Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
Ο μεγάλος αδικημένος στις εφετινές υποψηφιότητες των βραβείων Οσκαρ, ο Μάικλ...
Φασμπέντερ πέτυχε την ερμηνεία της χρονιάς στο «Shame». Μαζί του στις αίθουσες, το ψυχολογικό δράμα κατασκοπίας «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» με τον υποψήφιο για Οσκαρ Γκάρι Ολντμαν, ο «Αλμπερτ Νομπς» με την Γκλεν Κλόουζ και η «Γυναίκα με τα μαύρα» που σηματοδοτεί την μετά Χάρι Πότερ καριέρα του Ντάνιελ Ράντκλιφ.
Shame
Δεν ξέρω αν το «Shame» (ΗΠΑ, 2011) του Στιβ Μακ Κουίν θα μείνει στην ιστορία σαν μια μεγάλη ταινία, πάντως αυτό το πορτρέτο του εθισμένου σε σημείο αρρώστιας σεξομανούς Μπράντον που πλάθει με απίστευτη ακρίβεια ο Μάικλ Φασμπέντερ, σίγουρα θα στοιχειώσει για πολύ καιρό την μνήμη μου (ακόμα δεν μου έχει λυθεί η απορία πως και δεν βρίσκεται στους πέντε υποψηφίους για το οσκαρ Α' ανδρικού ρόλου). Από την εποχή του «Bad Lieutenant» του Εϊμπελ Φεράρα (ταινία του 1993) είχα να δω μια τόσο μοναχική καθίζηση στην κόλαση και είχα ν' ακούσω έναν τόσο ηχηρό σπαραγμό, τον σπαραγμό ενός ανθρώπου σε απελπισία και αδιέξοδο.
Με φόντο μια Νέα Υόρκη μελαγχολική και ψυχρή, μια πόλη που κλαίει, ο φακός του Μακ Κουίν παρακολουθεί τις πράξεις και την ζωή του Μπράντον αθόρυβα και διακριτικά, σε σημείο που ορισμένες φορές σαν να νιώθεις, ότι δεν υπάρχει καν φακός ανάμεσα στον Φασμπέντερ και το κοινό. Η κάμερα τον «συλλαμβάνει» σε ιδιωτικές και μη στιγμές. Τον βλέπουμε να ουρεί, τον βλέπουμε να «ψωνίζει» πόρνες ή να κάνει καμάκι, τον βλέπουμε να αυνανίζεται, τον βλέπουμε να κάνει σεξ, τον βλέπουμε να σερφάρει με πάθος σε πορνοσελίδες του internet και τον βλέπουμε να μιλά πονηρά στο τηλέφωνο.
Ο Μπράντον είναι ένας απαθής ήρωας, που βρίσκεται διαρκώς σε κινητικότητα, γι' αυτό και έχει πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον. Όπως και τα ερωτήματα που τον περιβάλλουν. Για ποιον λόγο έχει αφεθεί τόσο απροκάλυπτα στην σαρκική απόλαυση; Που οφείλεται αυτή η εμμονή του με το σεξ; Γιατί την ίδια ώρα είναι τόσο μα τόσο μοναχικός, σε σημείο να δείχνει άρρωστος; Τι κρύβεται πίσω από την σχέση του με την αδελφή του (έξοχη και η Κάρεϊ Μάλιγκαν με μια μεγάλη στιγμή, εκείνη όπου τραγουδά);
Σε κάποια ερωτήματα παίρνουμε απαντήσεις, σε κάποια όχι. Αλλά σημασία δεν έχουν τόσο οι απαντήσεις, όσο το ίδιο το κολασμένο «ταξίδι» του Μπράντον. Κάθε τι σε αυτήν την ταινία άλλωστε γίνεται με τρομερή ακρίβεια, είναι απολύτως ελεγχόμενο και μελετημένο. Η σιωπή είναι αρετή γι' αυτό και δεν ακούμε και τόσα πολλά λόγια, μόνον όσα χρειάζονται. Ο Μπράντον βλέπει, κι εμείς βλέπουμε αυτά που βλέπει. Ο Μπράντον νιώθει κι εμείς νιώθουμε αυτά που νιώθει. Ο Μπράντον πονά κι εμείς πονάμε μαζί του.
Βαθμολογία: 4
Κατάσκοποι από σάρκα και οστά
«Τίποτε δεν είναι γνήσιο πλέον» ακούμε να λέει στάζοντας πίκρα ο επικεφαλής της ΜΙ5 (Τζον Χερτ) σε μια σκηνή της ταινίας του Τόμας Αλφρεντσον «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» («Tinker, tailor, soldier, spy», Αγγλία, 2011). Αλλά και πάλι, σκέφτεσαι, ίσως να μην ήταν και ποτέ γνήσιο, αφού μάλλον είναι δύσκολο να αναζητείς γνησιότητα στα χωράφια της κατασκοπίας. Αυτό όμως κάνει τον πράκτορα Τζορτζ Σμάιλι (Γκάρι Ολντμαν) τόσο ξεχωριστό. Είναι η εξαίρεση. Είναι όντως γνήσιος. Γνήσια ακέραιος. Γνήσια έντιμος. Ακούει και επεξεργάζεται. Μιλάει όταν πρέπει. Πράττει χωρίς να κομπάζει.
