Του Αντώνη Νταβανέλου
Η συζήτηση για τον προσανατολισμό της ριζοσπαστικής Αριστεράς βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής.
Το καθορίζουν το ξεκίνημα της τρίτης μνημονιακής επίθεσης υπό την πολιτική καθοδήγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το ζήτημα της δυνατότητας-πιθανότητας μαζικής εργατικής και λαϊκής...
αντίστασης σε αυτή, το ζήτημα της πολιτικής έκφρασης αυτής της κοινωνικής αντίστασης στη μετα-ΣΥΡΙΖΑ εποχή.
Η Λαϊκή Ενότητα είναι ένας «τόπος»-κόμβος αυτής της συζήτησης. Γιατί, παρά την εκλογική ήττα στις 20/9, η ΛΑΕ συγκρατεί έναν σημαντικό αριθμό αγωνιστών-στριών σε πανελλαδικό επίπεδο, ένα δυναμικό στοιχειωδώς συγκροτημένο σε τοπικές και κλαδικές «οργανώσεις», ένα δυναμικό συνδεδεμένο με το μαρξισμό και τη σοσιαλιστική προοπτική, ένα δυναμικό με εμπειρία οργάνωσης μαζικής δουλειάς.
Ταυτόχρονα η ΛΑΕ μπορεί και πρέπει να παίξει ρόλο-κλειδί στην εξέλιξη του ευρύτερου κόσμου που αποσπάστηκε (και θα συνεχίσει να αποσπάται…) από τον ΣΥΡΙΖΑ, στη σχέση αυτού του κόσμου με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και με τμήματα της βάσης του ΚΚΕ.
Γι’ αυτό η συζήτηση στους κόλπους της ΛΑΕ, ενόψει της Πρώτης Πανελλαδικής Σύσκεψης στις 7/11-8/11, αλλά και της Πρώτης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης στις αρχές του 2016, είναι εξαιρετικά σημαντική. Ας δούμε κάποια βασικά σημεία αυτής της συζήτησης.
1. Το εκλογικό αποτέλεσμα στις 20/9 ήταν μια σημαντική νίκη των μνημονιακών δυνάμεων, κυρίως της ηγεσίας Τσίπρα-Καμένου. Όμως η νίκη αυτή «αποσπάστηκε»: πριν υπάρξουν οι μαζικές εμπειρίες για το Μνημόνιο 3, με την απατηλή υπόσχεση για τα «ισοδύναμα» και το παράλληλο πρόγραμμα εξανθρωπισμού της λιτότητας, υπό το φόβο μιας (υποθετικής όπως αποδείχθηκε) επιστροφής στην κυβέρνηση των παραδοσιακών μνημονιακών δυνάμεων της Δεξιάς και με την υποστήριξη ενός ολόκληρου «συστήματος», τόσο των εγχώριων αστικών δυνάμεων (βλέπε ΜΜΕ) όσο και των δανειστών (βλέπε Μέρκελ, Ολάντ, Λαγκάρντ κ.ο.κ.). Με αυτή την έννοια η νίκη των Τσίπρα-Καμένου στις 20/9 είναι ασταθής και υπονομευμένη.
2. Τα στοιχεία αστάθειας είναι διαγνώσιμα ακόμα και στα εκλογικά αποτελέσματα: στη μαζική απώλεια ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ, στην πρωτοφανή αποχή, στην αντιπολιτική ψήφο στον Λεβέντη… Κυρίως όμως η αστάθεια και η αβεβαιότητα προκύπτουν, από τις υποχρεώσεις που η κυβέρνηση έχει αναλάβει με την κατάπτυστη συμφωνία της 13ης Ιουλίου 2015.
Η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει με ταχύ ρυθμό την προσπάθεια επιβολής ενός σκληρού ταξικού προγράμματος, του 3ου Μνημονίου. Τα εκλογικώς χρήσιμα ψέματα των «ισοδύναμων» και του «παράλληλου προγράμματος» έχουν τελειώσει. Είμαστε πλέον για τα καλά στον πάγκο του χασάπη.
Η κατεδάφιση του ασφαλιστικού συστήματος, η φοροεπιδρομή ενάντια στις λαϊκές τάξεις, οι μαζικές φαστ τρακ ιδιωτικοποιήσεις, η άκαμπτη επιμονή στην πολιτική μείωσης μισθών και κοινωνικών δαπανών, είναι ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των καπιταλιστών και υποβάθμισης της θέσης των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων, ένα πρόγραμμα απόλυτης συνέχειας με τα Μνημόνια 1 και 2. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενέχει τη διαχείριση των επιχειρηματικών «κόκκινων δανείων», δηλαδή την αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό της κυρίαρχης τάξης. Ανάλογες «επιχειρήσεις» δεν έγιναν ποτέ ειρηνικά. Η κυβέρνηση Τσίπρα θα βρεθεί μπροστά σε μιαν όξυνση των εσωαστικών ανταγωνισμών, με πιθανότατες σοβαρές πολιτικές εντάσεις.
3. Το παρελθόν της ταξικής πάλης στην Ελλάδα προειδοποιεί, ότι η κοινωνική αντίσταση σε ανάλογες πολιτικές είχε ως συνέπεια την ανατροπή κυβερνήσεων: του Γ. Παπανδρέου, του Λ. Παπαδήμου, των Σαμαρά-Βενιζέλου. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποθέσουμε ότι μεσοπρόθεσμα αυτός ο παράγοντας θα είναι πιο «φιλικός» απέναντι στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Όμως, το γεγονός ότι αυτή τη φορά η μνημονιακή επίθεση θα οργανώνεται από ένα κόμμα που μιλά εξ ονόματος της Αριστεράς, που χρησιμοποιεί τη «γλώσσα» και τα σύμβολα που ο κόσμος έμαθε ως γνωρίσματα της αντιλιτότητας, θέτει ειδικά καθήκοντα. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να περιμένουμε παθητικά να «ωριμάσει» το αυθόρμητο κίνημα. Η ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να πάρει οργανωμένες πρωτοβουλίες, που να βοηθούν στο ξεπέρασμα του εκλογικού σοκ, στην επιστροφή της αυτοπεποίθησης στις κινητοποιήσεις των εργατών και της νεολαίας.
Η απόφαση της ΛΑΕ για συγκεκριμένες καμπάνιες σχετικά με την κοινωνική αντίσταση (ασφαλιστικό, ιδιωτικοποιήσεις, δικαιώματα νεολαίας) είναι στο σωστό δρόμο της πολιτικής ανασύνταξης.
4. Αναπόσπαστο τμήμα αυτής της πολιτικής ανασύνταξης είναι η προγραμματική επεξεργασία. Κατά τη γνώμη μας, η εμπειρία από την «εποχή ΣΥΡΙΖΑ» έχει αναδείξει 4 πυλώνες, που πρέπει να κατανοούνται ως ενιαίο πολιτικό πλαίσιο.
α) Επιμονή στη δέσμευση για ανατροπή των μνημονίων, για ανατροπή της λιτότητας.
β) Για να υπηρετηθεί ειλικρινά αυτή η προοπτική, επιμονή στις δεσμεύσεις για παύση πληρωμών προς τους δανειστές, για διαγραφή του χρέους (ή, τουλάχιστον, του μεγαλύτερου μέρους του), για εθνικοποίηση των τραπεζών και κατάργηση βασικών «ελευθεριών» του κεφαλαίου.
γ) Στη βάση της εμπειρίας της Κύπρου, αλλά κυρίως της εμπειρίας της 7μηνης «διαπραγμάτευσης» Τσίπρα, επιμονή στην επιλογή της εξόδου από το ευρώ και της πολιτικής για ανυπακοή-σύγκρουση με την ΕΕ.
δ) Ένταξη όλων των παραπάνω σε μια μεταβατική πολιτική, με διακηρυγμένη προοπτική και στόχο: τη σοσιαλιστική απελευθέρωση. Είναι το στοιχείο που διευκρινίζει, που «φωτίζει» πολιτικά όλα τα ενδιάμεσα, τα μεταβατικά, αιτήματά μας, διαχωρίζοντας τη ριζοσπαστική Αριστερά από συγχυσμένες ή μισοαστικές αντιμνημονιακές πολιτικές.
Είναι γεγονός, ότι η ΛΑΕ υπέφερε προεκλογικά από την περιορισμένη προετοιμασία της πρότασης για την έξοδο από το ευρώ. Η συζήτηση αυτή πρέπει να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί, όχι μόνο ως προς την «τεχνική» παρουσίαση, αλλά κυρίως ως προς την ένταξη της «αντι-ευρώ» πολιτικής μας σε ένα ολοκληρωμένο αριστερό πρόγραμμα, που θα υποστηρίζει μια, για λογαριασμό της εργατικής τάξης, απάντηση στην καπιταλιστική επιθετικότητα του νεοφιλελευθερισμού.
5. Εξίσου σημαντική με το πρόγραμμα είναι η απάντηση, που η ΛΑΕ οφείλει να δώσει, στο ζήτημα των συμμαχιών. Η πρόταση για ενότητα στη δράση της πολιτικής Αριστεράς (μεταξύ ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τμημάτων του κόσμου του ΚΚΕ, με κριτική προς την ηγεσία του) είναι ακόμα προϋπόθεση για τη συσπείρωση και την πολιτική έκφραση του κόσμου της αντίστασης. Αυτή η πολιτική δεν πρέπει να υπηρετηθεί παθητικά, περιμένοντας να «ωριμάσουν» τα επιτελεία της Αριστεράς. Η ΛΑΕ οφείλει να πάρει επειγόντως πρωτοβουλίες συντονισμού των ταξικών δυνάμεων (έξω από τον έλεγχο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας) στους εργατικούς χώρους, πρωτοβουλίες συντονισμού των ριζοσπαστικών δυνάμεων στη νεολαία, πρωτοβουλίες συντονισμού στην αντιρατσιστική-αντιφασιστική δράση.
6. Ίσως το πιο κρίσιμο σημείο θα είναι, το πώς θα δείξει η ΛΑΕ ότι κατανοεί τον ίδιο τον εαυτό της.
Σήμερα χρειαζόμαστε ένα Μέτωπο, μέτωπο οργανώσεων και φυσικών προσώπων, με καθαρή λειτουργία: με έμφαση στις «οργανώσεις βάσης», που θα έχουν πλήρεις ευθύνες και δικαιώματα στο χώρο τους, όπου η συμμετοχή θα είναι αυτοπρόσωπη, όπου θα ισχύει η αρχή «ένα μέλος – μία ψήφος» και οι αποφάσεις θα παίρνονται με επιδίωξη συναίνεσης ή, αν και όπου χρειάζεται, με την αρχή της πλειοψηφίας.
Χρειαζόμαστε ένα Μέτωπο, αλλά γνωρίζουμε ότι ακόμα η ΛΑΕ είναι «υπό κατασκευή». Που σημαίνει έμφαση στην ανάγκη διεύρυνσής της: προς τμήματα πολιτικοποίησης που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από την «άλλη» Αριστερά. Που σημαίνει έμφαση στην αποδοχή, ότι οι προγραμματικές και οι πολιτικές αποφάσεις, όπως και τα ηγετικά «σώματα», είναι προσωρινά και θα μπορούν να σχηματοποιούνται διαδοχικά μόνο μετά την Πρώτη Πανελλαδική Συνδιάσκεψη. Συνδιάσκεψη στην οποία φιλοδοξούμε να συμμετάσχουν αρκετά περισσότεροι-ες απ’ όσους-ες ξεκινήσαμε με τη ΛΑΕ μέσα στον περασμένο «καυτό» Αύγουστο. Και η φιλοδοξία αυτή μπορεί να υπηρετηθεί μόνο μέσα από μια «ανοιχτή» και απόλυτα δημοκρατική αντίληψη για τη συγκρότηση μιας νέας, κοινής, αντιμνημονιακής «κοίτης» της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα.
Που η συγκρότησή της είναι απολύτως αναγκαία, αλλά και εφικτή.