5 Δεκ 2013

ΕDITO 461 - Του Φώτη Γεωργελέ


Ό,τι και να πουν από δω και πέρα, η αλήθεια είναι ότι το εξάμηνο στα πανεπιστήμια έχει ήδη χαθεί. Εντωμεταξύ ο υπουργός ψάχνει να βρει ευφάνταστους τρόπους για να επαναφέρει όσους έβγαλε σε διαθεσιμότητα, πίσω με νέους διορισμούς «εργαστηριακών» υπαλλήλων, οι διοικητικοί υπάλληλοι...
ικανοποιημένοι λένε να επιστρέψουν στις δουλειές τους αλλά δεν τους αφήνουν συνελεύσεις που αποφασίζουν «διά βοής» συνέχιση του αγώνα και ο πρύτανης δίνει παράσταση στο Παρίσι με έργο που έγραψε, σκηνοθέτησε και παίζει ο ίδιος ενώπιον 54 θεατών στο Ελληνικό Σπίτι.

Συγνώμη, οι φοιτητές πού βρίσκονται όλο αυτό τον καιρό; Έφτιαξαν σελίδα στο Facebook «Ανοιχτά Πανεπιστήμια» και έκαναν 29.000 like. Μετά, φαντάζομαι, θα έκαναν like και σε μια χαριτωμένη γατούλα που είχαμε ανεβάσει εμείς στο site και μετά, πιο ήσυχοι πια, θα τράβηξαν και μια πόζα «selfie» να ποστάρουν στο instagram.

Πού είναι εκείνες οι «μεγαλειώδεις διαδηλώσεις και καταλήψεις του ηρωικού φοιτητικού κινήματος»; Γιατί, αν 78.000 άνθρωποι ξυπνούσαν μια μέρα, πήγαιναν όλοι στο πανεπιστήμιό τους, έμπαιναν στις αίθουσες και έλεγαν κόψτε την πλάκα, εμείς θέλουμε να σπουδάσουμε, τότε κανείς δεν θα ’κανε τον ηθοποιό στο Παρίσι. Αλλά οι φοιτητές δυσκολεύονται να αντιληφθούν τη νέα πραγματικότητα. Όπως δυσκολεύεται όλη η κοινωνία μας. Μέχρι τώρα έκαναν διαδηλώσεις και καταλήψεις για να κλείσουν οι σχολές, πού να φανταστούν τώρα ότι το αίτημα που τους συμφέρει είναι να ανοίξουν; Έκλειναν τις σχολές για να μη χάνουν το χρόνο τους, έπαιρναν πτυχία χωρίς αντίκρισμα, τους ήταν αδιάφορο αφού με αυτά μοριοδοτούνταν για να μπουν στο Δημόσιο. Έκαναν «ηρωικούς αγώνες» για να περνάνε γρήγορα οι ανιαρές διαδικασίες μέχρι τη μοριοδότηση και για να εξοστρακίζουν τον πιθανό ανταγωνισμό από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Και, ξαφνικά, το έργο τελείωσε. Πρώτη φορά πρέπει να σκεφτούν τι στ’ αλήθεια είναι οι σπουδές και πώς πρέπει να γίνονται για το δικό τους συμφέρον.

Πάντα, από την αρχή αυτής της κρίσης, σε κάθε διαδήλωση, βλέποντας τα φλογερά νεανικά πρόσωπα που φώναζαν τα ίδια συνθήματα με τους υπόλοιπους, απορούσα. Μα, καλά, δεν καταλάβαιναν ότι διαδηλώνουν εναντίον των εαυτών τους; Δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος για να αντιληφθείς απλά πράγματα. Όχι στο ξεπούλημα του δημοσίου φώναζαν, για να μην κλείσει μια χρεοκοπημένη κρατική επιχείρηση. Ώστε να κλείσουν δεκάδες ιδιωτικές επιχειρήσεις και να μη βρουν οι ίδιοι ποτέ δουλειά. Κάτω τα χέρια από τις πρόωρες συντάξεις, ώστε όταν έρθει η ώρα να μην υπάρχουν καν ταμεία για να πάρουν οι ίδιοι σύνταξη. Όχι στην αξιολόγηση, ώστε να χάσουν οι ίδιοι το πλεονέκτημα της πιο μορφωμένης γενιάς, υπέρ των κομματικών πελατών που καταλαμβάνουν τις θέσεις χωρίς προσόντα και μάχονται φυσικά κατά της οποιασδήποτε αξιολόγησης. Όχι στις περικοπές των συντάξεων, ώστε να πληρώνουν αυτοί με τις ασφαλιστικές εισφορές τους των 511 ευρώ μισθών τις συντάξεις των 3.000 στις ΔΕΚΟ.

Σ’ όλο τον κόσμο συμβαίνει αυτό, η γενιά των baby boomers που απόλαυσε τα μεταπολεμικά χρόνια της δυτικής ευδαιμονίας, τώρα που τα πράγματα στράβωσαν, αρνείται να αλλάξει τον τρόπο ζωής της και μεταφέρει το λογαριασμό στα παιδιά της. Όμως στην Ελλάδα το φαινόμενο έχει πάρει βρικολακικές διαστάσεις. Οι νέοι, παραδόξως, δεν φαίνονται να το καταλαβαίνουν. Ζαλισμένοι από την κυρίαρχη ρητορική, πειστική επειδή εκφέρεται από τα δεξιά ως τα αριστερά ίδια κι απαράλλαχτη, επαναλαμβάνουν και μάλιστα με μεγαλύτερη ορμή όσα στρέφονται εναντίον τους. Οι νέοι, οι νέοι αν είναι δυνατόν, καταφεύγουν πρώτοι σε ιδεολογικά ρεύματα των αρχών του προηγούμενου αιώνα, στο νεοφασισμό και το νεοσταλινισμό. Έπειτα, κάνουν like στο Facebook.

Κάποτε είχα γράψει μια πρόταση, που μόνο όταν την είδα τυπωμένη κατάλαβα τη σκληρότητά της: Μια κοινωνία φαίνεται αν είναι γερασμένη, όχι από τους γέρους της, αλλά από τους νέους της. Μια χρονιά, το έτος που έκανα μάθημα ήταν πιο ξύπνιο, με περισσότερη αυτοπεποίθηση από τα συνηθισμένα, κι έτσι είχαμε αναπτύξει μεγαλύτερη οικειότητα. Με κορόιδευαν όταν τους έλεγα τι μουσική ακούω, αυτό λέγεται παλιμπαιδισμός, κύριε. Κι εγώ τους πείραζα, ακούτε την ίδια μουσική με τους πατεράδες σας, πάτε στα ίδια μέρη με τους πατεράδες σας, έχετε τις ίδιες αξίες στη ζωή. Μια φορά είχαν απεργίες και διαδηλώσεις, με περίμεναν περήφανα να μου πουν πόσο άδικο είχα που τους υποτιμώ. Εγώ, εντωμεταξύ, είχα δει τα πανό στο προαύλιο, τα συνθήματα στις σκάλες ανεβαίνοντας, μπήκα μέσα γελώντας. Δεν είσαστε στα καλά σας, λέγανε. Με τίποτα δεν είσαι ευχαριστημένος, πριν μας έλεγες συμβιβασμένους, τώρα πάλι δεν σ’ αρέσει που αντιστεκόμαστε. Πώς να τους εξηγήσω ότι το φαινόμενο ήταν τρομακτικό, ότι νόμιζα πως ζω ταινία επιστημονικής φαντασίας, ότι όλα όσα έλεγαν ήταν λάθος γιατί τα ήξερα; Γιατί τα συνθήματα ήταν σαν να τα είχα γράψει εγώ πριν 30 χρόνια, στους ίδιους τοίχους, με τα ίδια λόγια στο μακρινό παρελθόν;

Η κυνική αλήθεια βέβαια είναι ότι οι νέοι ήξεραν τι έκαναν. Η εποχή της δανεικής ευδαιμονίας, για τους περισσότερους, ήταν πολύ βολική. Έμεναν με τη μαμά τους μέχρι τα 40, η ιδιοκατοίκηση ήταν η μεγαλύτερη της Ευρώπης, δεν πλήρωναν νοίκι, οι μισές οικογένειες είχαν ένα εξοχικό, άντε ένα ή δυο σπίτια στο χωριό, κάθε νοικοκυριό δυο αυτοκίνητα, τα βασικά ήταν λυμένα. Σπούδαζαν. Καλές Τέχνες. Ηθοποιοί, σκηνοθεσία, χορό, πολιτικές επιστήμες, Επικοινωνία. Η προηγούμενη γενιά του life style σπούδαζε μάρκετινγκ και διοίκηση επιχειρήσεων χωρίς επιχειρήσεις, αυτοί προχώρησαν ακόμα τη θεωρία, ασχολήθηκαν με την τέχνη. Που μια χαρά είναι, αρκεί να ξέρεις ότι ένας στους 100 ζει απ’ αυτό.

Όλες οι αυτάρεσκες θεωρίες της Δύσης, που νόμιζε ότι μια για πάντα ξεμπέρδεψε με τις υποχρεώσεις της αναγκαιότητας και πέρασε από την κοινωνία της εργασίας στην κοινωνία της ψυχαγωγίας, στην Ελλάδα έγιναν πραγματικότητα. Η φούσκα επέτρεπε τις ψευδαισθήσεις. Υπήρχαν νοικοκυριά που έπαιρναν μια σύνταξη της γιαγιάς, μια της μαμάς στα 42 ως μητέρα ανήλικου τέκνου, σε λίγο και μια σύνταξη του μπαμπά στα 55 από τη ΔΕΚΟ, ξαφνικά στο σπίτι μπορεί να έμπαιναν κάθε μήνα 4-5 χιλιάδες ευρώ. Ποιο σπίτι το ’80 είχε τέτοια άκοπα εισοδήματα; Τα παιδιά σπούδαζαν. Και σπούδαζαν. Τώρα με τις αναταράξεις πάλι στα πανεπιστήμια, που δημοσιεύτηκαν μερικά νούμερα, είδα έκπληκτος σχολές να δηλώνουν όσους προπτυχιακούς φοιτητές, άλλους τόσους σχεδόν μεταπτυχιακούς. Απίθανα πράγματα, κάποτε μεταπτυχιακό έκανε ένας στους 100, αυτός που ήθελε να κάνει πανεπιστημιακή καριέρα, να εξειδικευθεί σε έναν τομέα της επιστήμης. Πήγαινε στο καλύτερο πανεπιστήμιο του κόσμου, αφιερωνόταν. Τώρα έγιναν απλώς παράταση των σπουδών, καμουφλάζ της ανεργίας. Στη χώρα χωρίς επιχειρήσεις, χωρίς δουλειές, οι άνθρωποι έκαναν σπουδές για εργασίες που δεν υπάρχουν. Έπειτα ήρθε το απότομο ξύπνημα.

Λένε τώρα για την κρίση που έφερε την ανεργία των νέων. Ψέματα λένε. Γιατί και πριν την κρίση, η ανεργία των νέων ήταν 40%. Και αυτό δεν ήταν το χειρότερο, το χειρότερο ήταν ότι, από τους άλλους 60, οι 50 προσλαμβάνονταν στο Δημόσιο. Τα προβλήματα ήταν φανερά όλη τη δεκαετία του 2000, αλλά κανείς δεν ήθελε να τα δει. Όλα τα κάλυπτε η αγία ελληνική οικογένεια, το κουκούλι που φρόντιζε όλα τα μέλη του. Αλλά και τα ευνούχιζε. Γι’ αυτό, ξαφνικά, όλες οι ταινίες του νέου ελληνικού σινεμά δεν μιλάνε για την οικονομική κρίση αλλά για τη weird ελληνική οικογένεια. Κάποια σοβαρά προβλήματα είχε ο παράδεισος κάτω από τη δανεική ευδαιμονία.

Αυτό τον ιδεολογικό ευνουχισμό πρέπει να γκρεμίσουν τώρα οι φοιτητές, οι σημερινοί νέοι, και δεν είναι εύκολο. Κάποιες έρευνες κοινωνικών τάσεων λένε ότι ενώ οι μεγαλύτεροι έχουμε απομυθοποιήσει και ξεπεράσει σιγά-σιγά το μοντέλο του easy living των προηγούμενων χρόνων, οι νέοι όχι μόνο δεν έχουν γυρίσει την πλάτη στα «περνάτε καλααά; Μύκονοοοος», αλλά νιώθουν και οργή, νιώθουν θύματα μιας συνωμοσίας εναντίον τους, γιατί το πάρτι τελείωσε πριν καλά καλά το απολαύσουν. Είμαι σίγουρος ότι αυτό θα αλλάξει και θα αλλάξει όταν μεγαλώσουν οι σημερινοί 15ρηδες. Αυτοί που μεγαλώνουν μέσα στην κρίση και μαθαίνουν αυτά που ήξεραν οι πατεράδες τους, αλλά τα έχουν ξεχάσει: ότι η ζωή είναι σκληρή, ότι κανείς δεν σου χρωστάει τίποτα, ότι χρειάζεται δουλειά, σωστές επιλογές και προσπάθεια για να επιτύχεις οτιδήποτε.

Αλλά πρέπει αναγκαστικά η κοινωνία μας να περιμένει αυτή τη γενιά; Να χάσει, δηλαδή, μια δεκαετία; Οι σημερινοί 20άρηδες, 30άρηδες, από ποιον περιμένουν να προτείνει τις νέες ιδέες; Ως πότε θα επαναλαμβάνουν τα συνθήματα των γονιών τους;