Του Paul Krugman
H «υπερεπιτροπή» ήταν μια υπέρ-φούσκα, και πρέπει να νιώθουμε ευτυχείς γι' αυτό. Ωστόσο, κάποια στιγμή πρέπει να ισοσκελίσουμε τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας.
Και ιδού μια σκέψη για το πώς να το κάνουμε: γιατί να μην αυξήσουμε τα έσοδα μας;
Δεν εννοώ απλά να επιστρέψουμε στους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές της εποχής Κλίντον.
Γιατί πρέπει η φορολογία της δεκαετίας του 1990 να θεωρείται σαν το «ταβάνι» της συλλογής εσόδων; Σκεφτείτε το: οι μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές μας προοπτικές έχουν χειροτερέψει, γεγονός που σημαίνει πως πρέπει να ληφθούν ορισμένες σκληρές αποφάσεις.
Γιατί όμως πρέπει αυτές οι σκληρές επιλογές να αφορούν μόνον περικοπές δαπανών;
Γιατί να μην συνοδεύσουμε τις περικοπές με μια αύξηση ορισμένων φόρων πάνω και από τα επίπεδα της δεκαετίας του '90;
Επιτρέψτε μου να εισηγηθώ δυο τομείς, όπου είναι απολύτως λογικό να αυξηθούν οι φόροι κατά το δοκούν, σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα της «πριν-τον-Μπους» εποχής: την φορολόγηση των πολύ υψηλών εισοδημάτων και την φορολόγηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών.
Ως προς τα υψηλά εισοδήματα: στο τελευταίο άρθρο μου υποστήριξα, ότι οι πολύ πλούσιοι, αυτοί που είδαν μεγάλη αύξηση στο εισόδημα τους τα τελευταία 30 χρόνια, πρέπει να πληρώνουν περισσότερους φόρους. Έλαβα πολλές απαντήσεις αναγνωστών που χαρακτήριζαν την ιδέα μου ανόητη, και ότι ακόμη και πολύ σκληροί φόροι στους πλούσιους, δεν θα συγκέντρωναν αρκετά χρήματα για να περιορίσουν τα ελλείμματα.
Φίλοι μου, ζείτε στο παρελθόν. Μια φορά κι ένα καιρό η Αμερική ήταν ένα έθνος της μεσαίας τάξης, όπου τα εισοδήματα της υπέρ-ελίτ δεν σήμαιναν και τίποτε. Όμως εκείνη ήταν μια άλλη χώρα.
Η εφορία αναφέρει, ότι το 2007, δηλαδή πριν την οικονομική κρίση, το κορυφαίο εισοδηματικά 0,1% των φορολογουμένων - χονδρικά, όσοι βγάζουν ετησίως πάνω από 2 εκατομμύρια δολάρια - παρουσίαζαν συνολικό εισόδημα μεγαλύτερο του ενός τρις. δολαρίων. Μιλάμε για πολλά λεφτά, και δεν μοιάζει και τόσο δύσκολο να επινοήσει κανείς καινούργιους φόρους, που θα μάζευαν ένα σοβαρό ποσό από το εισόδημα αυτών των υπέρ-πλούσιων ατόμων.
Για παράδειγμα, μια πρόσφατη μελέτη από το ανεξάρτητο Κέντρο Φορολογικής Πολιτικής(Tax Policy Centre) επισημαίνει πως, πριν το 1980, τα άτομα με πολύ υψηλό εισόδημα φορολογούνταν με πολύ υψηλότερους συντελεστές από το 35%, που είναι σήμερα ο ανώτατος συντελεστής φόρου εισοδήματος.
Σύμφωνα με την ανάλυση του κέντρου, μόνη της η επαναφορά αυτών των ειδικών φορολογικών κατηγοριών για τα πολύ υψηλά εισοδήματα θα αύξανε τα συνολικά φορολογικά έσοδα του 2007 κατά 78 δις δολάρια, - πάνω από μισό τοις εκατό του αμερικανικού ΑΕΠ. Με μια απλή επαγωγή, χρησιμοποιώντας τις δημοσιονομικές προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου (CBO), υπολογίζω ότι η υψηλή φορολόγηση των πολύ πλούσιων θα αρκούσε για να «ξυρίσει» 1 τρισεκατομμύριο δολάρια από το έλλειμμα μας μέσα στην ερχόμενη δεκαετία!