Για όλους αυτούς τους λόγους άλλωστε, η βρετανική κυβέρνηση καλεί και πάλι τον Σμάιλι στην ενεργό δράση (από την «πίσω πόρτα» βέβαια) και του αναθέτει την μυστική αποστολή της αποκάλυψης της ταυτότητας ενός διπλού κατασκόπου στα υψηλά κλιμάκια της Υπηρεσίας ο οποίος δουλεύει για τους Σοβιετικούς. Τον Σμάιλι τον εμπιστεύονται. Ξέρουν, ότι η μεθοδικότητά του στην έρευνα θα φέρει αποτελέσματα. Οπότε μπαίνουμε στην δαιδαλώδη πλοκή μια ταινίας, στην οποία αξίζει κανείς να βυθιστεί γιατί κοιτάζει με αγάπη το παρελθόν στο οποίο τοποθετείται, χωρίς ποτέ να γίνεται μελοδραματική και ψευτονοσταλγική. Κατά μια έννοια, αισθητικά μοιάζει πολύ με το θρίλερ «Ασε το κακό να μπει», που έκανε σταρ τον σουηδό Αλφρεντσον πριν από μερικά χρόνια.
Ο Τζορτζ Σμάιλι, κεντρικός ήρωας της «τριλογίας του Σμάιλι» (που συμπληρώνεται από τους «Ανθρώπους του Σμάιλι» και τον «Εντιμότατο μαθητή») είναι ο πιο αναγνωρίσιμος ήρωας μυθιστορημάτων του συγγραφέα (και επίσης κατασκόπου για ένα φεγγάρι) Τζον Λε Καρέ. Είναι, επίσης, ο αντίποδας του Τζέιμς Μποντ, λόγος για τον οποίο τα μυθιστορήματα του Λε Καρέ κατάφεραν να ξεφύγουν από τα στενά όρια της pulp «περιπέτειας» και σήμερα θεωρούνται υψηλή λογοτεχνία. Όπως ο Λε Καρέ στις σελίδες του, έτσι και ο σουηδός Αλφρεντσον με τις εικόνες του, μπαίνει βαθιά μέσα στον ψυχισμό του κατασκόπου και αναζητεί την αλήθεια που βρίσκεται κρυμμένη στην σκιά, φτιάχνοντας ήρωες από σάρκα και οστά.
Στο «Ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» οι νεκροί είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού και οι χαρακτήρες είναι που μετρούν περισσότερο από τους πυροβολισμούς.
Το «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» είναι μια πολύ αγαπησιάρικη ταινία, για όσους βέβαια αγαπούν την ατμόσφαιρα των ταινιών του Ψυχρού Πολέμου που διέπρεψαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Δεν μπορείς να παραβλέψεις, ότι κάθε τι στα κοστούμια και στα ντεκόρ είναι τοποθετημένο με φροντίδα, έχει λόγο ύπαρξης, έχει σημασία - τα αντικείμενα είναι ζωντανοί οργανισμοί. Kαι βέβαια τι μπορείς να πεις για την παρέλαση της αφρόκρεμας της βρετανικής υποκριτικής που επιτεύχθηκε για αυτήν την ταινία; Ολντμαν, Χερτ, Κόλιν Φερθ, Σίαραν Χιντς, Τόμπι Τζόουνς, Μαρκ Στρονγκ, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Τόμας Χάρντι.
Βαθμολογία: 4
Ο Χάρι Πότερ στο απόλυτο σκοτάδι
Το πρώτο πράγμα, που παρατηρείς στην «Γυναίκα με τα μαύρα» («Woman in black», Αγγλία, 2012) του Τζέιμς Γουότκινς, είναι, ότι ο Ντάνιελ Ράντκλιφ έχει πραγματικά μεγαλώσει. Σχεδόν απότομα. Προσωπικά δεν είδα ίχνος από Χάρι Πότερ, αλλά αντιλήφθηκα έναν ηθοποιό, που χωρίς να αγωνιά, κάνει μια έντιμη προσπάθεια να ακολουθήσει διαφορετικά μονοπάτια και να αναπτύξει καλύτερα το όποιο ταλέντο του.
