Η Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Πελοποννήσου & Νοτιοδυτικής Ελλάδος απέστειλε επιστολή προς τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης κ Λουκά Παπαδήμο και τους Πολιτικούς Αρχηγούς , στην οποία θέτει υπ’ όψιν τις θέσεις του Ελληνικού Εμπορίου , όπως αυτές αποφασίσθηκαν ομόφωνα...
στην συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 6ης Φεβρουαρίου 2012 και στις οποίες αποτυπώνεται ξεκάθαρα η αγωνία, το αδιέξοδο και η οργή του εμπορικού κόσμου της Ελλάδας για τον διαφαινόμενο αφανισμό της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Η επιστολή έχει ως εξής:
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Είναι γνωστό και ευρύτερα αποδεκτό ότι, το ελληνικό εμπόριο και ειδικότερα οι Μμε επιχειρήσεις αποτελούν μοχλό ανάπτυξης της χώρας και κρίσιμο παράγοντα οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής σταθερότητας, δίνοντας ζωή τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στον κοινωνικό ιστό της περιφέρειας.
Αυτός ο βασικός πυλώνας κοινωνικής συνοχής της χώρας μας έχει πληγεί βαρύτατα από την συνεχιζόμενη ύφεση, η οποία έχει επιφέρει πρωτοφανείς επιπτώσεις με άμεσες κοινωνικές προεκτάσεις και απρόβλεπτους πλέον κινδύνους για το σύνολο της εμπορικής τάξης.
Η καθημερινή πραγματικότητα των συναδέλφων μας, μικρότερων και μεγαλύτερων εργοδοτών και αυτοαπασχολούμενων, όσων τουλάχιστον επιβίωσαν της «λαίλαπας» των δύο τελευταίων ετών, συνθέτει μία εικόνα απογοήτευσης, αβεβαιότητας, αγωνίας, φόβου, αδιεξόδου και απελπισίας. Οι περισσότεροι βρίσκονται μπροστά στο ενδεχόμενο να χάσουν ανεπιστρεπτί τους κόπους μιας ζωής και συχνά, τη μοναδική πηγή εισοδήματος ολόκληρης της οικογένειάς τους, έχοντας επιπλέον να πληρώσουν χαράτσια, έκτακτες εισφορές, τέλη επιτηδεύματος, αντικειμενικά κριτήρια και ότι άλλο μπορεί να μηχανευθεί ο ευφάνταστος κυνηγός της ύστατης ρευστότητας που απομένει στις επιχειρήσεις τους.
Τα αδιέξοδα όμως και η οργή για τις άδικες επιβαρύνσεις, την γραφειοκρατία, την διαφθορά, την αδράνεια και αδιαφορία των αρμοδίων μπροστά στα προβλήματα επιβίωσης των Μμε εμπορικών επιχειρήσεων δημιουργούν διλήμματα τα οποία δυνητικά οδηγούν σε ακραίες επιλογές.
Είναι πάρα πολλοί οι συνάδελφοί μας που μας καλούν να κηρύξουμε πανελλαδική «στάση πληρωμών», αντιδρώντας με αυτό τον τρόπο στον διωγμό που υφίσταται ο οργανωμένος εμπορικός κόσμος. Οι επιλογές αυτές μπορεί να μην συνάδουν με τον ορισμό περί «ορθής» συμπεριφοράς αλλά στις σημερινές συνθήκες, οι λέξεις και οι έννοιες έχουν πια χάσει το νόημά τους και ο καθένας αντιδράει όπως μπορεί. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμα και η στάση πληρωμών μπορεί να υποστηριχθεί από σειρά λογικών επιχειρημάτων.
Σε καμία περίπτωση δεν προτρέπουμε τους συναδέλφους μας εμπόρους να αγνοήσουν τις υποχρεώσεις τους απέναντι στην Πολιτεία. Επειδή όμως οι ίδιοι δικαιολογημένα αισθάνονται ότι η Πολιτεία αγνοεί τις υποχρεώσεις της απέναντι σε αυτούς, πολύ φοβόμαστε ότι οι εξελίξεις ξεπερνούν τις δικές μας προτροπές και αυτός ο τρόπος αντίδρασης είναι «προ των πυλών» σε ατομικό αλλά και συλλογικό επίπεδο. Πως, αλήθεια, μπορούμε να αποτρέψουμε τον συνάδελφό μας, από το να σταματήσει να πληρώνει τα χαράτσια, όταν στην άλλη άκρη της πλάστιγγας βαραίνουν οι βασικές υποχρεώσεις προς την οικογένεια του;;
Την ύστατη αυτή ώρα, ζητάμε από την συντεταγμένη Πολιτεία να αναγνωρίσει την πραγματική διάσταση των προβλημάτων μας και να δώσει λύσεις.
Συντασσόμαστε σε κάθε προσπάθεια ουσιαστικής βελτίωσης της οικονομίας και της αγοράς, αρκεί να υπάρχουμε για να μπορούμε να βοηθήσουμε.
Καταδικάζουμε την φοροδιαφυγή, δικαιολογούμε όμως την μη τήρηση των υποχρεώσεων των συναδέλφων μας, όταν αυτές ξεπερνούν την φυσική τους δυνατότητα να ανταποκριθούν.
Δεν προτρέπουμε για «στάση πληρωμών», αυτή όμως είναι προ των πυλών, εάν δεν σταματήσει ο παραλογισμός της επιβολής εξωπραγματικών εισπρακτικών μέτρων χωρίς μέτρο.
Σεβόμαστε τους νόμους του κράτους, απαιτούμε όμως αντίστοιχα το σεβασμό του δικαιώματός μας στην επιβίωση.
Αποδεχόμαστε τις θυσίες στο όνομα της ανάκαμψης της χώρας, απορρίπτουμε όμως το ρόλο του άψυχου «πιονιού» σε ένα παιχνίδι με προσυμφωνημένο τέλος.
ΖΗΤΑΜΕ να εισακουστούν επιτέλους οι προτάσεις του εμπορικού κόσμου, ώστε να ξεπεραστούν βασικά οικονομικά προβλήματα, να δοθεί ελπίδα στην αγορά και να ανακτηθεί η πίστη της εμπορικής τάξης στον εαυτό της, ώστε να οδηγήσει ξανά τη χώρα σε ανάκαμψη.