ΑΝΟΙΚΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΗΣ ΚΟΡΙΝΘΙΑΣ
Του Πάνου Μπεγλίτη
Βουλευτή Κορινθίας....
Το δίλημμα ήταν εκκωφαντικό. Συναινούμε στη λήψη σκληρών, οικονομικών μέτρων και στη χορήγηση της χρηματοδοτικής βοήθειας ή, αντίθετα, αντιστεκόμαστε στους «εκβιασμούς» και έτσι ενεργοποιούμε τη στάση πληρωμών και τη συνακόλουθη οικονομική και κοινωνική κατάρρευση;
Η «εύκολη λύση» θα ήταν η καταψήφιση του νέου επώδυνου πακέτου. Η κίνηση αυτή, είναι σίγουρο ότι εξασφάλιζε μια ήσυχη συνείδηση, αλλά και μια θέση στο κάδρο των «αντιστασιακών».
Αυτή η ψευδαίσθηση ηρεμίας, βεβαίως, δε θα μπορούσε να διαρκέσει παρά για κάποιες, λίγες μόνο ώρες… Γιατί μετά θα ξεκινούσαν οι διαδικασίες του ανεξέλεγκτου χάους.
Υπερβολή; Αυτό υποστηρίζουν μόνο οι υπέρμαχοι της καταψήφισης του συνολικού πακέτου διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα, σύμφωνα με τις απόψεις τους, όλοι όσοι ψηφίσαμε υπέρ της χρηματοδοτικής βοήθειας και των οικονομικών μέτρων, δημιουργήσαμε τεχνηέντως «μια εφιαλτική εικόνα κρίσης και κατάρρευσης που δεν ισχύει αφού, κανείς δεν πρόκειται να μας αφήσει να χρεοκοπήσουμε. Γιατί; Γιατί μας έχουν ανάγκη. Αν χρεοκοπήσει η Ελλάδα θα χρεοκοπήσει και η ευρωζώνη. Άρα εμείς τους ‘’κρατάμε’’».
Σε αυτήν την απλοϊκή αλλά και άκρως επικίνδυνη άποψη, μια πρώτη, απορριπτική απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί είναι ότι επειδή ακριβώς οι εξελίξεις στην ευρωζώνη είναι δραματικές, μια «υποχώρηση» προς την Ελλάδα θα δημιουργούσε προσδοκίες και στις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Έτσι, θα ακύρωνε τους ευρωπαϊκούς σχεδιασμούς, που επικεντρώνονται στην εκτεταμένη πολιτική λιτότητας, όπως αυτή προωθείται, και μάλιστα «επιθετικά», τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη.
Για αυτό και οι εκ του ασφαλούς «μαγκιές», απορρίπτονται πλέον από τους εταίρους μας.
Από την άλλη μεριά, μια εξέταση στις περιφερειακές οικονομίες την τελευταία 15ετία, δείχνει ότι και κρίση μπορεί να υπάρξει και ανεξέλεγκτες διαστάσεις να πάρει. Έχουμε άραγε συνείδηση του τι ακριβώς σημαίνει «στάσης πληρωμών»; Καταρχήν, σημαίνει ότι κανείς πλέον δεν είναι διατεθειμένος να δανείσει εκ νέου τη χώρα. Έτσι, ελλείψει «συναλλάγματος», τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα και διάφορα άλλα προϊόντα, ενίοτε απαραίτητα για την εγχώρια παραγωγή, δεν θα περάσουν τα ελληνικά σύνορα. Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, λόγω έλλειψης ρευστών και αβεβαιότητας «κατεβάζουν ρολά». Μισθοί και συντάξεις όχι απλώς θα ακολουθήσουν «ελεύθερη πτώση», αλλά, και σε ένα πρώτο διάστημα, θα καθυστερήσουν μέχρι να υπάρξουν κάποια σημάδια μιας σχετικής σταθεροποίησης. Στην αντίπερα όχθη, η ανεργία θα εκτοξεύεται στα ύψη. Φυσικά, η αγορά ειδών πρώτης ανάγκης θα έχει μετατραπεί σε «επίγεια κόλαση», αφού ο κόσμος θα θέλει να καλύψει τις ανάγκες του, με προϊόντα που δεν θα μπορούν όμως να ανανεωθούν στα ράφια των καταστημάτων.
Αυτό που οι υποστηρικτές της εθνικής απομόνωσης ξεχνούν είναι, ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, ανεξέλεγκτης κρίσης, ο φόβος, η αβεβαιότητα και ο πανικός δημιουργούν έξαλλες καταστάσεις, που μπορούν να φθάσουν ακόμα και σε βίαια επεισόδια, επιταχύνοντας έτσι τον εξελισσόμενο φαύλο κύκλο της κατάρρευσης.
Αν κάποιοι θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να πάρουμε ένα τέτοιο ρίσκο, «κάνοντας αντίσταση» απέναντι στους ευρωπαίους εταίρους μας, εγώ ως μέλος του κοινοβουλίου, ως πολίτης και ως Έλληνας, έχοντας απόλυτη συνείδηση της «τριπλής» αυτής αποστολής μου, αρνούμαι κατηγορηματικά να συζητήσω ή να δεχτώ μια τέτοια εξέλιξη, ακόμα και σαν ενδεχόμενο σενάριο.
Ίσως όμως, αντί να καταναλωνόμαστε σε «κατά φαντασία ηρωισμούς», θα έπρεπε, επιτέλους, να θέσουμε ερωτηματικά και προβληματισμούς που μπορεί πληγώνουν αλλά και που τελικά, εξιλεώνουν.
Μέχρι πότε θα ζούμε με ανεξέλεγκτα δανεικά;
Ποιο μπορεί να είναι το μέλλον μιας χώρας που η παραγωγική της ικανότητα βρίσκεται στον απόλυτο μαρασμό και που εισάγει ακόμα και αγροτικά προϊόντα, τη στιγμή που διαθέτει απεριόριστες φυσικές δυνατότητες και σημαντικότατες ανθρώπινες ικανότητες;
Ποιος τελικά κερδίζει από το κρατικοδίαιτο μοντέλο ανάπτυξης που δημιουργήσαμε και στηρίξαμε τις τελευταίες δεκαετίες;
Μέχρι ποιου σημείου θα δεχόμαστε και θα ανεχόμαστε τις αδικίες που παράγει το πελατειακό κράτος;
Πώς, αλήθεια, οικοδομείται η εθνική συνοχή και κυριαρχία όταν το νόημα της ζωής μας αναζητείται, μονοδιάστατα τα τελευταία χρόνια, στην επίπλαστη ευημερία της εισαγόμενης κατανάλωσης;
Ναι, τα μέτρα είναι πράγματι σκληρά. Είναι επώδυνα για την κοινωνία. Οφείλουμε όμως κάποια στιγμή να κάνουμε την υπέρβαση. Να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας. Να αμφισβητήσουμε το ακολουθούμενο αναπτυξιακό μοντέλο που, ούτως ή άλλως, έφθασε στα όριά του. Προφανώς δεν θα έπρεπε να φθάσουμε σε αυτό το σημείο της εθνικής καμπής. Από την ώρα όμως που έχουμε εμπλακεί σε αυτήν την περιπέτεια, καλό είναι να στηριχθούμε στον «καλό μας εαυτό».
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Υπενθυμίζω, ότι τα οικονομικά μέτρα συνδυάζονται και με ένα πακέτο σημαντικής χρηματοδοτικής βοήθειας. Αυτό το τελευταίο δεν πρέπει ούτε να το ξεχνάμε, ούτε να το υποτιμάμε. Αντίθετα, πρέπει να αποτελέσει την υλική βάση από όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει η ανάταξη της χώρας μας και η ανασύνταξη της οικονομίας μας. Αποτελεί, ωστόσο, την αναγκαία αλλά όχι και την ικανή συνθήκη ανόρθωσης της Ελλάδας. Για αυτήν, απαιτείται κάτι περισσότερο.
Η ενεργοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας.
Η έναρξη μιας γενικευμένης συζήτησης και η εκπόνηση ενός νέου, εθνικού στρατηγικού σχεδίου για την έξοδο από τη βαθιά, δομική κρίση.
Η οργάνωση της κοινωνίας και η επαναλειτουργία της οικονομίας σε νέες συλλογικές, δημιουργικές, αναπτυξιακές βάσεις.
Γενικά, είναι απαραίτητο η οικονομία της χώρας να τεθεί τώρα, σε μια νέα τροχιά, δρομολογώντας ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο. Σε αυτό το πλαίσιο το κράτος θα πρέπει να ανοικοδομηθεί. Φυσικά, δεν απορρίπτεται ο ρόλος του, αλλά δεν μπορεί να γίνει πλέον αποδεκτή η πελατειακή του φύση. Δεν αμφισβητούνται οι δαπάνες του, αλλά οι σπατάλες του. Κανείς δεν ωφελείται από την πλαδαρή ακινησία του, για αυτό και ενεργοποιηθεί η επιτελική δράση του.
Προφανώς η κατάσταση δεν είναι εύκολη. Οι ανακατατάξεις δεν θα γίνουν αυτόματα και άκοπα. Η νέα, εθνική πορεία απαιτεί θυσίες. Απαιτεί να ξεχάσουμε τις «όμορφες μέρες της καταναλωτικής αμεριμνησίας».
Στο σημείο που βρισκόμαστε όμως, δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά.
Ο τελικός μας κριτής είναι η Ιστορία. Αυτή θα κρίνει αν έπρεπε να επιτρέψουμε τη χρεοκοπία της χώρας ή να ακολουθήσουμε το δύσκολο δρόμο της διάσωσής της.
Προσωπικά πιστεύω ότι ψηφίζοντας υπέρ του χρηματοδοτικού πακέτου διάσωσης της χώρας, δεν εκπλήρωσα παρά το χρέος μου απέναντι στην πατρίδα και στην Ιστορία της. Τη σύγχρονη Ιστορία της που τώρα γράφεται.