Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
Ο,τι και να πει κανείς σήμερα για την ερμηνευτική δεινότητα της Μέριλ Στριπ, θα είναι μάλλον χιλιοειπωμένο.
Στα 63 της η Στριπ έχει με το σπαθί της κατακτήσει τη θέση μιας από τις κορυφαίες ηθοποιούς του κινηματογράφου. Από πού να...
ξεκινήσεις και πού να καταλήξεις καταγράφοντας την πορεία μιας γυναίκας που έχει αγγίξει την τελειότητα βγάζοντας μερικούς από τους πιο αξιομνημόνευτους ρόλους της τελευταίας τριακονταπεντίας σε ταινίες όπως το «Πέρα από την Αφρική», η «Εκλογή της Σόφι», οι «Γέφυρες του Μάντισον» και η «Αμφιβολία»;
Ακριβώς όπως αναμενόταν, λοιπόν, η Μέριλ Στριπ είναι και πάλι τέλεια σε αυτό που την έβαλαν να κάνει στη «Σιδηρά Κυρία» («The Iron Lady», Αγγλία, 2011), την ταινία στην οποία υποδύεται την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας, τη Μάργκαρετ Θάτσερ.
Μόνο που το καίριο ερώτημα εδώ είναι τι ακριβώς την έβαλαν να κάνει. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τη Φιλίντα Λόιντ, τη δημιουργό της «Mamma mia!» που είναι η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην καριέρα της Στριπ. Θαρρείς όμως, ότι η σκέψη της Λόιντ έχει παραμείνει στη «Mamma mia!», γιατί το ενδιαφέρον της για το προφίλ της Θάτσερ ως πρωθυπουργού είναι απίστευτα επιδερμικό, την ώρα που δίνει το μεγαλύτερο βάρος στο «ανθρώπινο», και μάλιστα με έμφαση στη ζωή της Θάτσερ ως πρώην... πρωθυπουργού.
Αν και η Μάργκαρετ Θάτσερ παρέμεινε στην εξουσία επί 11 συνεχή έτη (1979-1990), αυτή η περίοδος δεν καλύπτει ούτε το 1/3 της ταινίας. Εκεί που περιμένεις να δεις τους λόγους για τους οποίους τη βάφτισαν «Σιδηρά Κυρία», το φιλμ σε «ξενερώνει» μέσα από τις ανιαρές σκηνές μιας καμπούρας γριούλας πάσχουσας από τη νόσο του Αλτσχάιμερ, η οποία κάνει του κεφαλιού της, λες και είναι η πεισματάρα «επαναστάτρια» σε οίκο ευγηρίας στον οποίο δεν νιώθει ότι ανήκει.
Συν τοις άλλοις η Λόιντ εμμένει υπερβολικά στη σχέση της Θάτσερ με τον σύζυγό της Ντένις Θάτσερ (Τζιμ Μπρόντμπεντ), το «φάντασμα» του οποίου την καταδίωκε μετά τον θάνατό του. Αν και ο Θάτσερ τη στήριζε από την εποχή που η σύζυγός του έμπαινε σιγά-σιγά στον χώρο της πολιτικής (ήταν μάλιστα ο μόνος άνθρωπος που την έκανε να γελάει), εκείνη αργότερα τον παραγκώνισε, όπως και τα δύο δίδυμα παιδιά τους, γιατί, όπως του είχε εκ των προτέρων πει, «η ζωή πρέπει να σημαίνει κάτι, δεν μπορώ να πεθάνω πλένοντας μια κούπα τσάι» (μια δήλωση που αργότερα θα της γυρίσει μπούμερανγκ).
Ολα αυτά ωραία και καλά. Πού είναι όμως η πραγματική πολιτικός Μάργκαρετ Θάτσερ; Από πού προκύπτει ο όρος «θατσερισμός» για τον οποίο έγινε ένα από τα πιο αντιπαθητικά πρόσωπα της δεκαετίας του 1980; Πού είναι η γυναίκα από ατσάλι που με την άκαμπτη πολιτική της απέναντι στα συνδικάτα έβαλε την ταφόπλακα του τέλους τους, γι' αυτό και μισείται ακόμη; Πού είναι ο IRA; Και είναι αλήθεια δυνατόν η σχέση της με τον αμερικανό πρόεδρο Ρόναλντ Ρίγκαν να ανοίγει και να κλείνει με έναν... χορό;
Η Λόιντ αρκείται σε κάποιες στοιχειώδεις σκηνές-πυροτεχνήματα μέσα στο Κοινοβούλιο που μας δείχνουν πώς η Θάτσερ επιβλήθηκε στο κόμμα των Συντηρητικών και έγινε η αρχηγός του, σε κάποιες σκηνές για τον πόλεμο των Φόλκλαντς που ανέβασε τη δημοτικότητά της και σε μπόλικες σκηνές από τα επίκαιρα της πρωθυπουργίας της, μέσω των οποίων η Λόιντ καλύπτει τα κενά της μυθοπλαστικής δραματουργίας.
Θα περίμενα οι δημιουργοί αυτής της ταινίας να σκάψουν βαθύτερα στον ψυχισμό της Θάτσερ και όχι να την αγιοποιήσουν. Με άλλα λόγια, βλέπουμε μόνο τα αυτονόητα (τα οποία πάνω-κάτω ήδη ξέραμε), και αυτά μέσα από ελάχιστες σκηνές αναλογικά με τη δίωρη διάρκεια της ταινίας. Και ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας να είναι τελικά εκείνο της νιότης της, όπου παρουσιάζεται με το πρόσωπο της νεαρής ηθοποιού Αλεξάντρα Ρόουτς.
Βαθμολογία: 2
Ατμοσφαιρικό μπέρδεμα
Το «Κορίτσι με το τατουάζ» («The girl with the dragon tattoo», ΗΠΑ / Αγγλία / Σουηδία / Γερμανία, 2011) είναι η δεύτερη και αγγλόφωνη κινηματογραφική εκδοχή του ομότιτλου μυθιστορήματος του σουηδού δημοσιογράφου και συγγραφέα Στιγκ Λάρσον (1954- 2004) μετά τη σουηδική ταινία του Νιλς Αρντεν Οπλεφ που είδαμε πριν από λίγα χρόνια και στην Ελλάδα (είναι το πρώτο μέρος της τριλογίας «Millennium» του συγγραφέα). Το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης της δεύτερης ταινίας είναι ο Ντέιβιντ Φίντσερ, δημιουργός ατμοσφαιρικών θρίλερ όπως το «Se7en» και το «Zodiac», καθώς και το υπερπολυτελές διεθνές καστ των ηθοποιών με ηγέτη τον Ντάνιελ Κρεγκ, πολύ φυσικά ανεβάζει αμέσως τον πήχη των προσδοκιών.
Ενα από τα προτερήματα στο, υπερφορτωμένο αλλά εξαιρετικά γοητευτικό ως ανάγνωσμα, μυθιστόρημα του Λάρσον είναι, ότι, ενώ τα νήματα της ιστορίας κινούνται από μια κλασική υπόθεση μυστηρίου, αυτό που στην πραγματικότητα βλέπουμε, είναι μια μικρογραφία της θεοσκότεινης πλευράς της σουηδικής κοινωνίας.
Ο βίος και η πολιτεία της οικογένειας των Βάνιερ, γύρω από την οποία περιστρέφεται η πλοκή, είναι μια αλληλουχία γεγονότων βυθισμένων στη σήψη, στη διαφορά, στα αποτρόπαια εγκλήματα. Ναζιστές, κατά συρροή δολοφόνοι, αιμομίκτες - ό,τι πιο σάπιο και κακό μπορεί κανείς να διανοηθεί, θα το βρει μέσα στους κόλπους αυτής της αριστοκρατικής οικογένειας, την οποία καλείται να εξερευνήσει ένας διάσημος δημοσιογράφος (Ντάνιελ Κρεγκ) που δουλεύει για λογαριασμό του πάτερ φαμίλια (Κρίστοφερ Πλάμερ). Στο πλευρό του δημοσιογράφου θα βρεθεί το κορίτσι με τα τατουάζ, μια νεο-πανκ ικανότατη αλλά και αντικοινωνική ερευνήτρια (Ρούνεϊ Μάρα), η οποία έχει τα δικά της θέματα με την εξουσία.
Ο Φίντσερ μάς προσκαλεί στο σύμπαν ενός απίστευτου δαιδάλου, μέσα από τον οποίο αργά αλλά μεθοδικά φτάνει στην αλήθεια, σε αντίθεση π.χ. με το «Zodiac», όπου γινόταν παρόμοια έρευνα αλλά η αλήθεια δεν αποκαλυπτόταν ποτέ. Το φιλμ είναι ατμοσφαιρικό (πολύ περισσότερο από το σουηδικό) αλλά συγχρόνως νιώθεις ότι ξεχειλώνει, χάνεται, σε σημείο κάπου-κάπου να σε μπερδεύει, κάτι που δεν συνέβαινε στο βιβλίο.
Σίγουρα πάντως σηματοδοτεί τη γέννηση μιας σταρ με το όνομα Ρούνεϊ Μάρα, την οποία δικαίως αποκάλεσαν το νέο πρότυπο του cool.
Βαθμολογία: 2
Αν στην εποχή μας υπήρχαν νέες γυναίκες με το σθένος, το θάρρος και την πυγμή των γυναικών του ντοκυμαντέρ της Αλίντας Δημητρίου «Τα κορίτσια της βροχής», ο κόσμος μας σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερος. Μαχήτριες της νεολαίας Λαμπράκη, αγωνίστριες, ανθεκτικές στον σωματικό και ψυχικό πόνο και στην ταπείνωση, οι γυναίκες αυτές αποκαλύπτουν μπροστά στον φακό της Δημητρίου τα πάθη τους κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών, όταν πλήρωναν με το αίμα τους τη διατήρηση των πιστεύω και των ιδανικών τους φτύνοντας κατάμουτρα τους ταγματασφαλίτες βασανιστές τους. Ποιος Μάλλιος, ποιος Μπάμπαλης και ποιος Κουβάς; Ποιο ντουέτο Λάμπρου - Κραβερίτης; Ποια ΕΣΑ και ποιες Φυλακές Αβέρωφ; Ποια ταράτσα-κολαστήριο; Οι γυναίκες αυτές τα εξευτέλισαν όλα, είτε τραγουδώντας Θεοδωράκη όπως η Μπούλη Θεοφιλακτοπούλου είτε με τον σιωπηρό τσαμπουκά τους αρνούμενες να υπογράψουν τη δήλωση μετανοίας.
Δάκρυσα ακούγοντάς τες. Οχι μόνο επειδή μιλούσαν για τις φάλαγγες και τους αρουραίους των φυλακών της Γυάρου που έκαναν πάρτι πάνω στα σώματα και στα πρόσωπά τους. Δάκρυσα επειδή έβλεπα μερικές να θυμούνται τα βασανιστήρια με πικρό χαμόγελο, σαν να έλεγαν «τι να κάνεις, δεν βαριέσαι, αυτά έχει η ζωή». Τόσο περήφανες, τόσο αξιοπρεπείς. Μία μάλιστα λέει ότι τα καλύτερα χρόνια της ζωής της ήταν στις φυλακές. Γιατί αυτό που έκανε άξιζε τον κόπο.
Ανάμεσα στις πάμπολλες γυναίκες - παραπάνω από 50 - που καταθέτουν τις μαρτυρίες τους στην σημαντική αυτή ταινία, που φωτογράφισε με το έμπειρο μάτι του ο Αλέξης Γρίβας αναζητώντας με την ακρίβεια ενός τελειομανούς την εκφραστικότητα των προσώπων, οι Μαρία Αγγελάκη, Κίτυ Αρσένη, Νάντια Βαλαβάνη, Μαρία Καλλέργη, Δώρα Καλλιπολίτη, Ελένη Γκολέμα και Σελήνη Σαββινίδου.
Θυμίζουμε, ότι τα «Κορίτσια της βροχής» είναι το τρίρο ντοκιμαντέρ της τριλογίας για την αποσιωπημένη μέχρι σήμερα συμμετοχή της ελληνίδας στους πολεμικούς και πολιτικούς αγώνες της Ελλάδας κατά το δεύτερο μισό του αιώνα που μας πέρασε. Η τριλογία είχε αρχίσει το 2008 με το ντοκιμαντέρ «Τα πουλιά στο βάλτο» που αφορούσε τις γυναίκες της αντίστασης στην Κατοχή και συνεχίστηκε το 2009 με το «Η ζωή στους βράχους» (Δημοκρατικός Στρατός και Εξορία).
Βαθμολογία: 3
Μόδα της εποχής φαίνεται οι κινηματογραφικές βιογραφίες.
Την ίδια εβδομάδα με την ταινία για την Μάργκαρετ Θάτσερ, προστίθεται και ο «Νεαρός κύριος Γκαίτε» («Goethe», Γερμανία, 2010) του Κριστόφ Μίλερ, που, όπως δηλώνει και ο τίτλος, αναφέρεται στα πρώτα, άσημα χρόνια του γερμανού συγγραφέα Γιόχαν Γκαίτε, όταν ο μετέπειτα θρύλος της παγκόσμιας λογοτεχνίας προσπαθούσε (παρά την θέλησή του) να μάθει δίκαιο στο πλευρό ενός δικηγόρου.
