22 Σεπ 2012

«Ποσοτική χαλάρωση». Του Γιάννη Βαρουφάκη


Ξεκίνησε στην Ιαπωνία στην δεκαετία του 1990. Τότε, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι είχαν θεωρήσει αυτή την πρακτική πολύ περίεργη, αν όχι ξεκάθαρα καταδικαστέα. Σήμερα, Αμερική, Ευρωζώνη, Βρετανία, Βραζιλία και Κίνα την ενστερνίζονται. Και, για να κλείσει ο «κύκλος», νάτη η Ιαπωνία προχθές, να την αγκαλιάζει άλλη μια φορά...
 
 Ο λόγος για την «ποσοτική χαλάρωση», την πολιτική των Κεντρικών Τραπεζών που θα μείνει στην ιστορία με τα αρχικά QE – από το Quantitative Easing.

Τι είναι το QE; Πρωτοεμφανίστηκε ως μια στρατηγική της Κεντρικής Τράπεζας της Ιαπωνίας, κατά την διάρκεια της «χαμένης», για την χώρα, δεκαετίας του '90. Ήταν τότε, που η Ύφεση χτύπαγε την πόρτα της χώρας με μανία. Η εγχώρια ζήτηση κατέρρεε, η ανεργία για πρώτη φορά γινόταν πρόβλημα και ο πληθωρισμός εμφανιζόταν, άκουσον-άκουσον, αρνητικός (κάτι που έκανε τους καταναλωτές να καθυστερούν τις αγορές τους, ελπίζοντας ότι θα μπορούσαν να αγοράσουν «αύριο» τα ίδια πράγματα πιο φθηνά - με αποτέλεσμα, βεβαίως, το βάθεμα της Ύφεσης).

Αρχικά, η Ιαπωνική Κεντρική Τράπεζα μείωσε τα επιτόκια, ελπίζοντας ότι έτσι ο κόσμος και οι επιχειρήσεις θα δανείζονταν πιο πολύ, θα ξόδευαν σε επενδύσεις και καταναλωτικά αγαθά και, έτσι, η Ύφεση θα υποχωρούσε. Φευ, τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Κι όταν τα επιτόκια έπεσαν στο μηδέν, ξαφνικά η Κεντρική Τράπεζα «έμεινε» από εργαλεία - έπεσε σε αυτό, που πρώτος ο John Maynard Keynes είχε περιγράψει (από την αντίστοιχη υφεσιακή εμπειρία της δεκαετίας του ’30) ως «παγίδα ρευστότητας» (liquidity trap): μηδενικά επιτόκια αλλά και οικονομική δραστηριότητα που συρρικνώνεται συνέχεια.

Η Ιαπωνική παγίδα ρευστότητας οφειλόταν σε δύο λόγους: (α) η αύξηση της ισοτιμίας του γιεν (που μείωσε την ζήτηση των Ιαπωνικών εξαγωγών) και (β) η πτώση των τιμών των ακινήτων που οδήγησε σε τραπεζική κρίση, η οποία κατέστησε τις Ιαπωνικές τράπεζες σε τράπεζες-ζόμπι. 

Σε αυτή την κατάσταση, κι αφού η Ιαπωνική κυβέρνηση μάταια προσπάθησε να αναζωογονήσει την οικονομία της χώρας ρίχοντας δανεικό χρήμα στην οικονομία, η Κεντρική Τράπεζα σκέφτηκε την εξής καινοτομία, για να ξεπεράσει την παγίδα ρευστότητας: Καθώς, δεν μπορούσε να αυξήσει την ποσότητα του χρήματος μειώνοντας κι άλλο τα (ήδη μηδενικά) επιτόκια, άρχισε να αγοράζει χάρτινους τίτλους (κρατικά ομόλογα, ιδιωτικά ομόλογα, μετοχές εταιρειών, στεγαστικά δάνεια κλπ) από τράπεζες, επενδυτικά σχήματα και επιχειρήσεις. Αυτή η κίνηση ονομάστηκε τότε ποσοτική χαλάρωση, ή QE.

Τότε, ο οικονομικός τύπος στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα σκωπτικός απέναντι σε αυτή την πολιτική. Έλεγαν, πολύ σωστά, ότι αντί η Ιαπωνική κυβέρνηση να καθαρίσει τον Κόπρο του Αυγείου στο τραπεζικό σύστημα της χώρας (κάτι που δεν έκανε λόγω «πολύ καλών» σχέσεων πολιτικών και τραπεζιτών), έκοβε χρήμα η Κεντρική Τράπεζα, προσπαθώντας να κάνει ένα θαύμα, αντίστοιχο του να ξανα-επιπλεύσει ο Τιτανικός φουσκώνοντάς τον με αέρα (αλλά χωρίς να επιδιωρθώνουμε τις τρύπες στο σκαρί του).

Το πρόβλημα με τις τράπεζες-ζόμπι είναι, ότι όση ρευστότητα και να τις ταίσεις, δεν πρόκειται να δανείσουν ένα σοβαρό ποσοστό αυτών των χρημάτων στον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα το βάθεμα της Ύφεσης. Αυτό το γνώριζε η Κεντρική Τράπεζα την Ιαπωνίας. Αλλά τι επιλογή είχε (δεδομένου ότι το πολιτικό σύστημα δεν της επέτρεπε, να βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο των τραπεζών); Αν δεν τις «τάιζε», αγοράζοντας όλο και περισσότερους από τους απαξιωμένους χάρτινους τίτλους της, με όλο και μεγαλύτερους πακτωλούς δημόσιου χρήματος, θα κατέρρεαν αμέσως.

Γιατί να αγοράζει όμως μια Κεντρική Τράπεζα χάρτινους τίτλους, αντί να κόβει απλώς χρήμα;
Το σκεπτικό της ποσοτικής χαλάρωσης είναι, ότι, με αυτές τις αγορές, η Κεντρική Τράπεζα, ουσιαστικά, στέλνει ρευστότητα  στους κατόχους τους (κυρίως στις τράπεζες αλλά και σε πολλές μεγάλες εταιρείες) ελπίζοντας ότι εκείνες, με την σειρά τους, θα την εμφυσήσουν στην οικονομία υπό την μορφή νέων δανείων (οι τράπεζες) και νέων επενδύσεων (οι επιχειρήσεις). Δυστυχώς, για να πετύχει αυτό το «τρικ», οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις πρέπει να «περάσουν» την νέα ρευστότητα στην υπόλοιπη οικονομία. Μόνο τότε έχει κάποιο αντίκτυπο. Αλλιώς, αν οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις τελούν υπό καθεστώς απόλυτης απαισιοδοξίας, είναι πιθανόν να μην υπάρχει κανένα αποτέλεσμα - ούτε καν αύξηση της ποσότητας χρήματος!

Αυτό το τελευταίο αξίζει να εξηγηθεί λίγο πιο προσεκτικά: Πως γίνονται οι αγορές των χάρτινων τίτλων; Συχνά απαντούμε επιπόλαια λέγοντας: «κόβοντας χρήμα». Όχι ακριβώς. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι στις σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες το έντυπο χρήμα είναι λιγότερο από το 10% του χρήματος το οποίο κυκλοφορεί στις αγορές. Το υπόλοιπο είναι εικονικό (εμφανίζεται απλώς στους τραπεζικούς λογαριασμούς) ή ηλεκτρονικό. Άρα, για να κάνει την διαφορά η εκτύπωση νέου χρήματος πρέπει να τυπωθεί πάρα, πάρα πολύ από αυτό. Άσε που προκύπτει και τεχνικό, αλλά και νομικό, ζήτημα, για το πως θα μοιραστεί αυτό το ζεστό χάρτινο χρήμα. Για αυτό τον λόγο δεν τυπώνουν χρήμα αυτό-καθ’εαυτό, αλλά απλά αγοράζουν όλο αυτό το χαρτομάνι πιστώνοντας τον λογαριασμό των τραπεζών και των επιχειρήσεων με τα ανάλογα ποσά, ελπίζοντας ότι εκείνες, με την σειρά τους, θα δαπανήσουν ή θα δανείσουν αυτά τα ποσά. Μόνο τότε θα αυξηθεί πραγματικά η ποσότητα του χρήματος από την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης.

Το 2008, μια άλλη τραπεζική κρίση ξέσπασε, αυτή την φορά στην Δύση με τα ίδια και χειρότερα αποτελέσματα: ένα τραπεζικό σύστημα, που πτώχευσε ολόκληρο, το οποίο αρχικά προσπάθησαν να σώσουν οι κυβερνήσεις με χρήματα των φορολογούμενων, κάτι που, όμως, απλά τις μετέτρεψε σε νεκροζώντανες τράπεζες-ζόμπι. Για αυτό τον λόγο, από το 2009 η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ και της Βρετανίας, εκεί, δηλαδή, που το τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε πρώτα, άρχισαν να τυπώνουν και να αγοράζουν χάρτινους τίτλους των τραπεζών με αμύθητα ποσά. Ήλπιζαν, ότι σε δύο χρόνια το πρόβλημα θα είχε αντιμετωπιστεί. Φρούδες οι ελπίδες.

Το γεγονός ότι: (α) κανείς πολιτικός δεν τόλμησε να βάλει στο νυστέρι στο απόστημα των τραπεζών
(όπως και στην Ιαπωνία δεκαπέντε χρόνια πριν), και (β) οι αντίστοιχες κυβερνήσεις, για λόγους πολιτικούς, προτίμησαν να σφίξουν το ζωνάρι γαι τους ασθενέστερους πολίτες, που δεν είχαν φταίξει σε τίποτα (η γνωστή μας λιτότητα, οι περικοπές κλπ), έκανε την Ύφεση να σιγοβράζει, έως ότου η τραπεζική κρίση ξανασήκωσε κεφάλι. Έτσι, πριν μερικές ημέρες, οι κκ. Ben Bernanke και Mervyn King (οι Πρόεδροι των Κεντρικών Τραπεζών ΗΠΑ και Βρετανίας) ανακοίνωσαν, ότι οι «πρέσες» ηλεκτρονικού χρήματος θα επιταχύνουν κι άλλο, ώστε να αγοράζονται  όλο και πιο πολλοί χάρτινοι τίτλοι, με δημόσιο χρήμα(περί τα 50 δις την εβδομάδα μεταξύ των δύο αυτών Κεντρικών Τραπζων), από τις τράπεζες-ζόμπι.

Την ίδια στιγμή, για διαφορετικούς άλλα όχι άσχετους λόγους (καθώς η Κρίση του Ευρώ ναι μεν έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που σχετίζονται με την απαράδεκτη αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, κι αυτή ξεκίνησε με την διεθνή κατάρρευση των Δυτικών τραπεζών), η ΕΚΤ με την σειρά της ανακοίνωνε την δική της ποσοτική χαλάρωση: αγορές ομολόγων της Ιταλίας και Ισπανίας με «δημιουργημένο» χρήμα. Κάποιοι στην Ιαπωνική Κεντρική Τράπεζα, όταν κάνουν έναν διάλειμμα από το να τραβάνε τα μαλλιά τους, θα χαμογελούν, βλέποντας τους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους, που τους διακωμωδούσαν, τότε που η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου ανακάλυπτε το QE, να τους αντιγράφουν ξεδιάντροπα.

Αυτές τις ημέρες, βασικά στις ΗΠΑ και στην Γερμανία, «φονταμενταλιστές οικονομολόγοι» πρεσβεύουν, ότι η ποσοτική χαλάρωση των Κεντρικών Τραπεζών θα φέρει την συντέλεια του κόσμου, την απαξίωση του χρήματος, τον υπερ-πληθωρισμό, την χαλάρωση των ηθών, την επικράτηση του Μεφιστοφελή (δεν υπερβάλω: κάτι τέτοιο είπε ο Πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας, θυμίζοντας ότι στον Faust ο Μεφιστεφελής είχε πείσει τον Αυτοκράτορα της Ρώμης να κάνει κάτι αντίστοιχο του QE). Πρόκειται, βεβαίως, για ανοησία ολκής. Σε μια διεθνή υφεσιακή οικονομία, ο πληθωρισμός δεν είναι, και δεν μπορεί να γίνει, πρόβλημα.

Όπως εξήγησα πιο πάνω, οι Κεντρικές Τράπεζες βρίσκουν μπροστά τους μια απίστευτη απαισιοδοξία τραπεζιτών και επιχειρηματιών, με αποτέλεσμα να μην μπορούν καν να αυξήσουν την ποσότητα του χρήματος. Μακάρι να μπορούσαν να εμφυσήσουν έναν πληθωρισμό της τάξης του 5% στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, καθώς κάτι τέτοιο θα βοηθούσε να «ξεφουσκώσουν» κάποια από τα χρέη κάποιων και να δημιουργηθεί μια εγρήγορση στην αγορά, καθώς οι καταναλωτές θα έσπευδαν να αγοράσουν αγαθά, ιδίως διαρκείας, σήμερα - πριν ακριβήνουν. (Δεν μιλάμε, βέβαια, για την Ελλάδα, η οποία ζει την δική της, εντελώς διαφορετική τραγωδία, αλλά για χώρες που διατηρούν τις δικές τους Κεντρικές Τράπεζες ή και την Ευρωζώνη συνολικά.)

Αν δεν με πιστεύετε, ότι είναι δυνατόν η Κεντρική Τράπεζα να δημιουργεί δισεκατομμύρια νέου ηλεκτρονικού χρήματος κάθε εβδομάδα για χρόνια, χωρίς να αυξάνεται ο πληθωρισμός, δεν έχετε παρά να δείτε τι συμβαίνει στην Ιαπωνία από το 1990

Όχι, το πρόβλημα με το QE βρίσκεται αλλού και όχι στον πληθωρισμό. Το πρόβλημα είναι, ότι αυτή η πολιτική δεν βοηθά να υπερβούμε, ως παγκόσμια οικονομία, την Κρίση. Αν δεν εφαρμοζόταν σήμερα το QE από τις Κεντρικές Τράπεζες Ευρώπης και Αμερικής, η διεθνής οικονομία θα έμοιαζε με την οικονομία της χώρας μας. Για αυτό δεν έχω καμία αμφιβολία. Όμως, η εφαρμογή του QE δεν βοηθά να αντιμετωπιστεί το Τέρας της Διεθνούς Υφεσιακής Δυναμικής. Αντίθετα, δημιουργούνται νέα προβλήματα που, αν και σχετικά ανεπαίσθητα,  δυσχεραίνουν την επίλυση της Κρίσης κάθε μέρα που περνάει.

Ας δούμε ένα παράδειγμα: Μετά τις ανακοινώσεις στο Λονδίνο, στην Φραγκφούρτη και στην Washington για νέες πολιτικές QE, είχαμε τις πρώτες αντιδράσεις από το Πεκίνο, το Τόκυο και την Βραζιλία. Οι χώρες αυτές πανικοβάλλονται, όταν ακούν για νέα μέτρα QE στην Δύση. Ο λόγος είναι, ότι, όταν μια αμερικανική επιχείρηση ή μια ευρωπαϊκή τράπεζα αποκτά μεγαλύτερη ρευστότητα, ελέω QE της Κεντρικής της Τράπεζας, δεν έχει καμία όρεξη να τα επενδύσει (αντίθετα με τις προσδοκίες και ευχές του Κεντρικού Τραπεζίτη) εντός της χώρας της.

Γιατί; Επειδή γνωρίζει, ότι η λιτότητα που εφαρμόζεται παράλληλα από την κυβέρνηση, ως «αντίβαρο» του QE, εγγυάται χαμηλή εγχώρια ζήτηση και κερδοφορία. Τι κάνει λοιπόν; Επενδύει στην Κίνα, στην Ιαπωνία, στην Βραζιλία. Όμως, αυτό αυξάνει την εισροή κεφαλαίων σε αυτές τις χώρες ωθώντας την αξία του νομίσματός τους προς τα πάνω, καθιστώντας τις εξαγωγές τους λιγότερο ανταγωνιστικές και, το χειρότερο, δημιουργόντας φούσκες στις αγορές ακινήτων τους (οι οποίες, όταν σκάσουν, είναι ικανές να καταστρέψουν μια οικονομία – π.χ. Ισπανία και Ιρλανδία). Κάπως έτσι ξεσπά ένας κεκαλυμμένος πόλεμος ισοτιμιών καθώς, όπως συνένη αυτή την βδομάδα, ενστερνίζονται την πολιτική QE και οι Κεντρικές Τράπεζες της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Βραζιλίας (με στόχο την συγκράτηση της αξιάς των νομισμάτων τους).

Το αποτέλεσμα είναι ένα τσουνάμι QE, σε πλανητικό επίπεδο, που τρέφει τις τράπεζες-ζόμπι της υφηλίου, δημιουργεί τάσεις δημιουργίας νέων φουσκών, στις τιμές εκείνων που θα έπρεπε να πέσουν και όχι να ακριβήνουν (π.χ. τις τιμές των ακινήτων), την ώρα που τα αγαθά των οποίων η τιμή θα έπρεπε να μειωθεί (π.χ. των τροφίμων) αυξάνονται.

Περιληπτικά, τα δύο αυτά λατινικά αρχικά, QE, αντικατοπτρίζουν την διαιώνιση της χειρότερης Κρίσης από τον Μεσοπόλεμο. Σημαίνουν, ότι τα πράγματα χειροτερεύουν, ενώ η πολιτική εξουσία εξακολουθεί να μην είναι διατεθειμένη να αντιμετωπίσει την ανάγκη καθαρισμού του Τραπεζικού Κόπρου, που συσσωρεύτηκε από το 1971 μέχρι το 2008 παγκοσμίως.

Αποτελούν την «άλλη όψη» της λιτότητας, την οποία οι Κεντρικοί Τραπεζίτες αποδέχονται και, όπως στην περίπτωση του κ. Draghi, σιγοντάρουν ως αντάλλαγμα της ανοχής των ελίτ απέναντι σε μια πρωτόγνωρη πολιτική νομισματικής χαλαρότητας. 

Σε τελική ανάλυση, η «ποσοτική χαλάρωση» που εφαρμόζουν, συντηρεί την σήψη του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος καθυστερώντας την «ποιοτική σύσφιξη» που χρειάζεται επειγόντως η οικουμένη.

ΠΗΓΗ: Protagon.gr