«Γνωρίζετε πολλούς ηγέτες που εκλέγονται με ένα πρόγραμμα σαν του Ζαν Λικ Μελανσόν (επικεφαλής του γαλλικού Αριστερού Μετώπου), που οργανώνουν ένα...
δημοψήφισμα, που το κερδίζουν, που παραμένουν στην εξουσία εφαρμόζοντας μια πολιτική τύπου Ζαν Φρανσουά Κοπέ (γαλλική Δεξιά) και κατορθώνουν να επανεκλεγούν; Ο Τσίπρας είναι ένας πραγματικός Μακιαβέλι – και αυτό αρέσει στον Ολάντ».
Το παραπάνω είναι ένα απόσπασμα πολύ πρόσφατου άρθρου με τίτλο Τσίπρας και Ολάντ, η ιστορία ενός γάμου συμφέροντος από τη γαλλική εφημερίδα Le Monde. Αν εξαιρέσουμε τη (συζητήσιμη) αναφορά στον Μακιαβέλι, περιγράφει με επιτυχία τους ακροβατισμούς του Έλληνα πρωθυπουργού ώστε να κυριαρχήσει στα πολιτικά πράγματα και να κρατηθεί στην εξουσία. Υπάρχει όμως ακόμα ένα μεγάλο «αλλά». Ποιος είναι, στην πραγματικότητα, ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στη χώρα;
Έχει περάσει μόλις ένας μήνας από τις εκλογές που ανέδειξαν τον νέο, μεταλλαγμένο (και κατά Μοσκοβισί πλέον) ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας εμφανιζόταν κυρίαρχος και έτοιμος να κρατήσει το «τιμόνι της χώρας» για μια τετραετία, αφού η διαφορά από τη -δεύτερη- Νέα Δημοκρατία ήταν μεγαλύτερη της αναμενόμενης και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες βρέθηκαν -διαψεύδοντας επίσης τα προγνωστικά- στη Βουλή. Έτσι, η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έγινε πραγματικότητα, παρ’ όλο που ήταν κοινό μυστικό ότι άλλες λύσεις («μεγάλου συνασπισμού» ή «κεντροαριστερής συνεργασίας») ήταν στα σκαριά, σε περίπτωση που Τσίπρας και Καμμένος δεν θα διέθεταν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.
Το κλίμα αλλάζει
Σήμερα, το κλίμα είναι ήδη αρκετά διαφορετικό από εκείνο που ανέδυαν οι κάλπες του Σεπτεμβρίου. Το πρώτο νομοσχέδιο δεν αποτέλεσε μεν έκπληξη αφού αφορούσε προαπαιτούμενα που είχαν ήδη συμφωνηθεί, επιβαρύνει όμως ήδη την «εικόνα» της κυβέρνησης, καθιστώντας φανερό ότι έχει εκλεγεί για να νομοθετεί μόνο κατά παραγγελία των «δανειστών». Οι λογαριασμοί έρχονται ήδη σε κάθε νοικοκυριό που βρίσκεται αντιμέτωπο με ΕΝΦΙΑ, περικοπές συντάξεων και νέους φόρους, ενώ σοκαριστικά είναι όσα ετοιμάζονται στο πεδίο των πλειστηριασμών, παρά το γνωστό «παιχνίδι» της μεγάλης απόκλισης κυβέρνησης και «θεσμών», το οποίο τελικά θα καλυφθεί κατά το γνωστό ανέκδοτο με τον Χότζα και το ασφυκτικά γεμάτο δωμάτιο που άδειασε λίγο τελικά, σκορπώντας ανακούφιση…
Σε αυτά έρχονται να προστεθούν οι συνεχείς ανάλγητες δηλώσεις υπουργών και κυβερνητικών στελεχών που απογητεύουν και κυρίως εκνευρίζουν την κοινωνία, ενώ η μόνιμη επωδός «ξέρατε τι ψηφίζατε» πολλαπλασιάζει εκθετικά την αγανάκτηση. Το «παράλληλο πρόγραμμα» της κυβέρνησης αποδεικνύεται απλό επικοινωνιακό τρικ, ενώ σε μια σειρά κρίσιμους τομείς (Υγεία, Παιδεία κ.λπ.) γίνεται φανερή η διάλυση αλλά και η αδυναμία οποιασδήποτε θετικής παρέμβασης λόγω τόσο του ασφυκτικού Προγράμματος, όσο και της ανικανότητας και έλλειψης «πυξίδας» των κυβερνώντων.
Έτσι, ακόμα και ο κόσμος που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ μη έχοντας κάποια άλλη αξιόπιστη πρόταση, δεν δείχνει διατεθειμένος να παρατείνει επ’ άπειρον την ανοχή και την υπομονή του. Το κλίμα στην κοινωνία αρχίζει και δυναμιτίζεται ξανά, παρ’ όλο που η δυσκολία κατασκευής μιας άλλης προοπτικής που -μην το ξεχνάμε- πρέπει να περιλαμβάνει και τις προϋποθέσεις και το υποκείμενο υλοιποίησής της, είναι η μόνη που δίνει ανάσες στη σημερινή διαχείριση.
Τι μένει στο οπλοστάσιο της κυβέρνησης, λοιπόν, πέρα από την κουραστική επανάληψη της TINA (There Is Not Alternative); Καταρχάς, η επίκληση της πάλης ενάντια στη διαφθορά και τη διαπλοκή. Η εικόνα μιας κυβέρνησης που μάχεται εναντίον των διεφθαρμένων και των φοροφυγάδων, προσπαθώντας να νοικοκυρέψει το κράτος. Εικόνα μάλλον θολή, η οποία θα θολώνει ακόμα περισσότερο, όσο οι παράγοντες της ίδιας της κυβέρνησης θα βρίσκονται έκθετοι για κάθε είδους «ατοπήματα», όσο στα «δίχτυα» θα πιάνονται κυρίως τα μικρότερα «ψάρια» και όσο θα γίνονται φανεροί οι δίαυλοι συνεννόησης του περιβάλλοντος Μαξίμου με ισχυρά εγχώρια συμφέροντα.
Επιστροφή σε γνώριμο πεδίο
Δεύτερη επιχείρηση, κωδικός «Κεντροαριστερά». Αφού η αντίθεση «μνημονιακών-αντιμνημονιακών» ανήκει οριστικά στο παρελθόν, ο «διχασμός» του πολιτικού συστήματος θα πρέπει οριστικά και αναπόφευκτα να μεταφερθεί σε άλλο πεδίο. Έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση θυμίζει όλο και πιο έντονα τις μέρες του παλιού καλού δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.) με δυο παρατάξεις που δεν διαφέρουν πολύ στο πρόγραμμα που πρέπει να εφαρμοστεί αλλά κονταροχτυπιούνται αξιοποιώντας πολιτικά αντανακλαστικά που υπάρχουν (υπάρχουν;) στην ελληνική κοινωνία.
Εκεί όμως αναδεικνύεται και το μεγάλο πρόβλημα, όχι των σχεδίων του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, αλλά συνολικά του πολιτικού συστήματος. Πόσο μπορεί να στοιχηθεί η κοινωνία ή έστω σημαντικό τμήμα της, πίσω από μια τέτοια σκιαμαχία ελλείψει πραγματικών «επίδικων», όπως συνηθίζουμε να λέμε; Μια κοινωνία που, παρά τα όσα πολλοί ισχυρίζονται, βρίσκεται, ίσως περισσότερο από ποτέ, σε πλήρη απόκλιση, σε μεγάλη διάσταση από το πολιτικό σύστημα, τον τρόπο που ασκείται σήμερα η πολιτική και τα κόμματα.
Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι δύσκολο να αποκρύβεται για πολύ. Και στην πραγματικότητα, η χώρα σήμερα δεν έχει ακριβώς «κυβέρνηση», ούτε κόμματα στη Βουλή που χαράσσουν στρατηγικές και σχεδιάζουν κάτι για αυτό τον τόπο. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές είναι εισαγόμενες και η Ελλάδα (κατά Σόιμπλε αυτή τη φορά) «δεν είναι ένα κράτος» αλλά μεταμοντέρνα αποικία και χώρος διαλυτικών πειραμάτων από τις υπερεθνικές ελίτ. Να οι πραγματικοί κυρίαρχοι του πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα.
Από αυτή την άποψη και το (τουλάχιστον) «συζητήσιμο» της αναφοράς στον Μακιαβέλι που υπαινιχθήκαμε στην αρχή. Στην τρέχουσα δημοσιογραφία, ο Νικολό Μακιαβέλι παρουσιάζεται ως συνώνυμο απλώς του πολιτικού αμοραλισμού. Υπήρξε, προφανώς, κάτι πολύ περισσότερο και σχετίζεται με τη σύλληψη της πολιτικής ως επιστήμης και την εξέταση της σχέσης των «ηγετών» με πραγματικές διεργασίες που συμβαίνουν στο εθνικό και λαϊκό υποκείμενο. Καμία σχέση με ανδρείκελα που απλά υφαρπάζουν τη στήριξη για να γαντζωθούν στην εξουσία και εφαρμόζουν ό,τι τους υπαγορεύουν ξεχνώντας όσα έλεγαν μέχρι χτες.
