15 Μαρ 2013

Μύθος η «ανάπτυξη» στις ράγες των τραπεζών


Μελέτη του ανεξάρτητου οργανισμού Open Europe

Η ακαδημαϊκή έρευνα και η οικονομική θεωρία υπαγορεύει, ότι η ανάπτυξη του χρηματοοικονομικού τομέα μιας χώρας υποβοηθά και συνεπάγεται την γενικότερη οικονομική ανάπτυξη της ίδιας χώρας, ακόμα και στο σημείο που η πρώτη να θεωρείται απαραίτητη...

 
 προϋπόθεση για την ανάπτυξη της δεύτερης. 
Είναι, όμως, έτσι στην πράξη;

Στη διήμερη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. που ολοκληρώνεται σήμερα, το ζήτημα της τραπεζικής "εξυγίανσης" είναι βασικό στις αντιπαραθέσεις, για το κόστος των αναδιαρθρώσεων (στην προοπτική "ενοποίησης" ενός τομέα γεμάτου «τοξικές τρύπες»), τη διέξοδο στην περιβόητη «ανάπτυξη» και την «αντιμετώπιση της ανεργίας», την ίδια ώρα που η λιτότητα στην περιοχή κορυφώνεται και η κοινωνία στριμώχνεται πληρώνοντας τα σπασμένα.

Σε μια πρόσφατη μελέτη,
που πραγματοποίησε ο ανεξάρτητος οργανισμός Open Europe, φαίνεται, ότι υπάρχουν κάποια όρια, τα οποία εάν η χρηματοοικονομική ανάπτυξη μιας χώρας τα υπερβεί, αυτό αποτελεί τροχοπέδη στη γενικότερη οικονομική ανάπτυξη της χώρας αυτής.

Αυτό έχει να κάνει περισσότερο με τον ορισμό της χρηματοοικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος βασίζεται στην επέκταση της τραπεζικής πίστης και γενικότερα στο μέγεθος δανειοδότησης του ιδιωτικού τομέα.

Μια ματιά στις συγκρίσεις που καταγράφουν οι δύο πίνακες είναι ενδεικτική.

Η μελέτη, η οποία συνέκρινε τον βαθμό οικονομικής ανάπτυξης διαφόρων χωρών της Ευρώπης το 2000-2008, δείχνει ξεκάθαρα, πως ενώ η Ελλάδα (119%) είχε τον τρίτο μεγαλύτερο βαθμό χρηματοοικονομικού εκσυγχρονισμού μετά την Ισπανία (165%) και το Λουξεμβούργο (120%), η διαδικασία αυτή, δεν τροφοδότησε αντίστοιχη ανάπτυξη της γενικότερης οικονομίας σε επίπεδο ΑΕΠ παρά μόνο κατά τον ισχνό συντελεστή 1%.


Αντίστοιχα, ενώ ο βαθμός εκσυγχρονισμού της Ισπανίας ήταν ο μεγαλύτερος της Ευρώπης το 2000-2008, η επίπτωση της διαδικασίας αυτής στην πραγματική οικονομία  της χώρας αυτής ήταν αντίστοιχα 2,1%. Για το Λουξεμβούργο που παρουσίασε το δεύτερο μεγαλύτερο βαθμό εκσυγχρονισμού του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η επίπτωση στην πραγματική οικονομία ήταν της τάξεως του 3,2%.

Είναι χαρακτηριστικό, όμως, ότι ακόμα και στην περίπτωση της Πολωνίας, που έχει το χαμηλότερο βαθμό χρηματοοικονομικού εκσυγχρονισμού και τη τέταρτη μεγαλύτερη ταχύτητα ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού της συστήματος στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του 2000-2008, η επίπτωση της εκσυγχρονιστικής αυτής διαδικασίας στο ΑΕΠ της χώρας αυτής ήταν μόνο 0,4%.


Η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, εάν είχαν δείκτη ανάπτυξης του χρηματοοικονομικού τομέα στα χαμηλά επίπεδα της Πολωνίας (όπως δείχνει ο πίνακας 2), τότε θα είχαν συγκριτικά υψηλότερη ανάπτυξη της οικονομίας τους. Εάν, αντίθετα, είχαν το υψηλό επίπεδο εκσυγχρονισμού του Σίτι του Λονδίνου, τότε θα είχαν συγκριτικά χαμηλότερη ανάπτυξη της οικονομίας τους.

