Ο ορισµός...
που δίνει για την υγεία των ανθρώπων ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας είναι µάλλον απόλυτος:
«µια κατάσταση πλήρους σωµατικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας».
Θα µπορούσαµε να δώσουµε έναν πιο απλό: πολλά... και καλά χρόνια για όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.
Η κατάσταση...
της υγείας µιας χώρας εξαρτάται ασφαλώς από την πρόσβαση που έχουν οι πολίτες της στις υπηρεσίες υγείας και από την ποιότητά τους.
Φαίνεται όµως πως δεν φτάνει µόνο αυτό. Εξαρτάται και από άλλους παράγοντες: τις συνθήκες στέγασης και εργασίας, την ανεργία, το µορφωτικό επίπεδο, τον τρόπο ζωής, τη διατροφή, το περιβάλλον (είναι βέβαια και οι κληρονοµικοί παράγοντες, αλλά, τουλάχιστον για την ώρα, δεν είµαστε σε θέση να κάνουµε κάτι γι’ αυτούς).
Στις ανεπτυγµένες χώρες, η κατάσταση της υγείας του πληθυσµού έχει υπολογιστεί πως εξαρτάται κατά 15%-20% από τις υπηρεσίες υγείας. Και αυτό αποτελεί ήδη µια µεγάλη πρόοδο σε σχέση µε τις αρχές του προηγούµενου αιώνα. Σε αυτές τις χώρες, περίπου το 80% των δαπανών για την υγεία απορροφώνται από τα συστήµατα υγείας.
Αυτό σηµαίνει, σύµφωνα µε τον γάλλο γιατρό και πολιτικό Ελί Αριέ, πως πέρα από κάποιο επίπεδο, παύει πια να υπάρχει άµεση σχέση ανάµεσα στις δαπάνες και το επίπεδο της υγείας µιας χώρας. «Για παράδειγµα», γράφει στο περιοδικό «Μαριάν», «µολονότι η Ιαπωνία δαπανά στην υγεία το 7% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της, έχει καλύτερες υπηρεσίες υγείας από τις ΗΠΑ όπου οι αντίστοιχες δαπάνες φτάνουν το 14%». Φαίνεται πως στην υγεία, πέρα από κάποιο επίπεδο και µε την προϋπόθεση πως αυτές οι δαπάνες αξιοποιούνται αποτελεσµατικά, το περισσότερο δεν είναι συνώνυµο µε το καλύτερο.
Το βέβαιο...
είναι πως, αν, ας πούµε, µια ανεπτυγµένη χώρα όπως η Γαλλία, που οι δαπάνες της για την υγεία φτάνουν το 11,5% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της – οι υψηλότερες στον κόσµο µετά τις ΗΠΑ και την Ελβετία – θέλει να βελτιώσει κι άλλο την κατάσταση της υγείας των πολιτών της, θα πρέπει να επενδύσει και σε άλλους παράγοντες που την επηρεάζουν: στην καταπολέµηση της ανεργίας, τις συνθήκες εργασίας, το περιβάλλον, την παιδεία, τη διατροφή, τον τρόπο ζωής. Αν το προσδόκιµο ζωής στη Γαλλία, λέει ο Ελί Αριέ, πέρασε από τα 35 χρόνια το 1800 στα 56 το 1936, µολονότι η ιατρική δεν ήταν ακόµη τότε ιδιαίτερα προηγµένη, αυτό οφειλόταν κυρίως στη γενικότερη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Η βελτίωση...
του βιοτικού επιπέδου ή του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος είναι σήµερα πια γνωστό, πως µπορεί να βελτιώσει το επίπεδο της υγείας ενός λαού που έχει ήδη κατακτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο υπηρεσιών υγείας, περισσότερο από όσο οι επιπλέον επενδύσεις σε αυτές τις υπηρεσίες.
Η γενικότερη κατάσταση της υγείας ενός λαού είναι το καλύτερο µέτρο για να µετρήσει κανείς την οικονοµική και κοινωνική του κατάσταση. Επειδή η υγεία µοιάζει µε ένα θερµόµετρο που καταγράφει τις κοινωνικές ανισότητες.
ΠΗΓΗ: τα νεα on-line, rvranas@dolnet.gr