Στην Ελλάδα (και δη στην όποια ελλαδική Αριστερά) η «ηγεμονία» συχνά μπερδεύεται με την «καπατσοσύνη» να κοροϊδεύεις και να «διπλαρώνεις» φίλους και αντιπάλους. Είναι, όμως, κάτι πολύ πιο δύσκολο…
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
ΠΗΓΗ: e-dromos.gr
δημοψήφισμα, που το κερδίζουν, που παραμένουν στην εξουσία εφαρμόζοντας μια πολιτική τύπου Ζαν Φρανσουά Κοπέ (γαλλική Δεξιά) και κατορθώνουν να επανεκλεγούν; Ο Τσίπρας είναι ένας πραγματικός Μακιαβέλι – και αυτό αρέσει στον Ολάντ».
Το παραπάνω είναι ένα απόσπασμα πολύ πρόσφατου άρθρου με τίτλο Τσίπρας και Ολάντ, η ιστορία ενός γάμου συμφέροντος από τη γαλλική εφημερίδα Le Monde. Αν εξαιρέσουμε τη (συζητήσιμη) αναφορά στον Μακιαβέλι, περιγράφει με επιτυχία τους ακροβατισμούς του Έλληνα πρωθυπουργού ώστε να κυριαρχήσει στα πολιτικά πράγματα και να κρατηθεί στην εξουσία. Υπάρχει όμως ακόμα ένα μεγάλο «αλλά». Ποιος είναι, στην πραγματικότητα, ο κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στη χώρα;
Έχει περάσει μόλις ένας μήνας από τις εκλογές που ανέδειξαν τον νέο, μεταλλαγμένο (και κατά Μοσκοβισί πλέον) ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας εμφανιζόταν κυρίαρχος και έτοιμος να κρατήσει το «τιμόνι της χώρας» για μια τετραετία, αφού η διαφορά από τη -δεύτερη- Νέα Δημοκρατία ήταν μεγαλύτερη της αναμενόμενης και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες βρέθηκαν -διαψεύδοντας επίσης τα προγνωστικά- στη Βουλή. Έτσι, η δεύτερη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έγινε πραγματικότητα, παρ’ όλο που ήταν κοινό μυστικό ότι άλλες λύσεις («μεγάλου συνασπισμού» ή «κεντροαριστερής συνεργασίας») ήταν στα σκαριά, σε περίπτωση που Τσίπρας και Καμμένος δεν θα διέθεταν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο.
Το κλίμα αλλάζει
Σήμερα, το κλίμα είναι ήδη αρκετά διαφορετικό από εκείνο που ανέδυαν οι κάλπες του Σεπτεμβρίου. Το πρώτο νομοσχέδιο δεν αποτέλεσε μεν έκπληξη αφού αφορούσε προαπαιτούμενα που είχαν ήδη συμφωνηθεί, επιβαρύνει όμως ήδη την «εικόνα» της κυβέρνησης, καθιστώντας φανερό ότι έχει εκλεγεί για να νομοθετεί μόνο κατά παραγγελία των «δανειστών». Οι λογαριασμοί έρχονται ήδη σε κάθε νοικοκυριό που βρίσκεται αντιμέτωπο με ΕΝΦΙΑ, περικοπές συντάξεων και νέους φόρους, ενώ σοκαριστικά είναι όσα ετοιμάζονται στο πεδίο των πλειστηριασμών, παρά το γνωστό «παιχνίδι» της μεγάλης απόκλισης κυβέρνησης και «θεσμών», το οποίο τελικά θα καλυφθεί κατά το γνωστό ανέκδοτο με τον Χότζα και το ασφυκτικά γεμάτο δωμάτιο που άδειασε λίγο τελικά, σκορπώντας ανακούφιση…
Σε αυτά έρχονται να προστεθούν οι συνεχείς ανάλγητες δηλώσεις υπουργών και κυβερνητικών στελεχών που απογητεύουν και κυρίως εκνευρίζουν την κοινωνία, ενώ η μόνιμη επωδός «ξέρατε τι ψηφίζατε» πολλαπλασιάζει εκθετικά την αγανάκτηση. Το «παράλληλο πρόγραμμα» της κυβέρνησης αποδεικνύεται απλό επικοινωνιακό τρικ, ενώ σε μια σειρά κρίσιμους τομείς (Υγεία, Παιδεία κ.λπ.) γίνεται φανερή η διάλυση αλλά και η αδυναμία οποιασδήποτε θετικής παρέμβασης λόγω τόσο του ασφυκτικού Προγράμματος, όσο και της ανικανότητας και έλλειψης «πυξίδας» των κυβερνώντων.
Έτσι, ακόμα και ο κόσμος που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ μη έχοντας κάποια άλλη αξιόπιστη πρόταση, δεν δείχνει διατεθειμένος να παρατείνει επ’ άπειρον την ανοχή και την υπομονή του. Το κλίμα στην κοινωνία αρχίζει και δυναμιτίζεται ξανά, παρ’ όλο που η δυσκολία κατασκευής μιας άλλης προοπτικής που -μην το ξεχνάμε- πρέπει να περιλαμβάνει και τις προϋποθέσεις και το υποκείμενο υλοιποίησής της, είναι η μόνη που δίνει ανάσες στη σημερινή διαχείριση.
Τι μένει στο οπλοστάσιο της κυβέρνησης, λοιπόν, πέρα από την κουραστική επανάληψη της TINA (There Is Not Alternative); Καταρχάς, η επίκληση της πάλης ενάντια στη διαφθορά και τη διαπλοκή. Η εικόνα μιας κυβέρνησης που μάχεται εναντίον των διεφθαρμένων και των φοροφυγάδων, προσπαθώντας να νοικοκυρέψει το κράτος. Εικόνα μάλλον θολή, η οποία θα θολώνει ακόμα περισσότερο, όσο οι παράγοντες της ίδιας της κυβέρνησης θα βρίσκονται έκθετοι για κάθε είδους «ατοπήματα», όσο στα «δίχτυα» θα πιάνονται κυρίως τα μικρότερα «ψάρια» και όσο θα γίνονται φανεροί οι δίαυλοι συνεννόησης του περιβάλλοντος Μαξίμου με ισχυρά εγχώρια συμφέροντα.
Επιστροφή σε γνώριμο πεδίο
Δεύτερη επιχείρηση, κωδικός «Κεντροαριστερά». Αφού η αντίθεση «μνημονιακών-αντιμνημονιακών» ανήκει οριστικά στο παρελθόν, ο «διχασμός» του πολιτικού συστήματος θα πρέπει οριστικά και αναπόφευκτα να μεταφερθεί σε άλλο πεδίο. Έτσι, η πολιτική αντιπαράθεση θυμίζει όλο και πιο έντονα τις μέρες του παλιού καλού δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.) με δυο παρατάξεις που δεν διαφέρουν πολύ στο πρόγραμμα που πρέπει να εφαρμοστεί αλλά κονταροχτυπιούνται αξιοποιώντας πολιτικά αντανακλαστικά που υπάρχουν (υπάρχουν;) στην ελληνική κοινωνία.
Εκεί όμως αναδεικνύεται και το μεγάλο πρόβλημα, όχι των σχεδίων του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, αλλά συνολικά του πολιτικού συστήματος. Πόσο μπορεί να στοιχηθεί η κοινωνία ή έστω σημαντικό τμήμα της, πίσω από μια τέτοια σκιαμαχία ελλείψει πραγματικών «επίδικων», όπως συνηθίζουμε να λέμε; Μια κοινωνία που, παρά τα όσα πολλοί ισχυρίζονται, βρίσκεται, ίσως περισσότερο από ποτέ, σε πλήρη απόκλιση, σε μεγάλη διάσταση από το πολιτικό σύστημα, τον τρόπο που ασκείται σήμερα η πολιτική και τα κόμματα.
Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι δύσκολο να αποκρύβεται για πολύ. Και στην πραγματικότητα, η χώρα σήμερα δεν έχει ακριβώς «κυβέρνηση», ούτε κόμματα στη Βουλή που χαράσσουν στρατηγικές και σχεδιάζουν κάτι για αυτό τον τόπο. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές είναι εισαγόμενες και η Ελλάδα (κατά Σόιμπλε αυτή τη φορά) «δεν είναι ένα κράτος» αλλά μεταμοντέρνα αποικία και χώρος διαλυτικών πειραμάτων από τις υπερεθνικές ελίτ. Να οι πραγματικοί κυρίαρχοι του πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα.
Από αυτή την άποψη και το (τουλάχιστον) «συζητήσιμο» της αναφοράς στον Μακιαβέλι που υπαινιχθήκαμε στην αρχή. Στην τρέχουσα δημοσιογραφία, ο Νικολό Μακιαβέλι παρουσιάζεται ως συνώνυμο απλώς του πολιτικού αμοραλισμού. Υπήρξε, προφανώς, κάτι πολύ περισσότερο και σχετίζεται με τη σύλληψη της πολιτικής ως επιστήμης και την εξέταση της σχέσης των «ηγετών» με πραγματικές διεργασίες που συμβαίνουν στο εθνικό και λαϊκό υποκείμενο. Καμία σχέση με ανδρείκελα που απλά υφαρπάζουν τη στήριξη για να γαντζωθούν στην εξουσία και εφαρμόζουν ό,τι τους υπαγορεύουν ξεχνώντας όσα έλεγαν μέχρι χτες.
Στην Ελλάδα (και δη στην όποια ελλαδική Αριστερά) η «ηγεμονία» συχνά μπερδεύεται με την «καπατσοσύνη» να κοροϊδεύεις και να «διπλαρώνεις» φίλους και αντιπάλους. Είναι, όμως, κάτι πολύ πιο δύσκολο…
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
ΠΗΓΗ: e-dromos.gr