4 Αυγ 2019

Το αντιφασιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου και η δικτατορία Μεταξά.


Του Γιώργου Αλεξάτου
Η επιβολή της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936 αποτέλεσε συνέπεια μιας μακρόχρονης βαθιάς κρίσης σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, σε μια ιστορική συγκυρία που χαρακτηριζόταν από την ανατροπή των κοινοβουλευτικών καθεστώτων σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης και την εγκαθίδρυση καθεστώτων έκτακτης ανάγκης.


 Ανάμεσα σ’ αυτά, ξεχώριζαν ιδιαίτερα εκείνα που αυτοπροσδιορίζονταν ως φασιστικά, στηρίζονταν σε μαζικά αντεργατικά – αντεπαναστατικά κινήματα και απέβλεπαν σε μια νέα μορφή άσκησης της πολιτικής εξουσίας με παγιωμένα και θεσμοθετημένα αντιδημοκρατικά και ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά.

Κατά συνέπεια, διέφεραν από δικτατορικά καθεστώτα που εμφανίζονταν ως αναγκαία παρένθεση για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούσε στο καθεστώς αστικής κυριαρχίας η αξιοποίηση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων από το εργατικό και λαϊκό κίνημα, όπως και οι αντιθέσεις μεταξύ των αστικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων, σε συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής κρίσης. Τα οποία υπόσχονταν μια μελλοντική επάνοδο σε έναν ελεγχόμενο κοινοβουλευτισμό, με περιορισμένες τις δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων και κυρίως της εργατικής τάξης.

Η αποτροπή του κινδύνου της αντιδημοκρατικής εκτροπής και ιδιαίτερα του φασισμού αποτέλεσε ένα από τα κύρια ζητήματα που απασχόλησαν το νεοσύστατο τότε κομμουνιστικό κίνημα, ήδη από το 1922, με την άνοδο του ιταλικού φασισμού στην εξουσία. Έντεκα χρόνια αργότερα, το 1933, η επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία κατέστησε την ανάγκη απόκρουσης της φασιστικής πλημμυρίδας άκρως επιτακτική.

Η πολιτική των Κ.Κ. της εποχής και της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Κ.Δ.) στην οποία αυτά εντάσσονταν, απέναντι στον φασιστικό κίνδυνο, χαρακτηριζόταν από αλλεπάλληλες ταλαντεύσεις και ανατροπές, και συνδεόταν άμεσα με διαφορετικές κατά καιρούς εκτιμήσεις τόσο για τον χαρακτήρα του φασισμού και τις δυνατότητές του, όσο και για τη δυνατότητα συγκρότησης αντιφασιστικού κινήματος και για την ευρύτητα που θα μπορούσε να έχει.

Σχηματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική της συγκρότησης αντιφασιστικού μετώπου από το σύνολο των δυνάμεων της Αριστεράς –κύρια δύναμη της οποίας στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ήταν η σοσιαλδημοκρατία- αντικαταστάθηκε στα 1928-34από την πολιτική της συγκρότησής του αποκλειστικά από τις δυνάμεις των Κ.Κ., καθώς η σοσιαλδημοκρατία και οι άλλες εκτός Κ.Κ. αριστερές δυνάμεις χαρακτηρίζονταν «σοσιαλφασιστικές».
Επρόκειτο για μια πολιτική που καθοριζόταν από την εκτίμηση πως επέρχεται μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση που θα οξύνει τις ταξικές αντιθέσεις, θέτοντας άμεσα ζήτημα σοσιαλιστικής επανάστασης. Κατά συνέπεια, ο φασισμός, ως επιλογή του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού για την αποτροπή της επανάστασης, αποτελούσε κίνδυνο εξίσου σοβαρό μ’ αυτόν που αντιπροσώπευε η σοσιαλδημοκρατία, η οποία σε περίπτωση επαναστατικής έκρηξης θα λειτουργούσε ως υπερασπιστής του καπιταλιστικού καθεστώτος.

Η κρίση που προέβλεψε η Κ.Δ. πράγματι ξέσπασε το 1929, αλλά η εκτίμηση πως θα ακολουθήσει η συσπείρωση της εργατικής τάξης γύρω από τα Κ.Κ. και η διαμόρφωση όρων για τη σοσιαλιστική επανάσταση διαψεύστηκε. Έτσι, η συντριβή του κραταιού γερμανικού εργατικού κινήματος, το 1933, υποχρέωσε σε νέα ανατροπή της αντιφασιστικής πολιτικής και σε άμεση σύνδεση μ’ αυτήν, της πολιτικής συμμαχιών των κομμουνιστών.

Η στροφή στην πολιτική των Κ.Κ. ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 1935, όταν το 7ο Συνέδριο της Κ.Δ. διακήρυξε ως άμεσο στόχο τη συγκρότηση ευρύτατων αντιφασιστικών «Λαϊκών Μετώπων». Τώρα, πια, η πρόταση για αντιφασιστική συμμαχία απευθυνόταν και πέραν της Αριστεράς, στο σύνολο των δυνάμεων που αντιτάσσονταν στη φασιστική εκτροπή, συμπεριλαμβανομένων και των αστικοδημοκρατικών.

Αντιφασισμός και λαϊκό κίνημα στη μεσοπολεμική Ελλάδα

Για μια σειρά λόγους που δεν είναι δυνατόν να εξετάσουμε εδώ, η Ελλάδα ήταν μια χώρα όπου κύρια δύναμη της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος ήταν το Κ.Κ. Την πρωτοκαθεδρία του δεν μπορούσε να αμφισβητήσει ούτε το συνήθως πολυδιασπασμένο αριστερό Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας ούτε η αναιμική και επίσης συνήθως πολυδιασπασμένη σοσιαλδημοκρατία.

Το ΚΚΕ, ήδη ως ΣΕΚΕ(Κ) το 1922, είχε θέσει στο επίκεντρο της πολιτικής του και το ζήτημα του απόκρουσης του φασιστικού κινδύνου, για ν’ ακολουθήσει πιστά στη συνέχεια την Κ.Δ.στις εκάστοτε αλλαγές της αντιφασιστικής της πολιτικής.

Ο επαναπροσανατολισμός της Κ.Δ. στην επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής αντιφασιστικής συμμαχίας, το 1934, και η υιοθέτηση της πολιτικής του «Λαϊκού Μετώπου, τον επόμενο χρόνο, συνέπεσε με την εκδήλωση οξύτατης πολιτικής και κοινωνικής κρίσης στην Ελλάδα.

Την πολιτική κρίση συνιστούσαν οι αλλεπάλληλες απόπειρες στρατιωτικού πραξικοπήματος από τους βενιζελικούς (1933 και 1935), μετά την άνοδο στην εξουσία της αντιβενιζελικής παράταξης, και τελικά η πραξικοπηματική ανατροπή του πολιτεύματος της αβασίλευτης Δημοκρατίας και η επιστροφή στον Θρόνο του βασιλιά Γεωργίου Β΄.

Η κοινωνική κρίση εκδηλωνόταν παράλληλα με την πολιτική, με την έκρηξη των οξύτατων αντιθέσεων της μεσοπολεμικής ελληνικής κοινωνίας και την πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα, ανάπτυξη των αγώνων των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων. Κυρίως της εργατικής, αλλά και των αγροτών και των μικροϊδιοκτητών των πόλεων.

Ήταν αυτοί οι κοινωνικοί αγώνες που ανέδειξαν και το ΚΚΕ σε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη, με επιρροή κατά πολύ ευρύτερη της εκλογικής του καταγραφής. Συνάμα, αποτέλεσαν και το γερό θεμέλιο μιας πλατιάς λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας, που ήταν και η κύρια αιτία της αδυναμίας ανάπτυξης και στην Ελλάδα μαζικού φασιστικού κινήματος.

