26 Ιουν 2016

Λίγο μετά το θερινό ηλιοστάσιο της νιότης


Γελωτοποιός


«Κανένας δεν καταλαβαίνει τη λέξη νεότητα, πριν τα τριάντα του».
Jean Dutourd

Θερινό ηλιοστάσιο και πανσέληνος. Η προηγούμενη φορά που είχε τύχει ήταν πριν 70 χρόνια, το 1946.


 Πριν 70 χρόνια. Ούτε καν ο πατέρας μου, η μητέρα μου, δεν είχαν γεννηθεί τότε. Στην Ελλάδα Εμφύλιος. Ίσως να έκανε και ζέστη, αλλά σίγουρα αυτή θα ήταν η τελευταία έγνοια των ζωντανών.

~~

Το ηλιοστάσιο συμβαίνει κάθε χρόνο. Η πανσέληνος μπορεί και περισσότερες από δώδεκα φορές το χρόνο. Η Γη περιστρέφεται γύρω απ’ τον εαυτό της και γύρω απ’ τον Ήλιο.

Όμως δεν κάνει κύκλους ούτε καν ελλείψεις, έτσι όπως το έχουμε στο μυαλό μας. Ο ήλιος μας κινείται κι αυτός, συμπαρασύροντας τους συνοδούς του. Κι ο γαλαξίας μας κινείται.

Η Γη, ο πλανήτης που μας φιλοξενεί, ούτε μια φορά δεν έχει περάσει απ’ το ίδιο «σημείο». Η τροχιά της είναι σπειροειδής -και δεν θα μου φαινόταν περίεργο αν ταίριαζε με τους αριθμούς Φιμπονάτσι.

Σαν τη Γη κινείται κι η Ιστορία της Ανθρωπότητας. Νομίζουμε ότι κάνει κύκλους, ότι επαναλαμβάνεται. Όμως αυτή είναι μια απλοϊκή ερμηνεία της κίνησης, της Ιστορίας.

Τίποτα δεν μένει ίδιο, όλα αλλάζουν και δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στα ίδια νερά του ποταμού.

~~

Κάθε μέρα είναι διαφορετική από κάθε άλλη, κάθε δευτερόλεπτο. Οι αλλαγές κάποιες φορές είναι μικρές, αδιόρατες, όμως ουδέν μένει.

Ίσως εξαρτάται απ’ τον τρόπο που κοιτάμε. Η ομορφιά είναι στα μάτια του παρατηρητή. Το ίδιο κι ο φόβος, το ίδιο και ο χρόνος.

Τα 70 χρόνια είναι τόσο μεγάλο διάστημα για έναν άνθρωπο. Σε μέσο όρο είναι μια ολόκληρη -ανθρώπινη- ζωή. Αν τη συγκρίνεις με τη ζωή μιας μύγας είναι κάτι παραπάνω από σάγκα. Η μύγα θα αναλογιζόταν τους προγόνους της από το 1946, όπως εμείς τους πρώτους ανθρωπιδείς, πριν ένα εκατομμύριο χρόνια.

Ένα δέντρο μπαομπάπ ήταν έφηβο τότε, το ’46.

Το φεγγάρι, η Γη, ο ήλιος, θα μετράνε τα 70 χρόνια σαν κλάσματα του δευτερολέπτου.

Κι ίσως υπάρχει «κάπου» ένα ον -ή και πολλά- που είναι αδύνατον να τα αντιληφθούμε, και που δεν γνωρίζουν καν τι είναι ο χρόνος. Συνήθως τα λέμε «Θεό». Κι αν ήμασταν βόδια θα τα ζωγραφίζαμε με σώμα βοδιού.

~~

Μετράμε τον κόσμο με τη ζωή. Πέρα απ’ το ρολόι, πέρα απ’ την κίνηση των άστρων και των υδάτων, μετράμε τον χρόνο με τον χτύπο της καρδιάς μας.

Όταν η καρδιά μας χτυπάει γρήγορα, ο χρόνος περνάει πιο αργά.

Είμαστε ερωτευμένοι, είμαστε φοβισμένοι, είμαστε εξοργισμένοι, και νομίζουμε ότι εκείνη η στιγμή κρατάει αιώνες, σαν να βλέπουμε τον κόσμο σε αργή κίνηση.

Όταν η καρδιά μας χτυπάει αργά, ο χρόνος περνάει γρήγορα.

Κι είναι ακόμα πιο παράξενη αυτή η ψευδαίσθηση του χρόνου.

Όταν είσαι νέος και κάθε μέρα μαθαίνεις κάτι καινούριο, όταν κάνεις πράγματα για πρώτη φορά, οι μέρες και τα χρόνια μοιάζουν πιο γεμάτα, πιο πολλά. Μετά, καθώς μεγαλώνεις και είναι δύσκολο ν’ ακούσεις μια μουσική εντελώς καινούρια, είναι δύσκολο να διαβάσεις ένα βιβλίο πρωτότυπο, είναι σπάνιο να κάνεις κάτι για πρώτη φορά, καθώς συνηθίζεις κι επαναλαμβάνεις τις ώρες και τις μέρες σου και τα χρόνια σου, η ζωή αδειάζει.

Κάθε μέρα μοιάζει με την προηγούμενη και κάθε θερινό ηλιοστάσιο δεν διαφέρει ιδιαίτερα απ’ αυτό που είχες ζήσεις τον προηγούμενο χρόνο.

Προσπαθείς να θυμηθείς τι έκανες πέρυσι, την ίδια μέρα, στο θερινό ηλιοστάσιο. Όσο πιο μεγάλος είσαι τόσο πιο πολύ μοιάζουν οι εμπειρίες -και η ανάμνηση της εμπειρίας.