Όπως χαρακτηριστικά καταλήγει η μελέτη, μολονότι η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να θεωρηθεί αποδεδειγμένα αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη της οικονομίας μίας χώρας, δεν είναι απαραίτητα και ικανή.

Υπάρχει πάντοτε ένα άριστο μέγεθος χρέους (equilibrium level of indebtedness), το οποίο εάν ο ιδιωτικός τομέας το υπερβεί (με άλλα λόγια εάν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αρχίζουν να είναι υπερχρεωμένα), τότε η οποιαδήποτε ανάπτυξη χρηματοοικονομική ή πραγματική δεν είναι διατηρήσιμη.

Τότε είναι που τα κράτη, το δημόσιο χρήμα, σπεύδει να «διασώσει» τους αναξιοπαθούντες των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, απλώνοντας την κρίση με τη διόγκωση των κρατικών χρεών.

Μία πρόσφατη μελέτης της εταιρείας McKinsey, καταγράφει, ότι οι διασυνοριακές ροές κεφαλαίων παγκοσμίως (και ιδιαίτερα στην Ε.Ε.) έχουν συρρικνωθεί κατά 60% από το υψηλότερο σημείο που είχαν φτάσει το 2008, πριν ξεσπάσει η κρίση και η ύφεση που κρυβόταν κάτω από την επίπλαστη χρηματοοικονομική ευφορία της φούσκας.

Ο συνδυασμός της τροχοπέδης που φαίνεται να ασκεί στις πραγματικές οικονομίες της Ευρώπης, η υπερχρέωσή τους και το αδιέξοδο του χρηματοοικονομικού τομέα τους μαζί με την καθήλωση των διασυνοριακών ροών κεφαλαίων, δεν είναι καλοί οιωνοί: ούτε για την υγιή μελλοντική ανάπτυξης για το σύνολο της Ε.Ε. και κυρίως ούτε για την επίλυση των σημερινών οικονομικών αδιεξόδων της ελληνικής οικονομίας.

Γεγονός που προκαλεί όξυνση των εντάσεων στις κορυφές της Ε.Ε. και καταδεικνύει το αδιέξοδο της οικονομικής πολιτικής και τις δυσκολίες των κυβερνητικών επιλογών, είτε σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, είτε στην Ελλάδα.
 

Στην ελληνική γωνιά αυτή η παρατήρηση αποδεικνύεται περίτρανα. Η επιλογή των τελευταίων δυο δεκαετιών ήταν η Ελλάδα να μετατραπεί σε χρηματοοικονομικό Σίτι στην ευρύτερη περιοχή, μέσω της απελευθέρωσης  της χρηματοοικονομικής αγοράς ως κινητήρια δύναμη της οικονομίας, που καθόριζε μοιραία κάθε βασική οικονομική επιλογή.

Αυτό το μοντέλο κατέρρευσε, όταν έσκασε συνολικά η χρηματοοικονομική φούσκα διεθνώς το 2007-8, η οποία γεφύρωνε την αδυναμία ικανοποιητικών αποδόσεων στην πραγματική οικονομία, χτυπώντας περισσότερο τους πιο αδύναμους κρίκους, όπως η Ελλάδα.

Αυτή η αντίφαση παραμένει ακόμα, 5 χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης, χωρίς να μπορεί να ξεπεραστεί: είτε με τη γραμμή της “λιτότητας,  χωρίς «εκτύπωση» χρήματος … αλά ευρωπαϊκά”, είτε με τη μορφή της “λιτότητας, με «εκτύπωση» χρήματος… αλά ΗΠΑ”.

Φαίνεται, λοιπόν, ξεκάθαρα, ακόμα κι από μια άκρως επιστημονική μελέτη, πως η χρηματοοικονομική ανάπτυξη και ο τραπεζικός εκσυγχρονισμός δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνοι τους στην ανάπτυξη, παρά μόνο μέχρι ενός ορισμένου ορίου - ceteris paribus - και πως όλη αυτή η συζήτηση και η φανφαρολογία για την αναγκαιότητα της τραπεζικής αναδιάρθρωσης και της ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού τομέα για την ευημερία της χώρας είναι ένας μεγάλος μύθος.

 

Δημήτρης Λαζόπουλος, καθηγητής χρηματοοικονομικών στο Deree College


ΠΗΓΗ: enet.gr