Συγκεκριμένα, ενώ τα φασιστικά κινήματα εκεί όπου αναπτύχθηκαν και επικράτησαν, στηρίζονταν στην ηγεμονευόμενη από την αστική τάξη κινητοποίηση μικροαστικών στρωμάτων κατά του εργατικού κινήματος, κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να γίνει και στη χώρα μας.

Στη μεσοπολεμική Ελλάδα και ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 1930, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε αλλού, είχαμε την ανάπτυξη μεγάλων κοινωνικών αγώνων, μέσα από τους οποίους διαμορφώνονταν σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας μεταξύ των λαϊκών τάξεων. Είναι μεγάλος ο κατάλογος των εργατικών κινητοποιήσεων προς τις οποίες εξέφραζαν τη στήριξή τους τα μικροϊδιοκτητικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, και αντιστρόφως.
Ως πιο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις αυτής της άτυπης λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας, αναφέρονται εργατικές απεργίες που συνοδεύονταν από το κλείσιμο των μικρομάγαζων και των μικρών βιοτεχνιών στην πόλη όπου πραγματοποιούνταν, η κήρυξη απεργίας από τα εργατικά σωματεία σε περιπτώσεις αγωνιστικών καθόδων αγροτών στις πόλεις κ.ά. Δεν έλειψαν ούτε και οι από κοινού κινητοποιήσεις, ακόμη και σε επίπεδο Νομού, για την προώθηση της λύσης ζωτικών τοπικών ζητημάτων.

Αποκορύφωμα αυτής της ενιαίας αγωνιστικής έκφρασης του λαϊκού κινήματος αποτέλεσε η παλλαϊκή εξέγερση της Θεσσαλονίκης, τον Μάιο 1936, όταν οι ιδιοκτήτες καταστημάτων, εργαστηρίων και μικρών βιοτεχνιών τάχθηκαν αλληλέγγυοι στους απεργούς εργάτες, με συνέπεια να νεκρώσει η οικονομική ζωή της πόλης.
Καθώς ήταν τα εργατικά συνδικάτα αυτά που έδιναν τον τόνο στις εκδηλώσεις αυτής της άτυπης κοινωνικής συμμαχίας, ενώ το ΚΚΕ ήταν εκείνη η πολιτική δύναμη που σταθερά τις κάλυπτε πολιτικά, διαμορφώνονταν όροι εργατικής ηγεμονίας. Σε συνδυασμό με την κρίση εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων από τις αστικές -βενιζελικές και αντιβενιζελικές- πολιτικές δυνάμεις, η κατάσταση στην Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του ’30, εμφάνιζε εκρηκτικά χαρακτηριστικά.

Στις συνθήκες αυτές το έδαφος για την ανάπτυξη φασιστικού κινήματος ήταν υπονομευμένο. Πόσο μάλλον, που η ένταση της καταστολής, ακόμη και με δολοφονίες εργατών, αγροτών κ.ά., στις μαζικές κινητοποιήσεις της εποχής, όξυνε τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της μεγάλης πλειονότητας του ελληνικού λαού. Επιπλέον, ο εθνικιστικός λόγος του φασισμού πολύ δύσκολα θα μπορούσε να βρει μαζικό ακροατήριο σε έναν λαό που μόλις το 1922 είχε βιώσει μια μεγάλη ιστορική τραγωδία, ως συνέπεια των επεκτατικών επιδιώξεων του ελληνικού καπιταλισμού.

Αυτές είναι οι αιτίες που απέτυχαν οι όποιες απόπειρες συγκρότησης φασιστικού κινήματος στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Κατά συνέπεια και της απουσίας κινητοποιήσεων των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων ή έστω τμημάτων τους, στρεφομένων κατά των εργατικών αγώνων που συγκλόνιζαν τη χώρα στα 1932-36.
Ήταν αυτή ακριβώς η απουσία μαζικού φασιστικού κινήματος που καθιστούσε αδύνατη την εγκαθίδρυση φασιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, καθώς το πρώτο αποτελεί προϋπόθεση για το δεύτερο (1). Εντούτοις, αυτό δεν απέκλειε τη δυνατότητα επιβολής ενός άλλου τύπου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, όπως ήταν τελικά η δικτατορία Μεταξά-Γλύξμπουργκ.

