9 Δεκ 2015

Η διαχρονική κατάρα της Κασσάνδρας


Του Αλέξανδρου Ζέρβα
Η Κασσάνδρα είναι ένα μυθικό πρόσωπο, το οποίο δικαίως θα έπρεπε να έχει φριχτά παράπονα εφόσον αντιλαμβανόταν τον τρόπο που χρησιμοποιείται το όνομα της στον πολιτικό λόγο. Κάθε φορά που θα άκουγε κάθε λογής μεγαλοσχήμονες να κάνουν λόγο για «τις Κασσάνδρες που...


 πάλι θα διαψευστούν» όποτε θέλουν να καθησυχάσουν την κοινή γνώμη σχετικά με δυσοίωνες προβλέψεις, ίσως και να χαμογελούσε με πικρία διαπιστώνοντας πως η κατάρα του Απόλλωνα καλά κρατεί. Γιατί η δόλια η Κασσάνδρα, αν και προέλεγε τα χειρότερα, ποτέ δε διαψεύστηκε αλλά και ποτέ κανείς δεν την πίστεψε. Η κόρη του βασιλιά Πρίαμου και της Εκάβης, λοιπόν, είχε προβλέψει πως η απαγωγή της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη θα έφερνε την καταστροφή της Τροίας, ενώ είχε προειδοποιήσει τον πατέρα της να μη βάλει μέσα στην πόλη τον Δούρειο Ίππο. Στο τέλος μάλιστα πλήρωσε τη δυσπιστία των άλλων προς το πρόσωπό της με την ίδια της τη ζωή: ο Αγαμέμνονας, που την είχε πάρει ως αιχμάλωτη, δεν άκουσε την έκκλησή της να μην επιστρέψει στο παλάτι του στις Μυκήνες, με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί κι η ίδια μαζί του από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο.

Οι εκάστοτε κυβερνώντες, ωστόσο, συνεχίζουν αμετανόητοι: Οι «Κασσάνδρες» είναι δεδομένο πως θα διαψευστούν, όταν μιλούν για τα καταστροφικά αποτελέσματα των Μνημονίων, καθώς και κάθε φορά που διαβλέπουν πως μέσα από τα ερείπια της ελληνικής κοινωνίας θα ξεπηδά ακόμη πιο ισχυρός ο κίνδυνος της επέλασης της ακροδεξιάς. Και φυσικά πάντα στο τέλος θα μένουν να παρακολουθούν τα τραγικά απότοκα μιας ουσιαστικά αυτοεκπληρούμενης προφητείας.

Ένα τέτοιο ενδεχόμενο μοιάζει να θέλει να ξορκίσει κι ο Αλέξης Τσίπρας, κάθε φορά που κάνει κάνει λόγο για «Κασσάνδρες που θα διαψευστούν», αναφερόμενος σε όσους θεωρούν πως και το νέο μνημονιακό πρόγραμμα είναι καταδικασμένο να αποτύχει, κατά το πρότυπο των προηγούμενων. Από την άλλη, είναι δια γυμνού οφθαλμού εμφανής η ανασφάλειΆ του, όταν ζητάει εναγωνίως συναίνεση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης προκειμένου να περάσουν τα νέα δύσκολα μέτρα ή όταν σπεύδει να βαφτίσει «ύποπτο» όποιον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ τυχόν διαφωνήσει με την κυβερνητική γραμμή.
Από μια άποψη, η εν λόγω αντίφαση είναι απολύτως λογική. Άλλωστε ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε λειτουργήσει στο πρόσφατο παρελθόν σε ρόλο «Κασσάνδρας», όταν πολύ ορθά κατακεραύνωνε τις επιβαλλόμενες πολιτικές λιτότητας.

Γνωρίζει επίσης από πρώτο χέρι, μετά τη μνημονιακή συνθηκολόγηση, πόσο εύκολα μπορεί να ξεθωριάσουν οι λεγόμενες «κόκκινες γραμμές», όσες δημόσιες δεσμεύσεις κι αν λάβει ο ίδιος. Έχει υπόψη του, ότι το σενάριο της εξόδου του ΔΝΤ από το πρόγραμμα «έπαιξε» και στο πρόσφατο παρελθόν επί κυβέρνησης Σαμαρά, για να απορριφθεί μετ’ επιτάσεως από τους Ευρωπαίους εταίρους μας. Αντιλαμβάνεται, πως ακόμη κι η χθεσινή δημόσια έκκληση της κυβερνητικής εκπροσώπου προς τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε «να διαχωρίσει  την στάση του από την απαράδεκτα σκληρή στάση του Ταμείου» δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν σε επικοινωνιακό επίπεδο. Σε τελική ανάλυση, φαίνεται τουλάχιστον οξύμωρο τα ίδια κυβερνητικά στελέχη που ενθουσιωδώς υιοθετούν τις θέσεις του ΔΝΤ για απομείωση του ελληνικού χρέους, να ζητούν παράλληλα τον εξοβελισμό του, όταν τους «ζορίζουν» οι ανέκαθεν γνωστές πολύ σκληρές θέσεις του Ταμείου για μείωση μισθών, συντάξεων, αλλά και για περαιτέρω αποδιάρθρωση του εργασιακού τοπίου.

Οι «Κασσάνδρες» βέβαια είχαν προειδοποιήσει, πως οι θέσεις των δανειστών «πάνε πακέτο» κι ότι έχει αποδειχτεί στην πράξη αδύνατη η α λα καρτ στήριξή τους (στο θέμα του χρέους στηριζόμαστε στο ΔΝΤ, ενώ για να αποφύγουμε τα μέτρα που ζητά ως αντιστάθμισμα λοξοκοιτάμε προς την ευρωπαϊκή πλευρά). Ένα τέτοιο δικαίωμα, όπως δυστυχώς έχει αποδειχτεί πάλι στην πράξη, το έχει μόνο η γερμανική πλευρά, η οποία μάλιστα είχε θέσει ως προϋπόθεση τη συμμετοχή του ΔΝΤ και στο νέο μνημονιακό πρόγραμμα.

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, στην περίπτωση που η Κασσάνδρα ζούσε σήμερα στη Γαλλία, μάλλον θα είχε εδώ και καιρό προβλέψει τη μεθοδική άνοδο της ακροδεξιάς της Μαρί Λεπέν. Ίσως, μάλιστα, να μη χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει το χάρισμα της μαντικής. Άλλωστε, όλα τα δεδομένα (μεγάλες κι εντεινόμενες κοινωνικές ανισότητες, τεράστια αδιέξοδα για τη νεολαία, αδυναμία άρθρωσης σοβαρής πολιτικής πρότασης από την Αριστερά) την τελευταία δεκαπενταετία, τουλάχιστον, οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Μη βλέπετε που Μέρκελ, Σαρκοζί, Ολάντ κι οι λοιποί Ευρωπαίοι ηγέτες δηλώνουν πλέον «σοκαρισμένοι». Στο κάτω κάτω της γραφής, από όλους τους παραπάνω μόνο ο Πρίαμος κι Αγαμέμνονας ίσως και να είχαν τη δυνατότητα να ισχυριστούν πως «δεν ήξεραν».

Μόνο που ακόμη και στην περίπτωση τους η Κασσάνδρα επιβεβαιώθηκε, τώρα θα έπεφτε έξω;