Με το «Τανγκό των Χριστουγέννων» ο Νίκος Κουτελιδάκης, πολύπειρος εργάτης του εγχώριου κινηματογράφου (υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη σε πάρα πολλές ταινίες από τη δεκαετία του 1960), έκανε το «καθυστερημένο» ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία μεγάλου μήκους...
Και η αλήθεια είναι ότι πέτυχε διάνα. Οταν λέω πέτυχε διάνα βέβαια, δεν εννοώ ότι έκανε ένα αριστούργημα. Εκανε όμως την ταινία που έχω την αίσθηση ότι αυτή την εποχή έχει ανάγκη να δει το κοινό για να ξεφύγει κάπως από τη θλίψη του.
Η συνταγή, απλούστατη. Βασικά υλικά: τα ωραία πρόσωπα, το στρωτό σενάριο (με τις ευλογίες του Γιάννη Ξανθούλη, στου οποίου το ομότιτλο μυθιστόρημα στηρίζεται), ένας πύρινος έρωτας, μια δραματική μουσική και μια τραγική περίοδος της πρόσφατης ελληνικής Ιστορίας (χούντα) ως φόντο.
Σε όλα αυτά τα σημεία η ταινία δεν χάνει. Η προσπάθεια ενός σκληρού αξιωματικού που υπηρετεί στον Εβρο το 1970 να μάθει τανγκό με τη βοήθεια ενός στρατεύσιμου, ώστε να χορέψει στη γιορτή των Χριστουγέννων με τη γυναίκα που είναι ερωτευμένος, πείθει και με το παραπάνω.
Ωστόσο, ο Κουτελιδάκης «ντύνει» έξυπνα τον άξονα της ταινίας. Ο έρωτας που υπάρχει στο κέντρο δεν μονοπωλεί το ενδιαφέρον, γιατί κάθε ήρωας έχει τη δική του υπόσταση και τη δική του ιστορία, την οποία επίσης παρακολουθούμε. Ο Γιάννης Μπέζος στον δραματικό ρόλο του, ως τραχύς διοικητής, η Βίκυ Παπαδοπούλου σε εκείνον της βαριεστημένης συζύγου του, ο Γιάννης Στάνκογλου στον κεντρικό ρόλο του άνδρα ο οποίος είναι αναγκασμένος να πνίγει τα πραγματικά του αισθήματα και ο Αντίνοος Αλμπάνης που καλείται να διδάξει στον ανώτερό του τα βήματα του τανγκό, φτιάχνουν ένα πολύ δυνατό κουαρτέτο, που κινείται υπέροχα κάτω από τους ήχους του Γιάννου Αιόλου και μέσα στα καθαρά πλάνα της φωτογραφίας του Γιάννη Δρακουλαράκου.
Θα μπορούσες να πεις, ότι η ιστορία της ταινίας εκτυλίσσεται με έναν σχεδόν χορευτικό τρόπο, έτσι ώστε να σε κερδίσει μέχρι το τέλος - ή μάλλον λίγο πριν το τέλος, γιατί το μόνο πραγματικό πρόβλημά στο «Τανγκό των Χριστουγέννων» είναι η αμηχανία των δημιουργών να ενώσουν αρμονικά το παρελθόν με το παρόν.
Βαθμολογία: 3
Ενα «χαμίνι» με πυγμή
Ατίθασο σαν αγρίμι, ορμητικό σαν αφηνιασμένο άλογο και πεισματάρικο σαν κακομαθημένο σκυλί, το «Παιδί με το ποδήλατο» («Le gamin au velo», Βέλγιο, 2011) είναι κατ' αρχάς ένα κινηματογραφικό παιδί, που δύσκολα ξεχνιέται.
Λέγεται Τομά Ντορέ και να είστε σίγουροι ότι άπαξ και το δείτε θα τα χάσετε από την ειλικρινή υποκριτική του.
Κατά δεύτερον, το «Παιδί με το ποδήλατο» είναι μια από τις ωραιότερες, τις πιο «εύπεπτες», τις πιο εμπορικές αλλά και τις πιο σημαντικές ταινίες των βέλγων αδελφών Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν, ανατόμων του βελγικού περιθωρίου σε πολυσήμαντες, βραβευμένες ταινίες όπως η «Ροζετά», το «Παιδί» και η «Υπόσχεση».
Το παιδί με το ποδήλατο αναζητεί τον πατέρα του, ο οποίος το παράτησε στη μοίρα του.