Αξίζει τον κόπο να συγκρίνει κανείς αυτό το εκτιμώμενο δημοσιονομικό όφελος με τα ποσά που θα «γλιτώσουμε», αν προχωρήσουμε στο είδος των περικοπών που «κυκλοφορούν» αυτές τις μέρες στην Ουάσιγκτον.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τις προτάσεις για αύξηση στα 67 έτη του ορίου ένταξης στο σύστημα περίθαλψης Medicare, κάτι που θα αποτελέσει μέγα πλήγμα για εκατομμύρια Αμερικάνους. Πόσα λεφτά θα εξοικονομούσαμε; Λοιπόν, δεν θα «σώζαμε» ούτε ένα δολάριο σαν εθνικό σύνολο, αφού θα ωθούσαμε πολλούς ηλικιωμένους εκτός του Medicare και έτσι θα τους στρέφαμε στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, που έχουν σαφώς υψηλότερο κόστος ασφάλισης.
Σύμφωνοι, κάτι τέτοιο θα μείωνε τις ομοσπονδιακές δαπάνες - αλλά όχι και τόσο πολύ. Το Γραφείο Προϋπολογισμού εκτιμά ότι τα συνολικά κονδύλια θα μειώνονταν μόλις κατά 125 δις. δολάρια την ερχόμενη δεκαετία, καθώς θα αυξάνεται σταδιακά το όριο της ασφάλισης. Ακόμη και με την πλήρη εφαρμογή του προτεινόμενου «πλαφόν», όμως, αυτή η μερική διάλυση του συστήματος Medicare δεν θα εξοικονομήσει παρά το εν τρίτον όσων θα εξοικονομούσαμε αυξάνοντας τους φόρους των υπέρ-πλουσίων.
Άρα, η αύξηση των φόρων για τους πολύ πλούσιους μπορεί να έχει σοβαρή συμβολή στην μείωση των ελλειμμάτων. Μην πιστεύετε κανέναν που επιμένει στο αντίθετο.
Και μετά έρχεται η ιδέα της φορολόγησης των χρηματιστηριακών συναλλαγών, που κερδίζει συνεχώς έδαφος τις τελευταίες δεκαετίες. Η πραγματική οικονομική αξία όλων αυτών των συναλλαγών είναι επιεικώς αμφίβολη.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι πραγματοποιούνται υπερβολικά πολλές συναλλαγές, σε σχέση με το πραγματικό ύψος του χρηματιστηριακού τζίρου. Ωστόσο, κανείς δεν προτείνει έναν «τιμωρητικό» νέο φόρο. Αντίθετα, έχουν πέσει στο τραπέζι προτάσεις σαν αυτή που έκανε πρόσφατα ο γερουσιαστής Τομ Χάρκιν και ο βουλευτής Πίτερ Ντεφάτσιο, για ένα μικροσκοπικό αντίτιμο σε κάθε χρηματιστηριακή συναλλαγή.
Αυτή είναι η ουσία: επειδή γίνονται υπερβολικά πολλές συναλλαγές, ακόμη και ένα πολύ μικρό τίμημα για κάθε μια από αυτές θα μπορούσε να οδηγήσει στην συσσώρευση εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε φορολογικά έσοδα την ερχόμενη δεκαετία.
Σίγουρα θα μαζεύαμε περισσότερα, απ΄ ότι θα μαζέψουμε να προχωρήσουμε σε πολλές από τοις περικοπές δαπανών που προτείνονται στο όνομα της δημοσιονομικής ευθύνης.
Μήπως όμως ένας τέτοιος φόρος θα έπληττε την οικονομική ανάπτυξη;
Όπως είπα, τα στοιχεία συνηγορούν στο αντίθετο - αν μη τι άλλο δείχνουν πως ένας τέτοιος φόρος επί των συναλλαγών θα οδηγούσε στην μείωση του συνολικού όγκου τους, πράγμα που είναι καλό για την οικονομία.
Να σημειωθεί εδώ, ότι ορισμένες χώρες ήδη εφαρμόζουν φόρους στις συναλλαγές - και πως ανάμεσα σε αυτούς που το κάνουν είναι το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη. Αν κάποιος συντηρητικός υποστηρίξει, πως τέτοιου είδους φόροι αποτελούν μια αδικαιολόγητη κυβερνητική παρέμβαση, μπορείτε να τον ρωτήσετε γιατί τους επιβάλουν οι δύο παραπάνω χώρες, που βρίσκονται στην κορυφή του Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας του συντηρητικού Heritage Foundation.
Βέβαια, οι φορολογικές ιδέες που μόλις πρότεινα, δεν θα ήταν από μόνες τους αρκετές για να διορθώσουν το πρόβλημα του ελλείμματος.
Αλλά το ίδιο ισχύει και με τις προτάσεις για περικοπές δαπανών.
Αυτό που θέλω να τονίσω, δεν είναι πως χρειαζόμαστε μόνον φόρους, αλλά ότι και οι φόροι πρέπει και μπορούν να είναι ένα σημαντικό κομμάτι της λύσης.
The New York Times
ΠΗΓΗ: tovima.gr