31 Μαρ 2016

Επιτήδειοι, λαθροδιακινητές και άλλα τέρατα


Του Κωνσταντίνου Πουλή

Στη νουβέλα του Πεσόα «Ένα πολύ πρωτότυπο δείπνο» ο καθηγητής Πρόζιτ απευθύνει μια πρόκληση στα μέλη της Γαστριμαργικής Κοινότητας του Βερολίνου, να ανακαλύψουν σε τι συνίσταται η πρωτοτυπία του δείπνου που τους παραθέτει.


Η γαστρονομία είναι η μόνη επιστήμη και η μόνη τέχνη, έλεγε...

Στο τέλος του δείπνου εξηγεί, πως οι πέντε νεαροί από τη Φραγκφούρτη με τους οποίους είχε διαφωνήσει έντονα για κάποιο γαστριμαργικό θέμα, συμμετείχαν στο δείπνο της Γαστριμαργικής Κοινότητας παρά τη θέλησή τους. Οι πέντε νεαροί ήταν το ίδιο το δείπνο. Τους είχε ταΐσει στους συνδαιτυμόνες του.

Η κανονική ταύτιση του πρωτόγονου με το έγκλημα κλονίζεται, καθώς ο ανθρωποφάγος είναι ξαφνικά ο εκλεπτυσμένος πρόεδρος, ο γελαστός και φιλικός, με τις επαφές με την καλή κοινωνία, όχι ο κτηνώδης άγριος. Όταν ο Πεσόα ήταν έφηβος στη Νότια Αφρική, το 1890, η γερμανική αποικιοκρατία είχε θανατώσει πάνω από εκατό χιλιάδες ιθαγενείς, και αυτή θεωρείται μια πιθανή εξήγηση για την απόφασή του να τοποθετήσει την ιστορία αυτή στη Γερμανία. (Φ. Πεσόα, Ένα πολύ πρωτότυπο δείπνο, εκδ. Gutenberg).


Ωστόσο, βλέποντας ειδήσεις κανείς, οφείλει να σοκάρεται πρώτα από την απανθρωπία των επιτήδειων που τολμούν να εκμεταλλεύονται το δράμα των προσφύγων και να τους προσφέρουν φρούδες ελπίδες. Κυνηγάμε λοιπόν αυτά τα κτήνη, που μοιράζουν φυλλάδια, που παρασύρουν τους πρόσφυγες προτρέποντάς τους να φύγουν υποσχόμενοι μια καλύτερη ζωή. Γίνονται και αστυνομικές έρευνες, γιατί αυτοί οι επιτήδειοι δεν πρέπει να μείνουν ατιμώρητοι. Τολμάνε να παίζουν με τις επιθυμίες των κακόμοιρων των προσφύγων. Λες και είναι δύσκολο να βρεθεί η ψεύτικη ελπίδα, για αυτόν που η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή, μεταξύ πολέμου και ζωής χωρίς δικαιώματα.

Το ίδιο ακριβώς σενάριο παρακολουθούμε σε σχέση με τους λαθροδιακινητές, τους δουλέμπορους, όπως ονομάζονται ενίοτε. Πρόκειται για κάτι κτήνη που πλουτίζουν από τον πόνο των προσφύγων, από την αγωνία τους να ξεφύγουν από τον κίνδυνο και τον πόλεμο. (Εδώ που τα λέμε, δεν κατάλαβα ποτέ, γιατί είναι κακό να πλουτίζεις από τον πόνο του άλλου. Όσοι το λένε αυτό, δεν έχουν πατήσει το πόδι τους σε ιδιωτική κλινική;)

Αυτή η περιγραφή έχει δύο πλευρές. Υπάρχει ένα ποσοστό αλήθειας σε όλα αυτά. Το ηθικό ποιόν του διακινητή ή αυτού που διαδίδει ψευδείς ειδήσεις ότι ανοίγουν τα σύνορα, δεν είναι αδαμάντινο.

Ορίστε όμως μια άλλη αφήγηση, αντεστραμμένη, σε σχέση με τα ίδια γεγονότα. Οι ειδήσεις παράγουν έναν λόγο, που οφείλει να είναι επιφανειακά συμπονετικός προς τα θύματα, γιατί κανείς, απολύτως κανείς, δεν μπορεί να πει, «μια που είμαι φασίστας, στα τέτοια μου, ας ψοφήσουν». Ακόμη και ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, οφείλει να παραστήσει τον συμπονετικό στην αρχή, να πει, ότι «έχει αποδείξει την αγάπη του προς τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους», πριν να ξεράσει. Είναι κάτι σαν τελετουργική ανθρωπιστική γαρνιτούρα.

Ο συντηρητικός λόγος όμως έχει ένα χαρακτηριστικό τελικά: οφείλει να μην αναγνωρίσει ποτέ συστημικές αιτίες. Να θέσει το ζήτημα με έναν τρόπο, που να προστατεύει την εικόνα του κόσμου ως έχει, και να ενοχλείται από τα παράσιτα του κακού. Από τις παραφωνίες αυτές από τις οποίες δεν αμφισβητείται ποτέ το ίδιο το οικοδόμημα.

Το μόνο που απουσιάζει σε αυτή την αφήγηση είναι η πολιτική. Η απλή δηλαδή αρχική διαπίστωση ότι όλες οι (υπαρκτές) ηθικές αδυναμίες διαφόρων τυχαίων περαστικών, δεν βρίσκουν έδαφος, χωρίς μια θαρραλέα συστημική αποκτήνωση που επιτρέπει σε αυτές τις συμπεριφορές να υπάρξουν. Για να υπάρξει αυτός ο άνθρωπος, πρέπει να υπάρχουν κλειστά σύνορα, συμφωνίες με την Τουρκία, πόλεμοι, όλο αυτό το σύμπλεγμα που απαιτείται, ώστε να ανθίσει η σκατοψυχιά του διακινητή ή του «επιτήδειου». Όμως η Frontex δεν υπόκειται σε κριτική. Ούτε η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Είναι σαν τις ιαχές για τη διαφθορά. Αντί να ζητούμε δικαιοσύνη, ηθικολογούμε εναντίον των διεφθαρμένων. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα οργανωμένο σχήμα αποσιώπησης όλων των συστατικών εκείνων που σχετίζονται με πραγματικές πολιτικές επιλογές.

Η λογική των συμψηφισμών, όπως λέγεται στη δημοσιογραφική γλώσσα η σύγκριση, δεν έχει σκοπό να αθωώσει κανέναν από τους παραπάνω. Η ηθική αποδοκιμασία είναι εύλογη. Έχει όμως σκοπό να εξηγήσει, πως η βία παράγεται με πολλούς τρόπους, από ανθρώπους κακομούτσουνους και τρομακτικούς, αλλά και από ανθρώπους φρεσκοξυρισμένους και αβρούς. Αυτή η προσέγγιση έχει το πλεονέκτημα, ότι υπάρχει στη συνέχεια μια δυνατότητα επιλογής. Προκύπτουν επιλογές σημαίνουσες και βαρύνουσες, δεν είναι αγώνας επικράτησης ανάμεσα σε τέρατα και σταυροφόρους.

Ο άνθρωπος που ανακοινώνει, ότι το κλείσιμο των συνόρων είναι κοινή απόφαση και θεωρεί ασφαλή προορισμό την Τουρκία έχει αίμα στα χέρια του. Ο άνθρωπος που στηρίζει την κυβέρνηση, που κάνει πολέμους στη Μέση Ανατολή, έχει αίμα στα χέρια του. Είναι σαν τον κανίβαλο, που υποδύθηκε ο Μίκελσεν, στη σειρά Χάνιμπαλ. Εκλεπτυσμένος, κομψός, αλλά κανίβαλος. Δεν κάνουμε διαγωνισμό και δεν κοιτάμε να παραβλέψουμε τη μία βαρβαρότητα συγκρίνοντας με μια άλλη. Έχει όμως σημασία, να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε τη βία σε όλες της εκφάνσεις της, αν θέλουμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει.

Ο πρόεδρος της Γαστριμαργικής Κοινότητας του Βερολίνου μπορεί να είναι ένας ευγενής και συμπαθής κύριος. Ο Πεσόα εξηγεί, πως ήταν παράξενο, το πώς μπορούσε να διατηρεί ο καθηγητής Πρόζιτ την οργή του, πώς την ήλεγχε, με μια σταθερότητα για την οποία κανείς δεν τον είχε συγχαρεί. Αυτός ο άνθρωπος, που δεν οργίζεται, μπορεί να είναι υπαίτιος για την οργή πολλών άλλων. Και αυτό έχει σημασία να το αναγνωρίσουμε, όχι για να αθωώσουμε τη μία πλευρά, αλλά για να καταλάβουμε και για να επιλέξουμε, εκεί όπου υπάρχει περιθώριο πολιτικών επιλογών.