Η αγωνία του να τον βρει μετατρέπεται σε επιθετικότητα, το παιδί δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία, είναι ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής του. Η ιστορία θα πάρει μια διαφορετική πορεία, όταν στη μέση μπαίνει μια νεαρή κομμώτρια (Σεσίλ ντε Φρανς), που αποφασίζει να πάρει το παιδί υπό την προστασία της, πράγμα που θα σημάνει μια σειρά από καινούργιες ταλαιπωρίες.
Οπως πάντα οι Νταρντέν δεν κρίνουν τις καταστάσεις και τα πρόσωπα, παρά μόνον καταγράφουν τα γεγονότα με ευθύβολη, διαπεραστική ματιά. Η ταινία τρέχει τόσο γρήγορα, που νομίζεις ότι τίποτε δεν μπορεί να τη σταματήσει, ακριβώς όπως τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει το παιδί να πετύχει αυτό που θέλει. Το μεγαλείο με το σινεμά των βέλγων αδελφών είναι, ότι όπως πάντα δεν εκβιάζει τα συναισθήματα του θεατή, η συγκίνηση βγαίνει πηγαία και τίποτε δεν υποκύπτει σε συμβάσεις.
Βαθμολογία: 3
Δυσάρεστο θέμα, αισιόδοξη προσέγγιση
Η πιο απρόβλεπτη ταινία της εβδομάδας λέγεται «Πολεμώντας για τη νίκη» («La guerre est declare», Γαλλία, 2011) και είναι η δεύτερη δημιουργία της Βαλερί Ντονζελί, η οποία και πρωταγωνιστεί. Ο πόλεμος που δηλώνει ο τίτλος ,είναι ο πόλεμος που κηρύσσουν δυο νέοι γονείς (Ντονζελί, Ζερεμί Ελκάιμ) για τη σωτηρία του παιδιού τους, από την στιγμή που μαθαίνουν ότι έχει κακοήθη όγκο στο κεφάλι.
Τα μέτωπα πολλά. Οι γιατροί, τα νοσοκομεία, οι συγγενείς και των δύο πλευρών αλλά και οι γονείς μεταξύ τους. Ακούμε δυσάρεστους ιατρικούς όρους (ραβδοειδής όγκος, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία) και βέβαια βλέπουμε το πλασματάκι με την ασυμμετρία στο πρόσωπο. Ολα όσα χρειάζονται για να σπαράξει η καρδιά μας.
Από την άλλη πλευρά όμως, η ταινία βγάζει έναν ανακουφιστικό αέρα αισιοδοξίας, έχει παλμό ζωής, όχι τη στατικότητα του θανάτου. Δεν γίνεται ποτέ μελό της αμερικανικής σχολής και, επίσης, έχει χιούμορ. «Ποια η διαφορά του Θεού από τον χειρουργό;» ακούμε κάποια στιγμή. «Ο Θεός δεν παριστάνει τον χειρουργό».
Κατά συνέπεια ο θεατής συμμετέχει ενεργά στο δράμα που παρακολουθεί, η Ντονζελί (που συνυπογράφει το σενάριο με τον Ελκάιμ) δημιουργεί σασπένς και, τέλος, η εξαιρετική μουσική με διασκευές γνωστών κομματιών φτιάχνει ακόμη περισσότερο τη διάθεση.
Μια έκπληξη, κυριολεκτικά, η οποία διόλου τυχαία επελέγη ως ταινία έναρξης στο πρόγραμμα Εβδομάδα Κριτικής του τελευταίου Φεστιβάλ των Καννών.
Βαθμολογία: 3
Ανθρώπινος Φάουστ
Ενας από τους λόγους που ο «Φάουστ», το αριστούργημα του γερμανού συγγραφέα Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκέτε, έχει παραμείνει αλώβητο στο πέρασμα του χρόνου, είναι η γλαφυρή και συγχρόνως ουσιαστική αντιμετώπιση του συγγραφέα πάνω στο αιώνιο ζήτημα της σύγκρουσης Θεού και Διαβόλου, Καλού και Κακού, ηθικού και ανήθικου.
Το στοίχημα του Μεφιστοφελή με τον Θεό, ότι, κατεβαίνοντας στη γη, θα καταφέρει να κερδίσει την ψυχή του σεβάσμιου δρος Φάουστ, έχει εμπνεύσει εκατοντάδες καλλιτέχνες, που έδωσαν τη δική τους εκδοχή πάνω στο αιώνιο αυτό ζήτημα σε όλες τις μορφές της τέχνης.