Το δεύτερο πράγμα που παρατηρείς στην ταινία, είναι η υποβλητική ατμόσφαιρά της και το τρίτο (το καλύτερο) το ότι δεν ακολουθεί την αφόρητη συνταγή των περισσότερων σύγχρονων θρίλερ, τα οποία γυρίζονται με την πεποίθηση, ότι όσο πιο πολύ το χυμένο αίμα, τόσο πιο τρομαχτική η ταινία.
Βασισμένη στο μυθιστόρημα της Σούζαν Χιλ, η «Γυναίκα με τα μαύρα» θεωρείται ένα από τα πιο επιτυχημένα θεατρικά έργα των τελευταίων χρόνων στο Γουέστ Εντ όπου παίζεται ασταμάτητα εδώ και χρόνια - όπως περίπου συμβαίνει με την «Ποντικοπαγίδα» της Αγκαθα Κρίστι.
Η ιστορία του έργου λαμβάνει χώρα σε ένα παλιό αρχοντικό, στοιχειωμένο από μια μυστηριώδη γυναικεία φιγούρα ντυμένη στα μαύρα, έναν άγγελο του θανάτου που επιβεβαιώνει τους φόβους και τις προλήψεις των χωρικών της περιοχής. Εκεί όπου ένας δικηγόρος θα βρεθεί για τις απαραίτητες υπογραφές μιας υπόθεσης, αλλά θα βρεθεί αντιμέτωπος με το σκοτάδι της ίδιας της ψυχής του.
Δεν είναι τυχαίο που η ταινία θυμίζει ταινία τρόμου της παλιάς σχολής και κοπής, όταν οι χαρακτήρες όριζαν τον τρόμο και όχι το αντίθετο. Το φιλμ είναι προϊόν της αναστημένης εταιρίας Hammer, που έχει γράψει τεράστιο κεφάλαιο στο είδος του κινηματογραφικού τρόμου στις δεκαετίας του 1950 και του 1960, προτού τελικά παρακμάσει. Και αυτό σημαίνει, ότι η επιτυχία της ταινίας είναι, ότι μπορεί να σε κάνει να τρομάξεις από απλά πράγματα. Από μια βρύση που στάζει. Από τους ασήμαντους αλλά επίμονους ήχους. Από μια κουνιστή πολυθρόνα που κουνιέται μόνη της. Από μια ανοιχτή πόρτα. Από το πρόσωπο μιας κοπέλας. 'Η από ένα αχανές σπίτι στο οποίο κυκλοφορεί μόνος του και μέσα στο πνιχτό σκοτάδι ο Ντάνιελ Ράντκλιφ.
Βαθμολογία: 3
Ο κύριος Γκλεν Κλόουζ
Άλλος ένας ρόλος που φιγουράρει στα Οσκαρ, ο κύριος «Αλμπερτ Νομπς» («Alber Nobbs», Αγγλία, 2011) με το πρόσωπο της… κυρίας Γκλεν Κλόουζ. Σπουδαία ηθοποιός, αν και υποτιμημένη σε ό,τι αφορά τα βραβεία, η Κλόουζ διεκδικεί για έκτη φορά το Οσκαρ έχοντας παίξει μια γυναίκα που για να μπορέσει να επιβιώσει στο Δουβλίνο των τελών του 19ου αιώνα, παριστάνει τον άντρα (ένας ρόλος που η Κλόουζ γνωρίζει πολύ καλά, γιατί υπήρξε μεγάλη θεατρική επιτυχία της). Μόνον που κάποια στιγμή, θα βρεθεί τόσο πολύ εγκλωβισμένη στον ψεύτικο εαυτό της, που δεν θα μπορέσει καν να τον «αποβάλλει».
Mέσα από αυτήν την ιστορία ο κολομβιανός σκηνοθέτης Ροντρίγκο Γκαρσία, γιός του συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, πλάθει έναν ολόκληρο κόσμο, έναν κόσμο όπου επικρατεί ο φόβος, η φτώχεια και η κοινωνική αδικία. Ο/η Αλμπερτ που εργάζεται σερβιτόρος σε εστιατόριο πολυτελείας έχει συμβιβαστεί με την ιδέα της απόλυτης διαστρέβλωσης (αν όχι καταστροφής) της προσωπικότητάς του με έναν και μόνον έναν στόχο: να διατηρήσει την δουλειά του και να μην καταλήξει στο πτωχοκομείο, κάτι που κινδυνεύει να πάθει αν το πραγματικό φύλλο του αποκαλυφθεί. Είναι ένας άνθρωπος έτοιμος να ξεχάσει το ποιος πραγματικά είναι και ακόμη χειρότερα, όλη αυτή η κατάσταση έχει επηρεάσει τόσο πολύ το σώμα και το πρόσωπό του, που πλέον δεν μοιάζει καν με ανθρώπινο ον, έχει κάτι το εξωγήινο.