Για το ΚΚΕ, μετά τη στροφή της Κ.Δ., το 1934, η συνεργασία των δυνάμεων που αντιτάσσονταν σε μια αντιδημοκρατική εκτροπή, αποτέλεσε κεντρικό άξονα της πολιτικής του. Έτσι, έγινε δυνατή η υπογραφή του Συμφώνου Αντιφασιστικής Συνεργασίας, με το Αγροτικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα, καθώς και με τη ΓΣΕΕ, την υπό κομμουνιστική επιρροή Ενωτική ΓΣΕΕ κ.λπ. (2).

Με την υιοθέτηση της πολιτικής του «Λαϊκού Μετώπου» τον επόμενο χρόνο η απεύθυνση του ΚΚΕ για αντιφασιστική συνεργασία επεκτάθηκε τόσο ώστε να περιλαμβάνει και τις βενιζελικές αστικές πολιτικές δυνάμεις.
Παρ’ όλο που το ΚΚΕ είχε ταχθεί κατά των αποτυχημένων βενιζελικών στρατιωτικών κινημάτων στα 1933 και ’35, το αντιβενιζελικό πραξικόπημα του Οκτωβρίου 1935 και η παλινόρθωση της Βασιλείας κατέστησαν τον αντιβενιζελικό χώρο κύρια απειλή για τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Στο πλαίσιο αυτού του νέου προσανατολισμού, το ΚΚΕ, που ως Παλλαϊκό Μέτωπο είχε αναδειχθεί ρυθμιστική κοινοβουλευτική δύναμη, στη Βουλή που προήλθε από τις εκλογές του Ιανουαρίου 1936 (με 15 βουλευτές, έναντι 143 αντιβενιζελικών και 142 βενιζελικών), προχώρησε στο Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα (3).

Επρόκειτο για τη συμφωνία που υπέγραψε ο επικεφαλής του Κόμματος των Φιλελευθέρων Θεμιστοκλής Σοφούλης και ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Παλλαϊκού Μετώπου και μέλος της ηγεσίας του ΚΚΕ Στέλιος Σκλάβαινας, με βάση την οποία οι μεν κομμουνιστές θα ψήφιζαν τον Σοφούλη για τη θέση του προέδρου της Βουλής και ενδεχομένως για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ενώ οι Φιλελεύθεροι θα προχωρούσαν στη λήψη μέτρων για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων, καθώς και για τη διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Οι ελπίδες του ΚΚΕ, ότι ο βενιζελισμός θα μπορούσε να αποτελέσει σύμμαχο στον αγώνα κατά μιας ενδεχόμενης αντιδημοκρατικής εκτροπής, θα διαψευστούν πολύ σύντομα, όταν, τον Απρίλιο 1936, οι βενιζελικοί θα στηρίξουν όχι μόνο τη μειοψηφική κυβέρνηση Μεταξά που διόρισε ο βασιλιάς, αλλά και την αναστολή λειτουργίας της Βουλής. Το πρώτο βήμα, δηλαδή, για την εγκαθίδρυση της βασιλο-μεταξικής δικτατορίας, τέσσερις μήνες αργότερα.

Η επιμονή στην πολιτική των ευρύτερων δυνατών συμμαχιών είχε τις συνέπειές της και τις μέρες της εξέγερσης της Θεσσαλονίκης. Όταν το ΚΚΕ και η Ενωτική ΓΣΕΕ υποχωρούσαν στις αξιώσεις των εν δυνάμει συμμάχων (ΓΣΕΕ και Φιλελεύθεροι) να μην επεκταθεί η παλλαϊκή κινητοποίηση σε όλη τη χώρα και να μην τεθεί ζήτημα ανατροπής της κυβέρνησης Μεταξάστη γενική πανελλαδική απεργία που έγινε τελικά στις 13 Μαΐου, με καθυστέρηση και ενώ ήδη είχε κατασταλεί το εργατικό και λαϊκό κίνημα της Θεσσαλονίκης (4).
Χαρακτηριστικό του πολιτικού κλίματος που επικρατούσε ακόμη και στον ευρύτερο αριστερό χώρο, ήταν και το γεγονός ότι ακόμη και το Αγροτικό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχαν αρνηθεί τη συμμετοχή τους στο Παλλαϊκό Μέτωπο. 

Μόνο λίγες μέρες πριν την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, συμφωνήθηκε η συγκρότηση Λαϊκού Μετώπου από το ΚΚΕ και το Αγροτικό Κόμμα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η αντιμετώπιση από τους βενιζελικούς του κινδύνου επιβολής δικτατορίας, που σταθερά κατήγγειλε το ΚΚΕ. Ακόμη και λίγο πριν την εγκαθίδρυσή της, ο Σοφούλης διαβεβαίωνε για την αφοσίωση του Μεταξά στη δημοκρατική ομαλότητα (5). Ενώ ο γιος του ιδρυτή του Κόμματος των Φιλελευθέρων και κορυφαίο στέλεχός του Σοφοκλής Βενιζέλος διαπραγματευόταν με τον Μεταξά τη συνεργασία του για την κατάλυση της δημοκρατίας. Τις συζητήσεις αυτές αποκάλυψε ο ίδιος αργότερα, καταγγέλλοντας τον δικτάτορα γιατί τον εξαπάτησε και δεν τον έκανε αντιπρόεδρο της δικτατορικής κυβέρνησης, όπως είχαν συμφωνήσει! (6)

Νομίζω, πως δεν έχει νόημα, να μπούμε στην ανούσια συζήτηση, του «τι θα γινόταν αν» το ΚΚΕ δεν ήταν τόσο πολύ προσηλωμένο στην επιδίωξη της ευρύτερης δυνατής συμμαχίας και του «αν μπορούσε» να προχωρήσει μόνο του σε διαδικασίες ρήξης. Με προφανή τον κίνδυνο της συσπείρωσης όλων των αστικών δυνάμεων εναντίον του και της επιβολής καθεστώτος έκτακτης ανάγκης με τη συναίνεση όλων τους.

Το ιστορικά διαπιστωμένο είναι, ότι οι αστικοδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις δεν έδειχναν και τόσο αποφασισμένες, να αποτρέψουν μια αντιδημοκρατική εκτροπή. Τουλάχιστον όχι τόσο πολύ, όσο ενδιαφέρονταν να βάλουν φραγμό στην ανάπτυξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος και να αποτρέψουν τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε, για τα ταξικά συμφέροντα που αυτές εξέφραζαν.

Εντούτοις, το κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ως προς το θέμα που εξετάζουμε, δεν είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια του ΚΚΕ να συγκροτήσει την ευρύτερη δυνατή πολιτική συμμαχία για την αποτροπή μιας αντιδημοκρατικής εκτροπής. Το κύριο ζήτημα που αναδείχτηκε εκείνα τα χρόνια, ήταν η άτυπη λαϊκή κοινωνική συμμαχία, υπό εργατική ηγεμονία, που διαμορφωνόταν.

Έτσι, μπορεί στις 4 Αυγούστου 1936 οι βασιλιάς και πρωθυπουργός να επέβαλαν δικτατορία, που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς το 1941, αλλά το καθεστώς αυτό (παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του δικτάτορα και των επιτελών του) δεν μπόρεσε να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα. Και αυτή η απουσία μαζικής λαϊκής κινητοποίησης για τη στήριξή του και για το τσάκισμα του εργατικού κινήματος, είναι που μας εμποδίζει να το κατατάξουμε μεταξύ των φασιστικών καθεστώτων της εποχής.