Η διαφορά με τον «Φάουστ» («Faust», Ρωσία, 2011) του Αλεξάντρ Σοκούροφ, που απέσπασε τον Χρυσό Λέοντα στο τελευταίο Φεστιβάλ της Βενετίας, είναι ότι ο ρώσος σκηνοθέτης τον αντιμετωπίζει όχι ως ήρωα της λογοτεχνίας αλλά ως πραγματικό άνθρωπο με σάρκα και οστά, με αδυναμίες και καπρίτσια, φιλοδοξίες και ανησυχίες. Την ίδια ακριβώς αντιμετώπιση ο Σοκούροφ έχει και απέναντι στον Μεφιστοφελή, ο οποίος επίσης έχει τη μορφή υπαρκτού ανθρώπου και μάλιστα (διόλου τυχαία) ενεχυροδανειστή.
Η καινοτομία της προσέγγισης του Σοκούροφ άλλωστε είναι, ότι εδώ δεν είναι τόσο ο Διάβολος που προτείνει την ανταλλαγή της ψυχής του Φάουστ αλλά ο ίδιος ο δόκτωρ τον προσεγγίζει πρώτος.
Πού βρίσκονται τα σύνορα κόλασης - παραδείσου; Στον «Φάουστ» του Σοκούροφ τα όρια αυτά δεν υπάρχουν. Πόσο κοστίζει μια ψυχή; Τίποτε. Είναι τόσο εύκολο να πουληθεί.
Ο Σοκούροφ υποκλίνεται στη θεωρία, ότι τόσο ο Γκέτε όσο και ο Φάουστ είναι κλειδιά του παγκόσμιου πολιτισμού, γιατί μιλούν για την αιώνια πιθανότητα του ανθρώπου να προδώσει, να χαθεί στο σκοτάδι.
Και λένε επίσης, ότι η νίκη δεν είναι πάντα το τέλος της ιστορίας.
Η ήττα μπορεί επίσης να είναι το τέλος.
Σημειώνουμε, ότι ο «Φάουστ» εντάσσεται στην άτυπη τετραλογία του Σοκούροφ πάνω στη φύση και στην εξουσία. Στην πρώτη ταινία της σειράς, το «Μολώχ» (2000), το πρόσωπο ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ, στη δεύτερη, το «Τάουρους», ο Βλαντίμιρ Λένιν και στην τρίτη, τον «Ηλιο», ο αυτοκράτορας Χιροχίτο της Ιαπωνίας.
Βαθμολογία: 3
Παιχνίδια κατασκοπείας
Ακόμα και σήμερα το Χόλιγουντ εξακολουθεί να «παλεύει» με τους «κακούς» Ρώσους του παρελθόντος, όπως φαίνεται στο «The double» (ΗΠΑ, 2011) του Μάικλ Μπραντ, όπου ο Ρίτσαρντ Γκιρ (γοητευτικός όπως πάντα) καλείται να επανέλθει στην ενεργό δράση προκειμένου να ανακαλύψει τα ίχνη ενός κατασκόπου-δολοφόνου που υποτίθεται ότι είχε πεθάνει πριν από 20 χρόνια.
Η μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία έρχεται περίπου στο μέσον της ταινίας και είναι αρκετά συναρπαστική, για να σε κρατήσει σταθερό στη θέση σου για το υπόλοιπο φιλμ.
Βέβαια, στην ψυχή του το «The double» δεν επιδιώκει κάτι παραπάνω από το να ακολουθήσει τα βήματα ενός παραδοσιακού (και ίσως παλαιομοδίτικου πια) buddy movie, με τον Γκιρ να συνεργάζεται με έναν νεότερό του, φιλόδοξο πράκτορα (Τόφερ Γκρέις) που έχει εντρυφήσει στο «θήραμά» τους. Τίποτε το ιδιαίτερο, ένα καλοστημένο θρίλερ.
Βαθμολογία: 2
Ρομπο-Ρόκι
Φανταστείτε το «Ρόκι» με ρομπότ στη θέση των πυγμάχων και έχετε μια ιδέα από το «Real Steel» (ΗΠΑ, 2011) του Σον Λίβι, όπου ο Χιου Τζάκμαν με look που θυμίζει μασίστα της Τσινετσιτά υποδύεται τον πρώην πυγμάχο, νυν χειριστή-προπονητή ρομπότ (!) που πυγμαχούν μεταξύ τους (η ιστορία διαδραματίζεται στο μακρινό μέλλον).