Η τραγικότητα αυτού του ανθρώπου είναι σχεδόν τρομαχτική, ενώ στην προσπάθειά του να μην βρεθεί στον δρόμο αντανακλάται ο βαθύς κοινωνικός προσανατολισμός της ταινίας η οποία παρότι εποχής, σήμερα ηχεί άκρως επίκαιρη.
Βαθμολογία: 2
Φεμινισμός και πιστολίδι
Μου αρέσει η τσαχπινιά και το ανάλαφρο στιλάκι της Κάθριν Χέιγκλ, είναι cool ακόμα και όταν φοβάται, όπως συμβαίνει στο «One for the money» (ΗΠΑ, 2012) της Τζούλι Αν Ρόμπινσον, όπου η Χέιγκλ υποδύεται την Στέφανι Πλαμ, αγαπημένη χιλιάδων αναγνωστριών ηρωίδα της δημοφιλούς σειράς βιβλίων της Τζάνετ Εβάνοβιτς (το «One for the money» είναι το πρώτο της σειράς και κυκλοφορεί στα ελληνικά με τον τίτλο "Οι Πρωτάρηδες", από τις εκδόσεις Νίκη.)
Η Στέφανι είναι από την φύση της γρουσούζα και ο ρόλος προφανέστατα ταιριάζει γάντι στην Χέιγκλ. Ανεργη, άφραγκη, κερατωμένη, αποφασίζει να πιάσει δουλειά στο γραφείο εγγυήσεων για αποφυλακίσεις του ξαδέλφου της. Η πρώτη της αποστολή είναι να συλλάβει έναν πρώην αστυνομικό του Τμήματος Ηθών και παλιό φλερτ της, ο οποίος φυγοδικεί, ενώ του έχει απαγγελθεί κατηγορία για φόνο εκ προμελέτης.
Καλοστημένη περιπέτεια, δυναμικά γυρισμένη στους δρόμους του Τζέρσεϊ και με κάπως απροκάλυπτες φεμινιστικές διαθέσεις. Λογικό, αφού την έγραψε γυναίκα και την γύρισε γυναίκα.
Αν προσέξετε την ταινία, θα δείτε ότι στην ιστορία της δεν υπάρχει ούτε ένας πραγματικά νορμάλ άντρας, την ώρα που τα πιο έξυπνα πρόσωπα στην ιστορία είναι δυο μαύρες πόρνες (Σέρι Σέπαρντ, Ράιαν Μισέλ Μπαθ).
Βαθμολογία: 2
Χοντράδες με Πατσίνο
Το μεγάλο ερώτημα στην ταινία «Jack and Jill» (ΗΠΑ, 2012) είναι, πως στο καλό βρέθηκε εδώ πέρα ο Αλ Πατσίνο; Και να' χε κάνει μόνον ένα περασματάκι όπως ο…Τζόνι Ντεπ, να' λεγα πάει στο διάολο. Ελα όμως που έχει κοτζάμ ρόλο! Για την ακρίβεια, ο Πατσίνο παίζει τον εαυτό του, δηλαδή τον…Αλ Πατσίνο που υποτίθεται ότι έχει κόλλημα με την δίδυμη αδελφή του Ανταμ Σάντλερ, την οποία υποδύεται ο ίδιος ο Σάντλερ. Τζακ και Τζιλ τα ονόματά τους και η μόνιμη κόντρα το χαρακτηριστικό τους.
Ο Πατσίνο ερωτεύεται την Τζιλ αλλά εκείνη τον σνομπάρει γιατί προτιμά τον… Τζον Στάμος. Εν τω μεταξύ ο Τζακ για πρώτη φορά χρειάζεται την αδελφή του, γιατί καθότι παραγωγός της τηλεόρασης προσπαθεί να κλείσει τον Πατσίνο στο sponsoring του δικού του σόου.
Εντάξει, το παραδέχομαι. Χαμογέλασα. Σε κάποιες σκηνές. Οπως π.χ. όταν βλέπουμε τον Πατσίνο να παίζει Σέξπιρ στο θέατρο και να «κράζει» το κοινό επειδή κάποιος έχει ανοιχτό το κινητό του (μετά βέβαια την πατά ο ίδιος πάνω στην σκηνή).
Όμως στο σύνολό της, η ταινία είναι αποκαρδιωτική, ο τύπος της αμερικανικής κωμωδίας που σε παγώνει με τις απανωτές σάχλες και το κακόγουστο χιούμορ, που εδώ απογειώνεται με τις γυναικείες μούτες και τις ξυρισμένες γάμπες του Σάντλερ.
Κάπου ανάμεσα σε όλο αυτό το κομφούζιο υπάρχει και ένας παπαγάλος, που ρωτά διαρκώς «που ήσουν;» Η καλύτερη ερμηνεία της ταινίας.
Βαθμολογία: 1
ΠΗΓΗ: tovima.gr