Του Χρήστου Λάσκου
Γιατί λοιπόν τα ευρωπαϊκά κράτη διεκδικούν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να διαδίδουν τον πολιτισμό και τους καλούς τρόπους σε άλλες ηπείρους; Γιατί όχι στην ίδια την Ευρώπη;
Γιόζεφ Ροτ, 1937
Με το προηγούμενο παράθεμα ξεκινά ο Μαρκ Μαζάουερ τον πρόλογο στην περίφημη «Σκοτεινή ήπειρό» του. Η οποία είχε, κατά κάποιον τρόπο, την τιμητική της το τελευταίο διάστημα, στο μέτρο που ο προσδιορισμός της Ευρώπης ως σκοτεινής ηπείρου χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές σε κείμενα στον ελληνικό Τύπο – ακόμα και σε ανακοινώσεις πολιτικών χώρων.
Ο ορίζοντας σκοτεινιάζει κι άλλο. Η οικονομική κρίση, το προσφυγικό, η βασική κατεύθυνση των πολιτικών εξελίξεων δεν προμηνύουν καλά πράγματα – ή, μάλλον, αναγγέλλουν ακόμη χειρότερα από τα ήδη κακά.
Γιατί, χωρίς αμφιβολία, υπάρχουν και χειρότερα. Η προηγούμενη μεγάλη κρίση, αυτή του Μεσοπολέμου και της δεύτερης παγκόσμιας ανθρωποσφαγής, είναι εκεί, για να μας το θυμίζει.
Επί καιρό και μέχρι πολύ πρόσφατα, ακόμη και σήμερα, ένας ορισμένος (ηγεμονικός, χωρίς άλλο) ευρωπαϊσμός διακονούσε την άποψη, πως η «Ευρώπη» είναι, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, «κάτι το ωραίον». Οσα κακά συνέβησαν στο πρώτο κυρίως μισό του 20ού αιώνα δεν ήταν παρά εξαιρέσεις σε μια πορεία διαφωτισμένη και προοδευτική, ατυχήματα που, κατά βάση, οφείλονταν στην αστάθμητη επικράτηση φρενοβλαβών δικτατόρων.
Ο Μαζάουερ, λοιπόν, μας λέει, πως δεν είναι αυτή η ιστορία μας. Υποστηρίζει, πολύ πειστικά, π.χ., πως ο εθνικοσοσιαλισμός ανήκει στο κύριο ρεύμα της ευρωπαϊκής ιστορίας, πολύ πιο ταιριαστά από ό,τι θα θέλαμε να παραδεχτούμε.
Αποδεικνύει, πως ο φασισμός ήταν η πιο ευρωκεντρική από τις τρεις μεγάλες ιδεολογίες, πολύ περισσότερο από ό,τι ο κομμουνισμός ή η φιλελεύθερη δημοκρατία.
Μας θυμίζει, πως, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, μια Ευρώπη οργανωμένη πάνω σε ναζιστικά πρότυπα υπήρξε ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. Πράγμα που, σε καμία περίπτωση, δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί παρά φύσιν, ενάντιο στην ευρωπαϊκή «ουσία» - κάθε άλλο μάλιστα.
Θα έπρεπε, επομένως, οι ευρωπαϊστές μας να εκπλήσσονται πολύ λιγότερο με τις σημερινές εξελίξεις, από ό,τι το κάνουν συνήθως. Ο ζόφος, η αντίδραση, ο ρατσισμός, οι εθνικισμοί, οι εφιαλτικές συνθήκες είναι πολύ μεγάλο μέρος της κοινής ευρωπαϊκής εμπειρίας. Οποιος θέλει να το ξεχνάει, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει.
Το ίδιο ισχύει, νομίζω, και για όσους ξεχνούν, πως οι κορυφώσεις αυτής της ζοφερής μοίρας, που άγγιξε όλες σχεδόν τις γενιές στην ευρωπαϊκή ήπειρο, συνδυάστηκαν πάντοτε με μια προηγούμενη ήττα, έως συντριβή, της Αριστεράς. Πού είμαστε, σήμερα, από αυτήν την άποψη;
Αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, φοβάμαι, πως δύσκολα μπορούμε να αρνηθούμε, ότι, για ακόμη μία φορά, το πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο επικαθορίζεται κατεξοχήν από τη Δεξιά.
Η νεοφιλελεύθερη Δεξιά κρατάει τα σκήπτρα της διακυβέρνησης σχεδόν παντού, με σαφή την πρόθεση να περάσει όλα τα βάρη των επιδεινούμενων συνθηκών στις κατώτερες τάξεις και κατηγορίες. Η σοσιαλδημοκρατία δεν διαχωρίζεται σε τίποτε ως προς τα ουσιώδη – όταν δεν υπερακοντίζει σε αντιδραστικότητα. Η πολιτική και πολιτισμική Ακροδεξιά για πολλούς «μικρούς» ανθρώπους, σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, αποτελεί τη μόνη πραγματική εναλλακτική απέναντι στο «κατεστημένο».
Οποιος νομίζει δε, πως αυτή η Ακροδεξιά είναι λιγότερο επικίνδυνη από τη φασιστική του Μεσοπολέμου, καλό θα ήταν να αναλογιστεί, πως η σημερινή, εκτός από ακραία ρατσιστική, είναι και ακραία νεοφιλελεύθερη – γρήγορα ακόμη και ο «δικός της φυλετικά» φτωχός μετατρέπεται σε υπάνθρωπο, τεμπέλη και εκφυλισμένο.
Η Αριστερά ελάχιστα πείθει πως έχει μια πραγματική πρόταση απέναντι στο θλιβερό παρόν και το δυσοίωνο μέλλον – και η ελληνική εμπειρία δεν πρόσφερε καθόλου καλή υπηρεσία σχετικά, όποια κι αν είναι τα αισθήματά μας απέναντι στη σημερινή συγκυβέρνηση. Η αδυναμία της (σε πολλές περιπτώσεις η απροθυμία της) να σκεφτεί σε βάθος πράγματα, πέρα από την «καλύτερη και εντιμότερη διαχείριση», την κάνουν παιχνίδι στα σχέδια των αντιπάλων της.
Σε μια συνθήκη όπου οι άνθρωποι «είναι ευκολότερο να φανταστούν το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού», τα φληναφήματα περί λαϊκής εξουσίας κάποτε, απροσδιόριστου «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» ή «ρεαλιστικής» αποδοχής μνημονίων-καθεστώτων ένεκα των συσχετισμών ελάχιστα συμβάλλουν στην άρση του καταθλιπτικού αδιεξόδου.
Είναι επιτακτική η ανάγκη, να διατυπωθεί μια ριζική εναλλακτική, αντάξια των ριζικών ερωτημάτων με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωποι η ανθρωπότητα και ο πλανήτης. Μια ριζική εναλλακτική σήμερα και όχι άλλοτε, «υλικότατη» και όχι γενικώς «οραματική», έμπρακτη και, ταυτόχρονα, υπό διαρκή δοκιμή.
Γίνεται; Αν πιστέψουμε τον Μπένγιαμιν, δεν γίνεται παρά μόνο αυτό. Στη σκέψη του, η επανάσταση απαιτείται όχι για «να πάμε μπροστά», αλλά για να φρενάρουμε μια ατμομηχανή, που οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στον εκτροχιασμό και την καταστροφή.
Γι’ αυτό και το μέλημα της Αριστεράς είναι η οργάνωση της απαισιοδοξίας - εφόσον η ελπίδα βρίσκεται στην αξιοποίηση της μόνης έλλογης στάσης, που δεν μπορεί παρά να είναι απαισιόδοξη.
Να γίνει η απαισιοδοξία εργαλείο αποφασιστικής δράσης, να ο στόχος.
Ελπίζοντας πως ο Μπένγιαμιν έχει δίκιο.
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών