Του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη
Οι εκλογές της 6ης Μαΐου αποτελούν ασφαλώς σταθμό στην πολιτική ιστορία της χώρας μας, διότι οδήγησαν σε ριζική ανατροπή των μεταπολιτευτικών συσχετισμών και σε πρωτοφανείς μετατοπίσεις ψηφοφόρων...
Από μια πρώτη ματιά αυτές οι ανακατατάξεις φαίνεται να καθορίσθηκαν από την αντίθεση «μνημόνιο» - «αντιμνημόνιο».
Ωστόσο, αν εγκύψουμε με μεγαλύτερη προσοχή στο εκλογικό αποτέλεσμα, νομίζω ότι η ανωτέρω προσέγγιση αφορά μόνον τα επιφαινόμενα, διότι η εν λόγω αντίθεση, παρά την προφανή σημασία της, δεν αρκεί από μόνη της, για να κατανοήσουμε τις ποικίλες αποχρώσεις του αλλά ούτε και για να ανιχνεύσουμε τις βαθύτερες τάσεις του εκλογικού σώματος.
Απέναντι λοιπόν σε μια τέτοια απλουστευτική ανάγνωση προτείνω μια άλλη αντίθεση, αυτή μεταξύ «καθεστωτισμού» και «αντικαθεστωτισμού», η οποία κατά την άποψή μου παρέχει ένα προσφορότερο κριτήριο όχι μόνον για την κατανόηση των επιλογών των εκλογέων αλλά και για την αξιολόγηση της στρατηγικής των πολιτικών δυνάμεων.
Το κύριο λοιπόν χαρακτηριστικό της ψήφου της 6ης Μαΐου, κατά τη δική μου προσέγγιση, είναι ο «αντικαθεστωτισμός».
Οι πολίτες, πρώτα και πάνω από όλα, αποδοκίμασαν τον βαθύτατο «καθεστωτισμό» των δύο κομμάτων του παραδοσιακού δικομματισμού, τα οποία δυστυχώς ταυτίσθηκαν όλα αυτά τα χρόνια - παρά τα μικρά φωτεινά διαλείμματα, τις όχι αμελητέες προσπάθειες απεμπλοκής και τις πολλές προσωπικές αντιστάσεις και αντιδράσεις - με τις χειρότερες πλευρές του κοινωνικοπολιτικού κατεστημένου, όπως αυτό διαμορφώθηκε μέσα από πολυπλόκαμες σχέσεις και εξαρτήσεις πελατείας, συναλλαγής, διαφθοράς και διαπλοκής. Αν σε αυτό προστεθούν και οι δομικές πολιτικές αδυναμίες των παρωχημένων, γραφειοκρατικών και παρακμιακών κομματικών τους μηχανισμών, η ανυπαρξία στελεχιακής πολιτικής αλλά και οι πολλαπλές και κραυγαλέες ανεπάρκειες των ηγετικών στελεχών τους, δεν είναι καθόλου περίεργο το ότι βυθίσθηκαν στην ανυποληψία και τελικά κατέρρευσαν.
Τους χαμένους αυτής της εκλογικής αναμέτρησης πλαισιώνουν και κάποια άλλα κόμματα, τα οποία φαίνεται να κρίθηκαν, δικαιολογημένα εν πολλοίς, σαν «παρακαθεστωτικά» (Δημοκρατική Συμμαχία, Δράση, ΛΑΟΣ).
Από την άλλη, οι βασικές πολιτικές δυνάμεις που ωφελήθηκαν από την μετατόπιση των ψηφοφόρων του δικομματισμού είναι προεχόντως οι «αντικαθεστωτικές» δυνάμεις όλου του πολιτικού φάσματος.
Από την μια ο ριζοσπαστικά αριστερός (και συχνά αριστερίστικος) «αντικαθεστωτισμός» του ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη ο ακροδεξιός και εθνικόφρων «αντικαθεστωτισμός» – είτε ως λαϊκίστικος και «λούμπεν» (Ανεξάρτητοι Έλληνες) είτε ως εθνικιστικός και ρατσιστικός (Χρυσή Αυγή), και στο κέντρο και ελαφρώς δεξιά ένας ιδιότυπα φιλελεύθερος «αντικαθεστωτισμός» (Δημιουργία Ξανά).
