Σας μεταφέρω τους χαιρετισμούς του Περιφερειάρχη Πελοποννήσου κ. Π. Τατούλη ο οποίος γνωρίζει άριστα και από πρώτο χέρι από τη θητεία του στην ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, τις κοπιώδεις προσπάθειες και τις δαπάνες που έχετε μέχρι σήμερα καταβάλει για την ίδρυση, τη συγκρότηση.. τη λειτουργία και την ανάπτυξη του Μουσείου.
Συγχρόνως στο Πλαίσιο της Ολοκληρωμένης Περιφερειακής Πολιτικής για τον Πολιτισμό και τον Τουρισμό που σχεδιάζουμε, τα Μουσεία, οι Αρχαιολογικοί Χώροι, τα Μνημεία, οι Βιβλιοθήκες και τα Φυσικά Μνημεία αλλά και οι Δικτυώσεις μεταξύ τους και οι συνέργειες με άλλες δράσεις αποτελούν τον πρώτο άξονα προτεραιότητας του νέου μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης το οποίο σχεδιάζουμε.
Πρέπει επίσης να επιβραβεύσουμε το Ελληνικό Τμήμα του ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΟΥΣΕΙΩΝ (ICOM= International Council of Museums) στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το Διεθνές Συμβούλιο για την πρωτοβουλία που ξεκίνησαν από το 1997 και συνεχίζουν με επιτυχία να ασκούν μέχρι σήμερα, για την παγκόσμια καθιέρωση της 18ης Μαΐου ως ημέρας εορτασμού του των Μουσείων. Μια ημέρα που σημειολογικά μας θυμίζει το σκοπό της Επιστήμης της Μουσειολογίας και της τεχνικής έκφανσης αυτής της Μουσειογραφίας, δηλαδή της Επιστήμης των Μουσείων, που υπηρετεί το ιδεώδες της Κοινωνικής Ανάπτυξης σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο αναφοράς.
Δεν πρέπει, βέβαια, να παραλείψουμε την υψιπετή κοινωφελή και καινοτόμο πρωτοβουλία, τον οραματισμό, τον κόπο και το μόχθο, τις δαπάνες, την αγωνία, το άγχος και τις θυσίες που έκανε η δωρήτρια του Μουσείου αείμνηστη Αλκμήνη Γαρταγάνη-Πετροπούλου για να εγκαταστήσει και να λειτουργήσει το Λαογραφικό Μουσείο Κορίνθου. Κοντά στη δωρήτρια συγχαρητήρια αξίζουν και σε όλους όσοι συνέβαλαν στην υλοποίηση του έργου. Στο Δήμο Κορινθίων και στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κορινθίας που συμπαραστάθηκαν σε όλες τις φάσεις ανέγερσης του κτιρίου, το οποίο χτίστηκε σε σχέδια του ακαδημαϊκού Σόλωνος Κυδωνιάτη και μελέτες του μηχανικού Αρ. Παπαθάνου και του Μηχανολόγου Ιωάννη Γαρταγάνη. Να τονίσουμε την αρωγή του Υπουργείου Πολιτισμού για το οικόπεδο ανέγερσης του κτιρίου που παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο. Μαζί με αυτούς στην πλειάδα των ειδικών που συνεργάστηκαν για την πραγμάτωση του Μουσείου καθώς και τα ομόλογα Ιδρύματα που στήριξαν το έργο της τεκμηρίωσης των συλλογών και του σχεδιασμού της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου, όπως το κέντρο Έρευνας Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, τα Μουσεία Εθνικό Ιστορικό, Μπενάκη, Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και του υπηρετούντες σήμερα στο Μουσείο, ο οποίοι παρά τις αντίξοες συνθήκες, αγωνίζονται ποικιλοτρόπως και το στηρίζουν.
Ίσως να παραβιάζω ανοικτές θύρες αν επαναλάβω την επιχειρηματολογία για την αξία που έχει το Μουσείο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και όχι μόνο στενά γι αυτή. Η αξία αποκτά διευρυμένες διαστάσεις που επηρεάζουν το περιφερειακό γίγνεσθαι και γενικότερα την πατρίδα μας στο πλαίσιο των Δικτύων των Μουσείων (όλων των μορφών και των τύπων, όλων των κατηγοριών, όλων των θεματικών και γνωστικών αντικειμένων που διαχειρίζονται, είτε ως ιδιωτικά είτε ως δημόσια), αφού τα Μουσεία διαδραματίζουν τεράστιο κοινωνικό, πολιτισμικό και εκπαιδευτικό ρόλο με σημαντικές οικονομικές εκφάνσεις (αν τα προσεγγίσει κανείς επιπροσθέτως και από τη γωνία θέασης του εσωτερικού και του εξωτερικού τουρισμού), παράλληλα με τη συμβολή που έχουν για την οικοδόμηση της φυσιογνωμίας του τόπου και της ανάδειξης του πολιτιστικού αποθέματος της περιοχής.