Η κινηματογραφική ιστορία του Γκαίτε (Αλεξάντερ Φέλινγκ) λέει, ότι για να κατακτήσει κανείς αυτό που πραγματικά θέλει πρέπει πρώτα να υποφέρει. Ο Γκαίτε ολοκληρώθηκε ως συγγραφέας μέσω μιας τεράστιας ερωτικής απογοήτευσης, που, αντί να τον στείλει στον άλλο κόσμο (όπως παραλίγο να γίνει), τον οδήγησε στο σημείο να γράψει τα «Πάθη του νεαρού Βέρθερου» και να γίνει διάσημος από την μια μέρα στην άλλη.
Ο «Νεαρός κύριος Γκαίτε» παρακολουθείται ευχάριστα σαν μια ευχάριστων διαθέσεων ταινία για όλη την οικογένεια, χωρίς όμως να έχει την στιγμή της πραγματικής απογείωσης που θα την έκανε σπουδαία. Μοιάζει με ευπρόσωπη αλλά μάλλον άγευστη τηλεταινία της παλαιάς κοπής, όπου όλα γίνονται όπως τα περιμένεις, ακόμα και αν δεν γνωρίζεις την εξέλιξη. Ο Γκαίτε του Μίλερ θα μπορούσε άνετα να είναι ο ήρωας ενός Αρλεκιν...
Ενδιαφέρον, πάντως, έχει, η τραγική ειρωνεία που κρύβεται στο ειδύλλιο του Γκαίτε, στο οποίο εμπλέκεται και ο δικηγόρος που τον εκπαιδεύει και τον ζηλεύει (Μόριτς Μπλάιμπτροϊ).
Βαθμολογία: 2
Τοπίο στην ομίχλη
Όπως όλες οι ταινίες του ούγγρου σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, έτσι και το «Κολαστήριο» («Damnation», Ουγγαρία, 1988) που προβάλλεται για πρώτη φορά σε εμπορικό κύκλωμα στην Ελλάδα (είχε συμπεριληφθεί σε ένα αφιέρωμα στον σκηνοθέτη από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης) είναι μια κατάμαυρη ματιά πάνω στον κόσμο, μέσα από αργόσυρτα πλάνα και μινιμαλιστικούς διαλόγους που ενίοτε σου δίνουν την αίσθηση μιας ταινίας έξω από τα σύνορα του πραγματικού - σχεδόν σαν φαντασίωση.
Ο Ταρ ενδιαφέρεται για την αναζήτηση μιας φόρμας εντελώς δικής του και το στοίχημά του είναι η δημιουργία συναισθημάτων μέσα από την ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, στην οποία η μουσική (του Μιχάλι Βιγκ) είναι τόσο χαρακτηριστική, που νομίζεις ότι πρόκειται για ήρωα της ιστορίας. Επίσης, δίνει τεράστια σημασία στον χώρο της δραματουργίας, που, εν προκειμένω, είναι πανοραμικά βιομηχανικά τοπία βυθισμένα στην ομίχλη και μουλιασμένα από την βροχή.
Μέσα σε όλη αυτή την σκοτεινή ατμόσφαιρα κινούνται σαν μαριονέτες οι τρεις βασικοί ήρωες της ταινίας, ένας μοναχικός μεσήλικας πλανόδιος, ένας λαθρέμπορος και μια καμπαρετζού (Μίκλος Ζέκελι, Βάλι Κερέκες, Γκιόργκι Τσερχάλμι). Ο Ταρ φλερτάρει με πολλά είδη, κάπου αισθάνεσαι τις στάλες ενός φιλμ νουάρ, κάπου νιώθεις το άρωμα ταινίας επιστημονικής φαντασίας του Αντρέι Ταρκόφσκι. Σίγουρα μια ασυνήθιστη οπτικοακουστική εμπειρία, όπως άλλωστε όλες οι ταινίες αυτού του γνήσιου καλλιτέχνη, ο οποίος όπως απέδειξε με το περσινό «Αλογο του Τορίνο» εξακολουθεί να παραμένει πιστός στις αρχές του.
Βαθμολογία: 3
ΠΗΓΗ: tovima.gr