Τέλος, το ζεύγμα που προτείνω, εξηγεί και γιατί δεν είχαν την αναμενόμενη άνοδο ορισμένες άλλες δυνάμεις, παρότι «αντιμνημονιακές».
Η μεν ΔΗΜΑΡ και οι Οικολόγοι διότι δεν κρίθηκαν αρκούντως «αντικαθεστωτικές» (παρότι είχαν επεξεργασμένο και τεκμηριωμένο εναλλακτικό πολιτικό λόγο), το δε ΚΚΕ διότι φάνηκε, ότι ο αυτάρεσκος απομονωτισμός και ο πείσμων συντηρητισμός του εξυπηρετούν, σε τελευταία ανάλυση, τον «καθεστωτισμό».
Αν τα ανωτέρω έχουν βάση, τότε η αξιολόγηση της στρατηγικής των κομμάτων δεν μπορεί παρά να εκκινεί από την δυνατότητά τους να αφομοιώσουν και να διαχειριστούν μια τέτοια «αντικαθεστωτική ψήφο», κάτι που θα αποδειχθεί βέβαια ιδιαίτερα δυσχερές, δεδομένου ότι η εν λόγω ψήφος είναι μεν εν γένει ριζοσπαστική και αμφισβητησιακή, ιδίως σε ό,τι αφορά την νέα γενιά, αλλά δεν είναι μονοσήμαντη και δεν στερείται αντιφάσεων και ιδιοτελειών, ενώ παράλληλα είναι ευεπίφορη και σε ποικίλες αντιδημοκρατικές παρεκτροπές (και δεν αναφέρομαι μόνο στην Χρυσή Αυγή…). Υπό αυτό λοιπόν το πρίσμα πρέπει ιδίως να αξιολογηθούν:
Πρώτον, οι προοπτικές, βραχυπρόθεσμα αλλά και μετεκλογικά, της στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας, που συνοψίζεται, ουσιαστικά, σε ένα προσκλητήριο των απανταχού καθεστωτικών δυνάμεων στον χώρο της δεξιάς, δηλαδή, βασίζεται, κατά τα ανωτέρω, σε μια μάλλον μυωπική ανάγνωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Δεύτερον, η επιλογή της Δράσης να προτιμήσει, εν τέλει, τη συνεργασία με την μόνη «αντικαθεστωτική» εκδοχή της κεντροδεξιάς, ιδίως ως προς το αν η επιλογή αυτή μπορεί να αποδειχθεί, παρά την πόλωση, το πρώτο βήμα για την διαμόρφωση ενός σοβαρού και υπολογίσιμου για το μέλλον «φιλελεύθερου» χώρου, απαλλαγμένου από νεοφιλελεύθερες εμμονές.
Τέταρτον, οι δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ αφενός μεν να αυξήσει και αφετέρου να διαχειριστεί την «αντικαθεστωτική» ψήφο, εν όψει μιας πιθανής ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών, ειδικότερα δε να ξεπεράσει, μέσω ενός συγκεκριμένου, συνεκτικού και κοστολογημένου προγράμματος, τις εγγενείς αντιφάσεις και τις εμφανείς παραφωνίες, που πηγάζουν από την ιδιότυπη κομματική δομή του και την διαπαιδαγώγηση των περισσότερων στελεχών του στη βάση της άρνησης και της διαμαρτυρίας.
Πέμπτον, η αξιοπιστία της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ ως προς το ότι πράγματι έχει αφουγκραστεί το μήνυμα των εκλογέων και επιδιώκει μια ριζικά νέα αρχή, όπως διακήρυξε, καθώς κάτι τέτοιο προϋποθέτει, ότι μπορεί και θέλει να υπερβεί τα «καθεστωτικά» χαρακτηριστικά τόσο της ίδιας όσο και του κόμματος, γενικότερα.
*Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΠΗΓΗ: tvxs.gr