Η άποψη μας για τα Μουσεία είναι ότι: Συνιστούν θεσμούς που πρέπει να είναι ανοικτοί στην κοινωνία και εξωστρεφείς έτσι, ώστε να διαδραματίσουν τον επιστημονικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό, πολιτισμικό και οικονομικό τους ρόλο ως μοχλοί μιας ισόρροπης, βιώσιμης, αειφόρου και διαρκούς ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΗΣ τοπικής και περιφερειακής ανάπτυξης. Με άλλα λόγια να συμβάλλουν στην ενίσχυση και στην ανάπτυξη του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου.
Στο πλαίσιο αυτής της ανθρωποκεντρικής αντίληψης, το σύγχρονο μουσείο συνειδητοποιεί τον κοινωνικό ρόλο του και διευρύνει το πεδίο δράσης του σε τομείς πέραν της συλλογής, προστασίας, μελέτης και έκθεσης της υλικής και άυλης πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς. Εξελίσσεται σε εναλλακτικό περιβάλλον δια βίου μάθησης και ψυχαγωγίας και δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με την κοινότητα στην οποία ανήκει, ανταποκρινόμενο στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές ανάγκες της.
Πέραν από την κλασική επιστημονική Μουσειολογική Διαχείριση, αξιοποίηση, συντήρηση και επέκταση του αποθέματος (συλλογές) που διαθέτουν, θα πρέπει να στοχεύσουν στο κοινό ειδικά αυτή την περίοδο που οι στατιστικές του 2010 αποκαλύπτουν μείωση της επισκεψιμότητας στα Μουσεία (Μείωση κατά 29.3% παρουσίασε η επισκεψιμότητα των ελληνικών μουσείων τον Ιανουάριο του 2010, ενώ κατά 31.3% μειώθηκαν οι εισπράξεις τους).
Είναι λοιπόν, τελείως απαραίτητη η έξοδος της σύγχρονης ελληνικής τέχνης από τα εθνικά σύνορα και τον απομονωτισμό, προσδίδοντας της μια διεθνή προοπτική. Στο πλαίσιο αυτό, το μουσείο αναδεικνύει εντός και εκτός των «τειχών», με ανοιχτό πνεύμα.
Είναι ακόμα απαραίτητη η συνεργασία με Μουσεία και άλλους πολιτιστικούς φορείς. Στο πλαίσιο της επικοινωνιακής πολιτικής του μουσείου προβλέπονται, ενθαρρύνονται και εφαρμόζονται πολύπλευρες συνεργασίες με άλλα μουσεία, πολιτιστικούς, καλλιτεχνικούς και εκπαιδευτικούς φορείς, πρεσβείες κ.ά., σε ότι αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, παροχή τεχνογνωσίας, αμοιβαίους δανεισμούς έργων τέχνης, συμπαραγωγές εκθέσεων και προγραμμάτων, συμμετοχές σε σεμινάρια, προβολή και προώθηση της ελληνικής τέχνης.
Τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ιδιαίτερη κινητικότητα μεταξύ των Βιβλιοθηκών, Αρχείων και Μουσείων, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο για τη δημιουργία κοινών δράσεων και υπηρεσιών, οι οποίες θα συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών. Να μια ενέργεια που μπορεί να είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη για το Μουσείο και την Τοπική Κοινωνία.
Η σύνδεση του Μουσείου με την πόλη της Κορίνθου και τους πολίτες είναι τελείως απαραίτητη. Η ένταξη του στα κοινωνικά δρώμενα είναι επίσης αναγκαία. Το υλικό του Μουσείου είναι τεκμήρια και μαρτυρίες του χαρακτήρα της πόλεως μας, από της ιδρύσεως της και λίγο νωρίτερα. Από τον 19ο αιώνα ως ενδιάμεσος σταθμός και αναπόσπαστο κομμάτι της συνέχειας της πόλεως.
Η θέση του Μουσείου στο παράλιο τμήμα της πόλεως προσφέρει πολλές και μεγάλες δυνατότητες. Μαζί με άλλους πόλους - κόμβους δύναται να αποτελέσει ένα δίκτυο συνεργειών και δράσεων. Το Λιμάνι, το Πανεπιστήμιο, η Στρατιωτική Λέσχη, το Μουσείο, η Σιδηροδρομική Γραμμή. Έτσι κάθε δράση δύναται να επεκτείνεται κα να εμπλουτίζεται με νέες αντιλήψεις διαδραστικού χαρακτήρα.
Οι νέες τεχνολογίες, της πληροφορικής με τις δυνατότητες που προσφέρουν (ψηφιοποίηση συλλογών, διαδραστικές ψηφιακές ηλεκτρονικές εφαρμογές, δυναμικές ιστοσελίδες, επιστημονικές εκδόσεις, πολιτιστικές δραστηριότητες και πλήθος άλλες), ανοίγουν νέους δρόμους προοπτικής για το Λαογραφικό Μουσείο της πόλεως μας. Το ζητούμενο είναι η αξιοποίηση του και η οικονομική του αυτάρκεια. Το Μουσείο χρειάζεται τη συμμετοχή των πολιτών, των φορέων και των εργαζομένων. Μόνο έτσι θα αντέξει και θα προχωρήσει στο μεγάλο και διαρκές έργο του.