Του Κώστα Βεργόπουλου
Με την κρίση δημόσιου χρέους, η ευρωζώνη έστησε παγίδα στην οποία αυτοαιχμαλωτίστηκε ως προνομιακό θύμα της.
Στη μεταπολεμική περίοδο, τα δημόσια χρέη υπήρχαν, αλλά υπέκειντο σε διατραπεζικούς και...
διακρατικούς «διακανονισμούς», περνούσαν απαρατήρητα και ουδείς απασχολούνταν με αυτά.
Ποιος θυμάται, έστω και εκ των υστέρων, το συστηματικό «διακανονιστικό» δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου στο Λονδίνο τις προηγούμενες δεκαετίες;
Τα πράγματα άλλαξαν από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), η οποία απαγόρευσε στα κράτη το εκδοτικό προνόμιο, τα παρέδωσε στις αγορές και έθεσε ανώτατο όριο δανεισμού, πέραν του οποίου νομιμοποιήθηκε η αξιολόγηση της δανειοληπτικής ικανότητος κρατών από τους ιδιώτες.
Οι εθνικές κυριαρχίες στη διαχείριση είτε του νομίσματος, είτε του δημόσιου προϋπολογισμού δεν αντικαταστάθηκαν από καμία ευρωπαϊκή κυριαρχία. Το εθνικό εκδοτικό προνόμιο δεν αντικαταστάθηκε από αντίστοιχο ευρωπαϊκό, αλλά ούτε και η ελλειμματική χρηματοδότηση των εθνικών οικονομιών αντικαταστάθηκε από κάποιον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό ή κάποιο ισοδύναμο ευρωπαϊκό ταμείο.
Τελική κατάληξη αυτής της πορείας, με ευρωπαϊκή πάντα επιλογή, ήταν το σημερινό αδιέξοδο, το οποίο η Ευρώπη δεν έπαψε να προετοιμάζει με ζήλο νεόφυτου την τελευταία 20ετία.
Ο νεοφιλελεύθερος και στείρος δογματισμός της καταδεικνύεται στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει σήμερα τα δημόσια χρέη των κρατών-μελών της.
Αυτά τα χρέη δεν είναι τίποτε άλλο, παρά πιστώσεις που έχουν χορηγηθεί από γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Εάν οι τελευταίες έχουν χορηγήσει «επισφαλείς» πιστώσεις προς ιδιώτες, τότε αξιώνεται επιτακτικά από τα κράτη να «διασώσουν» τις πιστώτριες τράπεζες, έστω και αν οι ιδιώτες οφειλέτες παραμένουν σε αδυναμία αποπληρωμής.
Αυτό συνέβη στην Ιρλανδία: το Δημόσιο ανέλαβε, με χρήμα πάντως των φορολογουμένων, τις «επισφαλείς» πιστώσεις των ιρλανδικών τραπεζών, που υπερέβαιναν το 1.200% του ιρλανδικού ΑΕΠ. Ωστόσο, εάν οι «επισφαλείς» πιστώσεις έχουν χορηγηθεί προς κράτη, τότε οι πιστώτριες τράπεζες δεν «διασώζονται» μονομερώς, αλλά το κύριο βάρος της σταθεροποίησης επιρρίπτεται στην οφειλέτρια χώρα και συνεπώς στους φορολογουμένους της.
Με άλλα λόγια, οι «επισφαλείς» πιστώσεις, ενώ συγχωρούνται, όταν χορηγούνται προς ιδιωτικούς τομείς, παραμένουν ασυγχώρητες όταν χορηγούνται προς Δημόσια, έστω και αυτά των χωρών-μελών της ευρωζώνης. Ωστόσο, εάν το βάρος της αδυναμίας πληρωμών επιρρίπτεται στον ήδη αδύναμο οφειλέτη -και μάλιστα εργαζόμενο και φορολογούμενο-, πόσο άραγε ρεαλιστική είναι η προσδοκία σταθεροποίησης στις διεθνείς πληρωμές;
Υπ' αυτούς τους όρους, ποιος άραγε υπονομεύει περισσότερο την αξιοπιστία του ευρώ και της ευρωζώνης;
Οι χώρες, που φτάνουν σε αδυναμία πληρωμών, ή μήπως το ευρωπαϊκό σύστημα, που μέχρι σήμερα αδυνατεί να διατυπώσει αξιόπιστη μέθοδο διαχείρισης του προβλήματος που το ίδιο έχει δημιουργήσει;
Οι ΗΠΑ δεν έχουν απεμπολήσει ούτε το εκδοτικό προνόμιο ούτε το δημοσιονομικό εργαλείο. Ούτε φυσικά η Βρετανία. Ακόμη λιγότερο η Ιαπωνία, η οποία δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα αξιοπιστίας στις αγορές χρήματος, παρ' όλο που το δημόσιο χρέος της ανέρχεται σε 220% του ΑΕΠ.
Στην πρόσφατη έκθεσή του, το ΔΝΤ διατυπώνει σοβαρές επιφυλάξεις για το άμεσο μέλλον της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας.
Με σύνθημα «πρώτα εξυγίανση, έπειτα ανάκαμψη», που προωθούν στον πλανήτη οι πιστώτριες δυνάμεις (Γερμανία, Κίνα, Ελβετία), προωθούνται παντού, ως δήθεν «μονόδρομος», προγράμματα περικοπών δαπανών που επιτείνουν την ύφεση και συνεπώς διογκώνουν τα χρέη σε σχέση με τα διαθέσιμα εισοδήματα, αντί να τα ελαφρύνουν.
Πρόσφατο θύμα της προδιαγεγραμμένης πορείας προς το αδιέξοδο είναι η Ιταλία. Με τις τελευταίες περικοπές 85 δισ., που η ευρωζώνη επέβαλε, η γειτονική χώρα εγκαθίσταται σε υφεσιακή δυναμική, ώστε να κλονίζεται η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους της.
Παρόμοια είναι η κατάσταση στη χώρα μας.
Οσο περισσότερο σφίγγει το πρόγραμμα λιτότητος, καθοδηγούμενο από τους δανειστές, τόσο περισσότερο ασφυκτιά η ελληνική οικονομία και, συνεπώς, τόσο λιγότερες εισπράξεις αποφέρουν τα μέτρα που επιτακτικά επιβάλλουν οι πιστωτές.
Το έλλειμμα προοπτικής οξύνει την αναξιοπιστία στις αγορές, όχι μόνον της οφειλέτριας χώρας, αλλά και ολόκληρου του συστήματος στο οποίο αυτή βρίσκεται ενταγμένη.
Το πιο αξιοθρήνητο για το ευρωπαϊκό σύστημα είναι, ότι πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες ανησυχούν για πιστώσεις που έχουν ήδη χορηγήσει, είναι οι ίδιες που κερδοσκοπούν με την ιδέα ότι αυτές δεν θα τιμηθούν, λόγω της υφεσιακής επίπτωσης των μέτρων που οι ίδιες επιβάλλουν στις οφειλέτριες χώρες.
Κι όμως, τα εντός ευρωζώνης δημόσια χρέη, αντί να κλονίζουν την εταιρική σχέση, θα έπρεπε να την εμπεδώνουν. Χωρίς κοινότητα δημόσιων χρεών, δεν υπάρχει ούτε δυνατότητα για ιδιωτικά οφέλη.
ΠΗΓΗ: enet.gr