Ο Τζάκμαν προσπαθεί να «ξαναβρεί» τον εαυτό του με κάποιες νίκες, που όμως δεν έρχονται ποτέ. Τη λύση θα του τη δώσει ο 11χρονος γιος του (Ντακότα Γκόγιο) που θα βρει ένα ρομπότ-αντίκα και θα τον μετατρέψει σε γνήσιο παλαιστή της παλιάς «κοπής», έτσι ώστε κατ' αυτόν τον τρόπο να γνωρίσει καλύτερα τον πατέρα με τον οποίο δεν ήρθε ποτέ σε επαφή.
Το πιο ενδιαφέρον σημείο αυτής της ταινίας, που στην ουσία δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα παραμυθάκι σύγκρουσης μετάλλων, είναι, ότι η εκπαίδευση του ρομπότ γίνεται μέσα από τις ανθρώπινες κινήσεις πυγμαχίας και όχι μέσω κομπιούτερ.
Βαθμολογία: 2
Ψυχεδέλεια με Μίκι Ρουρκ
Περσινή ταινία, ο «Αγγελος του πάθους» («Passion play», ΗΠΑ, 2010) του Μιτς Γκλέιζερ, είναι ένα παράξενο ερωτικό θρίλερ στο οποίο ο Μίκι Ρουρκ (που πλέον με δυσκολία… βλέπεται) υποδύεται έναν μουσικό της τζαζ, ο οποίος λίγο πριν βρεθεί στον άλλο κόσμο (πάνε να τον σκοτώσουν στην έρημο), θα βρεθεί σε ένα παράξενο τσίρκο περιπλανώμενων και θα ερωτευθεί μια κοπέλα με φτερά (Μέγκαν Φοξ).
Υπάρχουν στιγμές, που το παραμυθένιο, ψυχεδελικό σύμπαν στο οποίο βρίσκεται η ταινία ασκεί γοητεία. Δυστυχώς οι στιγμές αυτές είναι ελάχιστες και το γεγονός ότι ο Μπιλ Μάρεϊ προσπαθεί να «σπάσει» το προφίλ του παίζοντας έναν psycho γκάνγκστερ, δεν βοηθά την κατάσταση.
Αντιθέτως, νιώθεις αμήχανα μόνον που τον βλέπεις.
Ενδεχομένως η ίδια ταινία στα χέρια ενός Ντέιβιντ Λιντς να άξιζε κάτι παραπάνω. Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Βαθμολογία: 1
Θρίλερ για γέλια (ή κλάματα)
Η Νικόλ Κίντμαν και ο Νίκολας Κέιτζ είναι δυο ηθοποιοί που, με κάποιες εξαιρέσεις, εδώ και χρόνια δεν διανύουν την καλύτερη φάση της καριέρας τους - αρκεί να θυμηθεί κανείς ταινίες όπως οι «Drive Angry», «Το κυνήγι των μαγισσών» και «Kick Ass» (Κέιτζ) και «Nine», «Αυστραλία», «Σύζυγος για ενοικίαση» (Κίντμαν).
Εκεί, λοιπόν, που θα περίμενες να είναι πάρα πολύ προσεκτικοί στις επιλογές τους, κατάφεραν να παίξουν σε μια ταινία, που σεναριακά είναι χειρότερη απ' όσες έχουν κάνει μόνοι τους!
Αυτό το απίστευτο φιάσκο που λέγεται «Trespass» (ΗΠΑ, 2011) και είναι σκηνοθετημένο από τον έμπειρο Τζόελ Σουμάχερ (τι κρίμα…), είναι η πιο ανεκδιήγητη ιστορία αιχμαλωσίας οικογένειας μέσα στο σπίτι της από κακοποιούς, που έχει γυριστεί ποτέ στο σινεμά.
Τι κακοποιοί δηλαδή, που αυτοί οι τύποι φέρονται σαν καθυστερημένα! Διαρκώς απειλούν και ουρλιάζουν «fuck», χωρίς ποτέ να εννοούν τις απειλές τους ή να κάνουν κάτι. Αλλά και όταν το κάνουν, το κάνουν λάθος, όπως λάθος είναι όλη αυτή η ταινία από την πρώτη μέχρι την τελευταία σκηνή της.
ΠΗΓΗ: tovima.gr