Όλη η συζήτηση που γίνεται για την «επιμήκυνση» του ελληνικού προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής επιβεβαιώνει πλήρως όσα υποστήριζε όχι μόνο η ελληνική αλλά και η ευρωπαϊκή Αριστερά:
Ότι αυτό το πρόγραμμα βοήθειας, υποτίθεται, προς την Ελλάδα ήταν, πρώτον, όπως το είχε αποκαλέσει ένας γερμανός βουλευτής της Αριστεράς, ένα «σωσίβιο από...
μολύβι», το οποίο τραβάει τη χώρα προς τα κάτω. Και, δεύτερον, ότι τα λεφτά τα οποία δόθηκαν για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους είναι πεταμένα.
Οι ευρωπαίοι φορολογούμενοι επιβαρύνθηκαν χωρίς λόγο ή, ακριβέστερα, για έναν και μοναδικό λόγο: να βοηθηθούν οι τράπεζες. Αυτά έλεγε και ο ΣΥΡΙΖΑ και αυτά ήταν μέρος της επιχειρηματολογίας του, όταν καταψήφισε στη Βουλή μνημόνια και εφαρμοστικούς νόμους· τα ίδια είπαν οι βουλευτές του Μετώπου της Αριστεράς στη Γαλλία και του Die Linke στη Γερμανία. Αυτή ήταν επίσης η επιχειρηματολογία της ολλανδικής Αριστεράς, του Σοσιαλιστικού Κόμματος, στις πρόσφατες εκλογές. Επιμήκυνση του προγράμματος σημαίνει άλλα δύο χρόνια θυσίες προς όφελος των τραπεζιτών.
Ας δούμε ποια είναι σήμερα η κατάσταση.
Ένα από τα βασικά επιχειρήματα της τρικομματικής κυβέρνησης για την ψήφιση των μέτρων των 13 δισεκατομμυρίων, με τα οποία θέλουν να επιβαρύνουν τα φτωχότερα στρώματα, είναι, πως αυτό αποτελεί προϋπόθεση για την «επιμήκυνση». Μόνο που με κάθε νέο μέτρο αυξάνονται τα προβλήματα.
Πρώτον, έχουμε την κατάρρευση των δημόσιων εσόδων λόγω της ύφεσης, αλλά και της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής που την επιδεινώνει. Ισχυρίζονται, ότι ένα μέρος της αποτυχίας οφείλεται στο ότι δεν έγιναν εγκαίρως ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό είναι ψευδές: πουλώντας μια δημόσια επιχείρηση εισπράττεις μία φορά, και αυτό δεν αποτελεί εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, άσε που μειώνεται η περιουσία του Δημοσίου και το κράτος χάνει εργαλεία για την άσκηση πολιτικής. Επίσης, ισχυρίζονται ότι φταίει που δεν απολύονται δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτό είναι ακόμα ψευδέστερο, γιατί η κατάρρευση των εσόδων του Δημοσίου οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη δραματική μείωση του προσωπικού στις εφορίες.
Δεύτερον, αν και δεν λέγεται, φαίνεται, ότι η ανακεφαλοποίηση των τραπεζών θα χρειαστεί πολύ περισσότερα χρήματα από τα 50 δισ. που είχαν υπολογιστεί αρχικά. Ακόμα, εάν συμφωνηθεί η επιμήκυνση, θα χρειαστούν άλλα 13-15 δισ. (σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κ. Στουρνάρα που ίσαμε σήμερα αποδεικνύονται πάντα λάθος) για τη εξυπηρέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Όλα αυτά δημιουργούν μια τρύπα ύψους 20-30 δισ., μέχρι το 2014-2015, όπως εκτιμούν ξένοι αναλυτές. Βέβαια, ούτε αυτοί οι υπολογισμοί είναι αξιόπιστοι, γιατί επηρεάζονται από συμφέροντα, επιδιώξεις, σκοπιμότητες.
Εν πάση περιπτώσει, η τρύπα είναι δεδομένη και αυτό συνεπάγεται, ότι το ΔΝΤ, βάσει του κανονισμού του, δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει πλέον στη χρηματοδότηση της Ελλάδας, δεν μπορεί να δώσει τη συμβολή του για την επόμενη δόση. Ακόμα και αν η διεύθυνση του ΔΝΤ είναι διατεθειμένη να κάνει τα στραβά μάτια, είναι βέβαιο ότι θα αντιδράσουν φτωχά κράτη-μέλη του, που βλέπουν τους πόρους του Ταμείου να κατευθύνονται σε προγράμματα για αναπτυγμένες χώρες σαν την Ελλάδα. Γι’ αυτό πιέζει η Λαγκάρντ την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναλάβει αυτή τη χρηματοδότηση (το βούλωμα της τρύπας) και να δεχτεί νέο κούρεμα, που θα περιλάβει και τις απαιτήσεις κρατών προς την Ελλάδα. Αυτά είναι δύσκολο να γίνουν χωρίς αλλαγή των Ευρωπαϊκών Συνθηκών που απαγορεύουν απευθείας διακρατική βοήθεια.
Επιπλέον, ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη που –δικαίως, κατά τη γνώμη μου– έχουν προβλέψει ότι τέτοιες εξαιρετικές ενέργειες πρέπει να εγκρίνονται από τα κοινοβούλιά τους, βρίσκονται σε δύσκολη θέση: τα κοινοβούλια, π.χ. το γερμανικό ή το φιλανδικό, αναμένεται να απορρίψουν τέτοιες προτάσεις.
Πρόκειται για αδιέξοδο, και η μόνη λύση είναι η στροφή 180 μοιρών.
Και αυτό σημαίνει ευρωπαϊκή συμφωνία, όχι για μόνο την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη: να κουρευτούν τα χρέη των ευρωπαϊκών κρατών. Το ελληνικό χρέος, βέβαια, έχει μια ιδιαιτερότητα, που κάνει πιο δύσκολο το κούρεμα. Τα χρέη των άλλων χωρών (το 86% της Γερμανίας, το 120% της Ιταλίας, το 100% του Βελγίου κ.ο.κ.) είναι κυρίως σε ιδιώτες. Το δικό μας, που ανήκει σε κράτη-μέλη της Ε.Ε., δεν μπορείς να το κουρέψεις: το απαγορεύουν οι συνθήκες, θεωρείται άμεση χρηματοδότηση. Επομένως, απαιτείται ευρωπαϊκή διάσκεψη και απόφαση ότι έτσι θα γίνεται από εδώ και πέρα. Δεύτερον, χρειάζεται ανάληψη της χρηματοδότησης των κρατών, αν όχι από την ΕΚΤ (κάτι εξαιρετικά δύσκολο, επειδή η απαγόρευση να χρηματοδοτεί η ΕΚΤ κράτη, μια από τις ιερές αγελάδες του νεοφιλελευθερισμού, χρειάζεται ομοφωνία για να αλλάξει), αλλά από μια άλλη δημόσια ευρωπαϊκή τράπεζα, η οποία θα δανείζεται από την ΕΚΤ, και θα δανείζει τα κράτη-μέλη με χαμηλό επιτόκιο, ανάλογο με αυτό που δανείζει η ΕΚΤ τις τράπεζες — ίσως λίγο μεγαλύτερο, για τα έξοδά της.
Υπάρχει, βέβαια, και άλλο ένα μέσον: τα κράτη να μη δημιουργούν χρέη.
Η φορολόγηση των πλουσίων να επαρκεί για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, και να παίρνουν δάνεια μόνο σε περιπτώσεις ταμειακής δυσκολίας, σε εξαιρετικές περιστάσεις ή για μεγάλες δημόσιες επενδύσεις.
Αλλά μια τέτοιας έκταση φορολόγηση των πλουσίων προϋποθέτει τόσο ριζική αλλαγή συσχετισμών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που θα επέφερε ανατροπή της κρατούσας τάξης πραγμάτων.
Τι θα γίνει τώρα, εφόσον καθυστερήσει η απόφαση για την εκταμίευση της δόσης, παρόλο που ήταν, υποτίθεται, προσυμφωνημένη; Ας μην ξεχνάμε, ότι εδώ βασίστηκε και όλη η προεκλογική καμπάνια, τον Μάιο και, κυρίως, τον Ιούνιο: «Μη βγάλετε τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί δεν θα πάρουμε την επόμενη δόση», η οποία υποτίθεται θα δινόταν τον Αύγουστο κλπ. κλπ.
Μα δεν υπάρχει άλλο μέσο από αυτό που εφαρμόζεται ήδη: μια άτυπη εσωτερική στάση πληρωμών, η οποία με τη σειρά της επιδεινώνει την οικονομική κρίση, μειώνει τα έσοδα του Δημοσίου και πάει λέγοντας.
Το κείμενο είναι εμπλουτισμένη μορφή συνέντευξης που έδωσε ο Θόδωρος Παρασκευόπουλος στον Μπάμπη Αγρολάμπο, στο ραδιοσταθμό «Στο Κόκκινο», την Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου. Δημοσιεύτηκε από τα «Ενθέματα» στις 30 Σεπτεμβρίου.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr