοι οι άνθρωποι διάβαζαν το βιβλίο τους κάτω από το αρμυρίκι, ο κόσμος θα ήταν παράδεισος. Βέβαια, δεν ξέρω αν φτάνουν τα αρμυρίκια για όλους. Τα βιβλία σίγουρα φτάνουν. Άρη, πέρσι το καλοκαίρι, μετά τα όσα τρομερά και φοβερά συνέβησαν στην Ελλάδα μετά το δημοψήφισμα, ήμουν στις Κυκλάδες. Ήταν πρωί, ήμουν σε μια βεράντα και κοιτούσα το λιμάνι. Ξαφνικά ένα κοριτσάκι -,το οποίο δεν έβλεπα,- άρχισε να τραγουδάει το «Μενεξέδες και Ζουμπούλια». Με το Αιγαίο μπροστά μου και την φωνή αυτού του κοριτσιού στα αυτιά μου, σκέφτηκα πως, αν πέθαινα εκείνη την στιγμή, θα ήμουν ευτυχισμένος. Άρη, είναι χρέος μας να ζήσουμε και να χαρούμε. Να ζήσουμε και να αγαπήσουμε και για όσους δεν τα κατάφεραν. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)
ΠΗΓΗ: pitsirikos.net