Η νιότη είναι υπέροχη και ανεπανάληπτη γιατί έχει το προνόμιο της άγνοιας. Κι επειδή έχει μπροστά της έναν μακρύ διάδρομο για να τρέξει.

~~

Μοιάζουμε, οι άνθρωποι, με δρομείς. Στην αρχή της ζωής μας τρέχουμε πολύ, καλύπτουμε πολλά χιλιόμετρα νέων εμπειριών κάθε μέρα. Καθώς τα χρόνια περνούν επιβραδύνουμε. Στα γεράματα -πέρα από σπάνιες περιπτώσεις που αποτελούν την εξαίρεση του κανόνα- μοιάζει σαν να τρέχουμε σε έναν διάδρομο προπόνησης. Είμαστε ζωντανοί, όρθιοι, κινούμαστε, αλλά μένουμε στο ίδιο σημείο.

Και λίγο πριν το τέλος το μόνο που κάνουμε είναι προπόνηση για να γίνουμε πτώματα. Ακινησία στον αιώνα τον άπαντα.

~~{}~~

Νομίζω ότι είναι μάταιο, σχεδόν γελοίο, να προσπαθείς να τρέχεις σαν νέος όταν πια δεν είσαι. Δεν είναι συμβιβασμός, είναι σοφία, να ξέρεις που έχεις φτάσει.

Αρκεί να καταλαβαίνεις ότι δεν είναι κύκλος, είναι σπείρα, αυτό είναι το σχήμα. Τίποτα δεν επαναλαμβάνεται.

Αν εστιάσεις τις προσπάθειες σου στο σώμα, θα προδοθείς. Το σώμα φθίνει, όσο κι αν παλέψεις, όσο κι αν τρέφεσαι σωστά, όσο κι αν γυμνάζεσαι. Είναι η φυσική φθορά.

Ούτε και στον νου πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη. Στα σαράντα, στα πενήντα, στα εξήντα, έχεις ακόμα διαύγεια. Μετά κι ο νους γίνεται πιο αργός, σαν τις σκέψεις μιας φάλαινας. Πηγαίνουν βαθιά, αλλά κανείς ογδοντάχρονος δεν σκέφτηκε κάτι καινούριο.

Καθώς ζυγώνει το τέλος της διαδρομής, το τέλος της ζωής, αν είσαι τόσο τυχερός ώστε να ζήσεις και τα γηρατειά, το μόνο που σου μένει είναι η επανάκτηση της ημέρας.

Μόνο τότε μπορείς να εκτιμήσεις ειλικρινά το κάθε λεπτό ζωής, τον κάθε φίλο που έχεις στο πλάι σου, τον/τη σύντροφο σου που είναι ακόμα ζωντανός.

Οι άνθρωποι, λένε, γίνονται σαν μωρά καθώς γερνάνε. Πέρα από τις αδυναμίες του σώματος και του νου, υπάρχει κάτι ακόμα που μοιάζει: Τα μωρά θα χαρούν επειδή σε βλέπουν να τους χαμογελάς, επειδή νιώθουν κάτι ωραίο, εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή.

Κι οι γέροι καταλαβαίνουν ότι ένα δευτερόλεπτο χωρίς πόνο, μια στιγμή με τους ανθρώπους που αγαπάνε, ένα τραγούδι και μια γεύση, μπορούν να κρατήσουν αιώνες ολόκληρους.

~~}{~~

Είναι σαν το βουδιστικό κοάν που τόσο αγαπώ να επαναλαμβάνω, αυτό που δείχνει με εικόνες τι είναι η ανθρώπινη ζωή.

Ένας μοναχός περπατούσε στο δάσος κι άκουσε πίσω του το βρυχηθμό της τίγρης. Ξεκίνησε να τρέχει μέχρι που έφτασε σε γκρεμό. Πήδηξε και την τελευταία στιγμή πιάστηκε από ένα κλαδί. Κάτω βράχια, πάνω η τίγρης.

Κοίταξε το κλαδί όπου κρατιόταν κι είδε μια ώριμη αγριοφράουλα. Την έκοψε, την έφαγε.

«Μμμμ, τι νόστιμη!» είπε.

~~{}~~

Τίποτα δεν τελειώνει πριν χτυπήσει η καρδιά για τελευταία φορά. Αλλά καθώς οι σπείρες μικραίνουν, καθώς τα χρόνια περνάνε, καθώς βλέπεις πιο δύσκολα τα μικρά γράμματα και ανασαίνεις πιο βαριά στις σκάλες, αποκτάς -ξανά- το ανεκτίμητο προνόμιο της ηδονής, της ζωής, της ημέρας, της στιγμής.

Μπορείς να σταματήσεις να σκέφτεσαι τη τίγρη και τον γκρεμό και ν’ απολαύσεις εκείνη την αγριοφράουλα.

Δεν κρατάει πολύ. Όσο κρατάει το θερινό ηλιοστάσιο, όσο κρατάει η πανσέληνος.

Θα μπορούσαμε να το μετρήσουμε σε λεπτά ή κλάσματα δευτερολέπτου, το μέγιστο, όπως στην ολική έκλειψη -ηλίου ή σελήνης.

Και σε λόγια, ο καλύτερος τρόπος να το πεις είναι: Τώρα! …Και πέρασε.

Κάπως έτσι είναι ολόκληρη η ζωή: Τώρα! …Και πέρασε.

Ίσα που προλαβαίνεις να φας την αγριοφράουλα.

Αλλά είναι τόσο νόστιμη.