3 Δεκ 2015

Πρόβα περιουσιολογίου: «Έχω τρία χρυσά βραχιόλια της μάνας μου πρέπει να τα δηλώσω;»


Γενική πρόβα πριν παρουσιάσει το περιουσιολόγιο στα 8 εκατομμύρια φορολογούμενους αποφάσισε να κάνει η κυβέρνηση, εμφανίζοντας τις απαιτήσεις του νέου ηλεκτρονικού πόθεν έσχες για την συμπλήρωση του οποίου οι υπόχρεοι είναι πολύ λιγότεροι - βουλευτές, αιρετοί της τοπικής αυτοδιοίκησης...
 
 δικαστικοί, δημοσιογράφοι, γιατροί, αστυνομικοί, εφοριακοί κλπ.

Το νέο πόθεν έσχες από το 2016 θα κατατίθεται στο site της Γενικής Γραμματίας Πληροφορικών Συστημάτων, το γνωστό gsis.gr και σε 14 πίνακες θα αποτυπώνει το σύνολο της περιουσίας του υπόχρεου, τον τρόπο κτήσης των διάφορων στοιχείων και φυσικά τον χρόνο απόκτησής τους.

Σύμφωνα με την κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, στο νέο πόθεν έσχες θα δηλώνονται μετρητά άνω των 15.000 ευρώ που δεν είναι κατατεθειμένα σε τραπεζικό λογαριασμό (τα λεγόμενα «στο στρώμα», ή «στο σοβατεπί») τα χρήματα σε θυρίδες, τα κοσμήματα, τα μέταλλα και οι πολύτιμοι λίθοι εφόσον η αξία τους υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ. Σε όλα αυτά βέβαια θα υπάρχει και πεδίο με την ερώτηση «τρόπος κτήσης» που σημαίνει ότι ενδέχεται κάποιος να γράψει «χάρισμα απ’ τη γιαγιά» ή κάποια να γράψει «μονόπετρο γάμου», ή να σημειωθούν «λίρες του παππού» και άλλα τέτοια ευτράπελα.

Το Υπουργείο Οικονομικών λοιπόν τρέμει ότι η όλη διαδικασία του πόθεν έσχες και του Περιουσιολογίου θα τύχει αυτής της φαιδρής προσέγγισης και θέλει να αποτινάξει από το όλο εγχείρημα ερωτήσεις του τύπου «έχω τρία χρυσά βραχιόλια της μάνας μου πρέπει να τα δηλώσω;» Και ενώ λοιπόν βρισκόμαστε εν αναμονή των λεπτομερειών που θα εξηγήσουν το «τι» και το «πώς» των δηλώσεων πόθεν έσχες και του περιουσιολογίου, έχουμε μία πρώτη απάντηση του τι θα δηλώνεται από τα είδη που δεν έχουν σταθερή αξία. Ο λόγος φυσικά για τα έργα τέχνης, τα κοσμήματα και τα κειμήλια, τα οποία μπορεί να έχουν κάποια αξία, ποιος όμως μπορεί να βάλει ένα συγκεκριμένο νούμερο και να το δηλώσει στο πόθεν έσχες ή το περιουσιολόγιο, φοβούμενος μάλιστα ότι αυτό θα αποτελέσει φορολογική ύλη κάποια στιγμή στο μέλλον;

Η απάντηση είναι σχετικά απλή από το Υπουργείο: Τα έργα τέχνης, τα κοσμήματα ή τα κειμήλια που θα πρέπει να δηλωθούν στο πόθεν έσχεες και στο Περιουσιολόγιο θα είναι εκείνα των οποίων η αξία (αληθινή ή συναισθηματική) έχει οδηγήσει τον κάτοχό τους να τα ασφαλίσει και άρα τόσο ο ιδιοκτήτης, όσο και η ασφαλιστική επιχείρηση έχουν ζητήσει από έναν τρίτο ανεξάρτητο εκτιμητή να δώσει μία τιμή την οποία κάνουν και οι δύο αποδεκτή. Άρα αν κάποιος έχει στο σπίτι του έναν πίνακα ενός νεότερου Έλληνα καλλιτέχνη, ένα γλυπτό, ή ένα κόσμημα αλλά δεν έχει ασφαλίσει τίποτα από αυτά δεν θα τα δηλώσει. Αν όμως πρόκειται για έναν Πικάσο και φοβάται γι’ αυτόν οπότε τον έχει ασφαλισμένο για κλοπή, θα πρέπει να τον δηλώσει. Αλλιώς δεν αποκλείεται όταν (και αν) αποκαλυφθεί η ύπαρξή του, το κράτος να προχωρήσει στην κατάσχεσή του.

Προβληματισμό δημιουργούν και αντικείμενα που κάποιος τα απέκτησε χωρίς να καταβάλει κάποιο τίμημα, με τα χρόνια όμως πήραν αξία, αλλά ο ιδιοκτήτης δεν έχει την οικονομική επιφάνεια να τα ασφαλίσει. Για παράδειγμα ένας πίνακας του Τσαρούχη που κάποιος απέκτησε απευθείας από τον καλλιτέχνη. Σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται το κράτος να ασχοληθεί (ούτε θα μπει μέσα στο σπίτι κάποιου για να καταγράψει την ύπαρξη του πίνακα) αν και εφόσον όμως κάποια στιγμή πουληθεί θα πρέπει να δηλωθεί η αγοραπωλησία και τα έσοδα θα μπουν στην κλίμακα εκείνης της χρονιάς. Αν αυτό δεν γίνει, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο ο αγοραστής να δηλώσει το αντικείμενο στο δικό του περιουσιολόγιο και αν το ασφαλίσει για μεγαλύτερο ποσό από εκείνο που το αγόρασε (άλλωστε όσο περνούν τα χρόνια τα αντικείμενα Τέχνης παίρνουν αξία) τότε στην Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων θα χτυπήσει καμπανάκι για τον πωλητή, που δεν αποκλείεται να κληθεί να πληρώσει φόρο επί του ποσού που ασφάλισε το αντικείμενο ο αγοραστής.

Ένα άλλο σοβαρότατο θέμα είναι η ασφάλεια των ηλεκτρονικών συστημάτων και πόσο πιθανό είναι κάποιοι να εισβάλουν (ή να εξαγοράσουν την είσοδό τους) στα ηλεκτρονικά αρχεία της ΓΓΠΣ και έτσι να έχουν μπροστά τους απλωμένους όλους τους στόχους διαρρήξεων για το υπόλοιπο της ζωής τους. Για την ώρα απάντηση ικανοποιητική δεν υπάρχει από το Υπουργείο Οικονομικών που απλά δεσμεύεται ότι γνωρίζει τη σοβαρότητα του εγχειρήματος και θα προσπαθήσει να υιοθετήσει τα πιο προηγμένα συστήματα ασφαλείας. Ποιος όμως εμπιστεύεται το ελληνικό κράτος;


ΚΩΝ-ΝΟΣ ΔΑΒΛΟΣ