Η μόνη μαζική οργάνωση που δημιουργήθηκε για τη στήριξη του καθεστώτος, ήταν η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ), που μαζικοποιήθηκε μόνο όταν έγινε υποχρεωτική η ένταξη όλων των μαθητών και φοιτητών της χώρας (7). Έτσι και στην περίπτωση αυτή, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μαζικό φασιστικό κίνημα.
Όπως επισήμανε ο Άγγελος Ελεφάντης (8), «η Ελλάδα της δεκαετίας του ’30 δικτατορεύεται, δικτατοροκρατείται, αλλά δεν φασιστικοποιείται. Η ιδεολογία των πλατειών λαϊκών μαζών παραμένει και μέσα στη δικτατορία ιδεολογία δημοκρατική-αντιφασιστική. Ο φασισμός δεν πέρασε στην Ελλάδα του μεσοπολέμου».

Η ιστορική παρακαταθήκη

Η συνεπής αντιφασιστική πολιτική του ΚΚΕ στα χρόνια που προηγήθηκαν της μεταξικής δικτατορίας, παράλληλα με την επιμονή του στην προώθηση των αγώνων της άτυπης λαϊκής κοινωνικής συμμαχίας που διαμορφώθηκε εκείνα τα χρόνια, η απόρριψη του φασισμού από τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού, σε συνδυασμό με την καταξίωση των κομμουνιστών ως ανυποχώρητων και ασυμβίβαστων αγωνιστών στα εφιαλτικά χρόνια της δικτατορίας, θα δημιουργήσουν μια ισχυρή παρακαταθήκη που θα την αξιοποιήσει το γιγάντιο κίνημα του ΕΑΜ.

Η συγκρότησή του, ως λαϊκής συμμαχίας των εργαζόμενων κυριαρχούμενων τάξεων –ανεξαρτήτως της επιδίωξης της ηγεσίας του και της ηγεσίας του ΚΚΕ για «εθνική ενότητα» που να συμπεριλαμβάνει και τον αντικατοχικό αστικό κόσμο- είναι που θα προσδώσει στο ΕΑΜ τον χαρακτήρα ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που απελευθέρωνε και μια τεράστια δυναμική κοινωνικών μετασχηματισμών.

Οι ρίζες αυτής της γιγάντιας λαϊκής επαναστατικής εποποιίας βρίσκονται ασφαλώς στους κοινωνικούς αγώνες της δεκαετίας που προηγήθηκε, που τόσο αναγκαίο είναι να τη μελετήσουμε σε βάθος, για την κατανόηση συνολικότερα της νεοελληνικής πραγματικότητας.

1. Νίκος Πουλαντζάς, Φασισμός και δικτατορία. Η Κομμουνιστική Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό – Ολκός 1975, σ. 11-13.
2. Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ – τ. δ΄, Σύγχρονη Εποχή 1981, σ. 90 κ.έ.
3. Στο ίδιο, σ. 342-344.
4. Εντούτοις, αναφέρεται πως η ηγεσία του ΚΚΕ άσκησε τότε κριτική προς την Ενωτική ΓΣΕΕ και την Κ.Ο. Θεσσαλονίκης για τις υποχωρήσεις τους (Νίκος Ζαχαριάδης, Προβλήματα καθοδήγησης του ΚΚΕ – Κ.Ε. του ΚΚΕ 1953, σ. 75-76. Επίσης, Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τ. δ΄, 375-376).
5. Σπύρος Λιναρδάτος, Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου – ε΄ έκδ. Θεμέλιο 1988, σ. 243.
6. Στο ίδιο, 235-236.
7. Παύλος Πετρίδης, Πολιτικές δυνάμεις και συνταγματικοί θεσμοί στη νεώτερη Ελλάδα (1844-1940) – Σάκκουλα 1992, σ. 213.
8. Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στο μεσοπόλεμο – Ολκός 1976, σ. 201.

iskra.gr