8 Μαρ 2012

Γιατί εγκαταλείφθηκε ο Κέυνς;


Του Λευτέρη Τσουλφίδη
Τη δεκαετία του 1960 οι οικονομίες χαρακτηρίζονταν «μεικτές» διότι συνδύαζαν τον κρατικό σχεδιασμό με τη λειτουργία της αγοράς. 
Έναν συνδυασμό που συνέβαλε αποφασιστικά στους υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης...
ενώ η ανεργία αν και ιδιαίτερα πολύ χαμηλή εντούτοις οι κυβερνήσεις φιλοδοξούσαν ακόμη και να τη μηδενίσουν. 
Την περίοδο αυτή κυριαρχούσαν οι κεϋνσιανές ιδέες σε τέτοιο βαθμό, ώστε και ο ίδιος ο Milton Friedman, ο «πατέρας» του νεοφιλελευθερισμού, δήλωνε στο περιοδικό Time τον Δεκέμβριο του 1969 ότι σήμερα «όλοι είμαστε κεϋνσιανοί», μια δήλωση που αργότερα παρότι ανασκεύασε εντούτοις δεν έπαυσε να αντανακλά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής.


Του Λευτέρη Τσουλφίδη
Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας


Το ερώτημα που τίθεται είναι, τι συνέβη και ο Κέυνς μαζί με την οικονομική του φιλοσοφία περιθωριοποιήθηκαν τις πρόσφατες δεκαετίες; 
Πώς διδάσκοντες και διδασκόμενοι της οικονομικής θεωρίας ασπάστηκαν τόσο εμφανώς λαθεμένα δόγματα, όπως π.χ. αυτά των ορθολογικών προσδοκιών, σύμφωνα με το οποίο οι άνθρωποι συμπεριφέρονται όπως δείχνουν τα μοντέλα των οικονομολόγων, ότι οι αγορές πάντα εξισορροπούν και τα αποτελέσματά τους είναι άριστα και επιθυμητά από το κοινωνικό σύνολο, ότι η ανεργία είναι εκούσια, απλά οι άνεργοι δεν είναι ικανοποιημένοι από τον τρέχοντα μισθό και ότι αν δεν βρουν κάτι καλύτερο προτιμούν να «αποθηκεύσουν», κατά κάποιο τρόπο, τις «υπηρεσίες εργασίας» για μελλοντικά καλύτερες εποχές. 

Το κράτος, που τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες θεωρήθηκε ως κατεξοχήν συντελεστής των υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και της χαμηλής ανεργίας, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι πολύ πρόσφατα θεωρήθηκε υπεύθυνο για τη στασιμότητα και τον πληθωρισμό των δεκαετιών του 1970 και 1980. Μάλιστα τη δεκαετία του 1990 οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι οι απόψεις τους δικαιώθηκαν και ότι οι τεχνολογίες πληροφορικής συνέβαλαν στη δημιουργία της «νέας οικονομίας», της «dot.com οικονομίας», που δεν υποφέρει από τις ασθένειες των παλιών οικονομιών. 
Το 1997 μάλιστα ο τότε Πρωθυπουργός της Αγγλίας Gordon Brown υποστήριξε, ότι δήθεν δεν υπάρχουν πλέον οικονομικές κρίσεις (έκτοτε οι απόψεις του έχουν αλλάξει πολύ). 
Στο ξέσπασμα της κρίσης το 2007/8 αρχικά υποστήριξαν, ότι επρόκειτο για ένα μεμονωμένο επεισόδιο στις ΗΠΑ που δημιούργησε άσχημη ψυχολογία φόβου και αυτή επηρέασε αρνητικά το κοινό που κατανάλωνε και επένδυε λιγότερο, και αυτό που χρειαζόταν ήταν να αποκατασταθεί η καλή ψυχολογία. Την άποψη αυτή την υποστήριξε, εξ όσων γνωρίζουμε, πρώτος ο νομπελίστας οικονομολόγος Edward Prescott και σήμερα ενστερνίζεται μεγάλο μέρος του ρεπουμπλικανικού κόμματος. 
Καθώς η κρίση βαθαίνει και φέρει ομοιότητες με αυτήν του 1930 αρκετοί είναι οι οικονομολόγοι που επανατοποθετούνται, όπως π.χ. ο μαθητής και συνεχιστής των ιδεών του Friedman νομπελίστας οικονομολόγος Robert Lucas, που το περιοδικό Time του Ιανουαρίου 2009 αποδίδει σε αυτόν τη δήλωση «ότι στα χαρακώματα της μάχης όλοι είμαστε κεϋνσιανοί».


Το βιβλίο του Robert Skidelsky έρχεται την κατάλληλη στιγμή, γιατί αφενός αποκαλύπτει το λάθος στις ιδέες των οικονομολόγων των πρόσφατων δεκαετιών που αποδίδουν ιδιότητες στην αγορά να βρίσκει λύσεις στα προβλήματα χωρίς την κρατική παρέμβαση και ότι τα σημερινά προβλήματα των οικονομιών προκύπτουν από το σπάταλο κράτος και τις παρεμβάσεις του. 
Σήμερα, έχει γίνει πλέον αντιληπτό, ότι υπάρχουν εγγενείς τάσεις στο σύστημα να παράγει ανισορροπία και ότι αν αφεθεί στους δικούς του μηχανισμούς παράγει ανεργία και αυτοκαταστροφή.  
Αυτά όλα είχαν εντοπισθεί από τον Κέυνς, ο οποίος πρέσβευε: ότι το σύστημα από μόνο του δεν μπορεί να παράξει τόσο προϊόν όσο χρειάζεται ώστε να επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση της εργασίας (σήμερα το λέμε μέγιστη δυνατή απασχόλησης) και ότι η ενεργός ζήτηση (δηλαδή οι δαπάνες) είναι αυτές που προσδιορίζουν το παραγόμενο προϊόν και άρα την απασχόληση. Συνεπώς, το κράτος και η παρέμβασή του είναι αναγκαία προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη αλλά και την κοινωνική συνοχή. 
Ταυτόχρονα, ο Skidelsky επισημαίνει, ότι η κρατική παρέμβαση δεν συνεπάγεται και κατ’ ανάγκη μεγαλύτερο κράτος και μεγαλύτερα ελλείμματα που συνήθως προσάπτουν στον Κέυνς. Αντίθετα, το κράτος παίζει ρόλο συμπληρωματικό στην οικονομία της αγοράς και ότι τα ελλείμματα μπορούν και θα πρέπει να είναι υψηλά σε περιόδους ύφεσης, τότε που η οικονομία χρειάζεται την επιπλέον ζήτηση και σε περίοδο άνθησης ο κρατικός προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι πλεονασματικός, ούτως ώστε να μετριάσει τις ακρότητες του οικονομικού κύκλου και να οδηγεί την οικονομία σε μια σταθερά ανοδική πορεία. 
Οι ιδέες του Κέυνς σήμερα είναι επίκαιρες, όσον αφορά τη αρχιτεκτονική του διεθνούς νομισματικού συστήματος που χρειάζεται να σχεδιαστεί εκ νέου, δεδομένου ότι το δολάριο έχει απολέσει προ πολλού την αρχική του αίγλη, όπως και οι ΗΠΑ έπαυσαν να είναι την αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη.


Ο Skidelsky στο βιβλίο του αφενός παρουσιάζει τις ιδέες του Κέυνς με έναν τρόπο φιλικό για τον μη εξειδικευμένο αναγνώστη που θέλει να μάθει για τον Κέυνς και τον κεϋνσιανισμό, αφετέρου βάσει αυτής της θεωρίας να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια της σημερινής κρίσης ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης επέκτασης του χρηματοπιστωτικού τομέα τόσο στο εθνικό όσο και στο διεθνές επίπεδο. Η θεωρία του Κέυνς, διατείνεται ο Skidelsky θα συμβάλει αφενός στην χαλιναγώγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και αφετέρου στη διαμόρφωση της νέας αρχιτεκτονικής του διεθνούς νομισματικού συστήματος.

*Το κείμενο αποτελεί την εισαγωγή του καθηγητή Τσουλφίδη στο βιβλίο του Skidelsky με τίτλο: Keynes, Επιστροφή στη Διδασκαλία του.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr