18 Δεκ 2010

Πώς φτάσαμε στη σημερινή κρίση


Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90, οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούσαν ότι οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία) μπορεί να ήθελαν να συμμετάσχουν στην νομισματική ένωση (ευρωζώνη) αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να εκπληρώσουν τα κριτήρια της ονομαστικής σύγκλισης (πληθωρισμός, δημοσιονομικό έλλειμμα, χρέος) που επέβαλε η Συνθήκη Μάαστριχτ.
Οταν οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες....
 
της Ε.Ε. κατάφεραν, περισσότερο με πολιτικά κριτήρια, να γίνουν μέλη της νομισματικής ένωσης (ευρωζώνη), ενώ έπρεπε να συνεχίσουν την προσπάθεια τήρησης των κριτηρίων ονοματικής σύγκλισης, χαλάρωσαν την προσπάθεια και ξέφυγαν από τους περιορισμούς, παρά το γεγονός ότι είχαν υπογράψει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που επέβαλλε το δημοσιονομικό έλλειμμα να μην ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ.

Οι περιορισμοί αυτοί είχαν τεθεί, προφανώς, για να μην χρειασθούν οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, να ζητήσουν από τις αναπτυγμένες μεταφορά δημοσιονομικών πόρων στο πλαίσιο μιας κοινής δημοσιονομικής πολιτικής, που όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά με ρητή διάταξη στη Συνθήκη του Μάαστριχτ απαγορευόταν οποιαδήποτε χρηματοδοτική συνδρομή.

Η δημοσιονομική εκτροπή μαζί με τη χαλαρή εισοδηματική πολιτική χωρίς στενή σύνδεση με την παραγωγικότητα, στις προαναφερόμενες χώρες και ιδίως στην Ελλάδα, οδήγησαν σε σταθερά υψηλότερο πληθωρισμό από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και, συνεπώς, σε συστηματική υποχώρηση της ανταγωνιστικότητάς τους έναντι των αναπτυγμένων χωρών.

Το αποτέλεσμα ήταν οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες να συσσωρεύουν εξωτερικά ελλείμματα αυξάνοντας τις εισαγωγές τους, ενώ το αντίθετο συνέβη με τις αναπτυγμένες.

Η σταθερά αυξανόμενη, κυρίως, καταναλωτική ζήτηση για εισαγωγές των πρώτων, υποβοηθούμενη και από τα χαμηλά επιτόκια, έτρεφε τις εξαγωγές των δεύτερων χωρίς τη δυνατότητα της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, όπως γινόταν στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις.

Η κατάσταση αυτή ουσιαστικά εξυπηρετούσε τις αναπτυγμένες χώρες (Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, κ.ά.) εις βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων, οι οποίες συνέχιζαν να συσσωρεύουν εξωτερικά ελλείμματα υποβοηθούμενες και από την έλλειψη συναλλαγματικού περιορισμού χάρις στο κοινό νόμισμα.

Το μέγεθος του προβλήματος δεν γινόταν εύκολα αντιληπτό, γιατί η αυξημένη ζήτηση στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες συντηρούσε μια σημαντική ετήσια αύξηση του Α.Ε.Π. και εξασφάλιζε μια γενικευμένη ευημερία, χωρίς να «ανησυχεί» κανείς, παρά τη συνεχή συρρίκνωση της εγχώριας αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού και της μείωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των οικονομιών τους.

Οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες ξύπνησαν από το «γλυκό ύπνο», όταν το δημοσιονομικό έλλειμμα ξεπέρασε κάθε όριο λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης και της ολιγωρίας των κυβερνήσεών τους και αποκαλύφθηκε πλέον ότι και το έλλειμμα εξωτερικών πληρωμών ήταν εξίσου δυσθεώρητο.

Και η κατηγορία προς τις κυβερνήσεις των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, ότι ήταν ανίκανες να συγκρατήσουν τους πολίτες τους από την κατανάλωση, χωρίς να διαθέτουν αντίστοιχη παραγωγική ικανότητα και η αγανάκτηση μπροστά στην αναλγησία των αναπτυγμένων χωρών, οι οποίες δεν υποστηρίζουν τώρα τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, είναι σωστές, αλλά δεν βοηθούν στην επίλυση του σημερινού προβλήματος, που μπορεί να οδηγήσει στη διάλυση της ευρωζώνης.

Θα ήταν προτιμότερο, εφόσον οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες έχουν υιοθετήσει πλέον αυστηρές πολιτικές λιτότητας, οι περισσότερο αναπτυγμένες να τις υποστηρίξουν με τη μεταφορά πόρων σ' αυτές, αναγνωρίζοντας ότι σ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας έχουν πολλαπλά επωφεληθεί από την «ανικανότητά» τους να εφαρμόσουν κατάλληλες πολιτικές.